Ενημερωτικό Portal του Ράδιο Γάμμα 94 FM, Πάτρα
 

Στέλιος Καζαντζίδης: «Τ’ αχνάρια ενός μύθου»

Με αφορμή τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, επανακυκλοφόρησε εμπλουτισμένο το λεύκωμα «Τ’ αχνάρια ενός μύθου»

«Μετά από χρόνια θα ’θελα ο κόσμος να λέει “μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ένας τραγουδιστής που τραγούδησε τον πόνο του με ειλικρίνεια, γιατί ήταν ένας πιο πονεμένος από αυτούς. Που τους σεβάστηκε και δεν έβαλε το χέρι στην τσέπη τους, γιατί ένιωθε ότι είναι απ’ αυτούς. Που από τότε που γνώρισε τον εαυτό του ως το τέλος, σε ό,τι πίστευε, δεν νέρωσε ποτέ το κρασί του”. Ετσι θα ’θελα να με θυμούνται».

Δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν πιο ταιριαστές για τη ζωή του Στέλιου Καζαντζίδη από τις παραπάνω μεστές φράσεις, στις οποίες συμπυκνώνονται όλη η σκέψη και το έργο του τραγουδιστή, που ενσωμάτωσε τον πόνο της προσφυγιάς στο λαϊκό τραγούδι και κατάφερε να μιλήσει για το δράμα του ξεριζωμού όπως μονάχα ένας πραγματικός ποιητής του λαού θα μπορούσε να τα τραγουδήσει.

Παιδί προσφύγων και ο ίδιος άλλωστε -με πατέρα από τα πανέμορφα Κοτύωρα και μάνα από την Αλάνια της Μικράς Ασίας-, το ομορφόπαιδο με την ανατολίτικη μελαχρινάδα, το θλιμμένο βλέμμα και την ξάστερη φωνή, ο Στελάρας, ήταν εκείνος που με τον λυγμό του έδωσε φωνή στον καημό όλων των ξεριζωμένων Ελλήνων και έγινε ο πιο γνήσιος εκφραστής της αδικημένης προσφυγιάς.

Φέτος, με αφορμή τη συμπλήρωση των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή, επανακυκλοφόρησε εμπλουτισμένο το λεύκωμα «Τ’ αχνάρια ενός μύθου», στο οποίο παρουσιάζονται όλη η ζωή και το μουσικό έργο του.

Στη μοναδική αυτή έκδοση, όπου εκτός από το λεύκωμα περιλαμβάνεται μία κασετίνα με 4 CD καθώς και ένα βιβλίο με όλα τα τραγούδια του, έχει κάνει την εξιστόρηση και την τεκμηρίωση η χήρα του αξέχαστου τραγουδιστή Βάσω Καζαντζίδη, ενώ τη συγγραφή ο Πάνος Α. Υφαντής. Τη χρηματοδότηση του εγχειρήματος έχει αναλάβει ο managing director της Aegean Δημήτρης Μελισσανίδης.

Λόγια από καρδιάς

«Στα πίσω χρόνια, τα παλιά, σε κάθε σπίτι πρόσφυγα υπήρχε ένα εικονοστάσι, και δίπλα πολλές φορές μία φωτογραφία του Καζαντζίδη» γράφει στο εισαγωγικό σημείωμά του ο κ. Μελισσανίδης. Και συνεχίζει: «Εκεί, στις παράγκες της Κοκκινιάς, άκουσα κι εγώ μικρό παιδί τον Στέλιο, με τη φωνή του μεγάλωσα, με τα τραγούδια του φτιάξαμε χαρακτήρα όλα τα παιδιά της γειτονιάς. ηταν ο άνθρωπος που έδωσε αυτοπεποίθηση σε όλους μας, στους Πόντιους, στους Μικρασιάτες, στον απλό λαό, σε όλη την Ελλάδα».

Γιατί ο Στελάρας ήταν και συνεχίζει να είναι, όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει και ο κ. Μελισσανίδης, «ο παρηγορητής των πατεράδων μας, ο δικός μας παρηγορητής, κι ας έμενε ο ίδιος πάντα απαρηγόρητος, με μια φωνή σταυροδρόμι, όπου λύεται και ξεσπά το δράμα των Ελλήνων εδώ και δυόμισι χιλιάδες χρόνια».

Τον ανθρώπινο πόνο που τραγούδησε, άλλωστε, ο Καζαντζίδης τον γνώρισε από μικρός. Η πείνα, η φτώχεια και οι κακουχίες του πολέμου ήταν για τη φαμίλια Καζαντζίδη, όπως για τόσες οικογένειες Ελλήνων, η καθημερινότητα, με την εργατοφαμελιά του Χαράλαμπου Καζαντζίδη να περνά την Κατοχή στα ποντιακά χωριά της Μακεδονίας, «κοντά στη ράτσα της», εκεί όπου «ένιωσε τι θα πει συγγενής και φίλος».

Το 1945 η οικογένεια κατεβαίνει πάλι στην Αθήνα, για να εγκατασταθεί στην περήφανη γειτονιά της Νέας Ιωνίας. Η κλονισμένη από τις κακουχίες υγεία του πατέρα του και ο θάνατός του μόλις στα 44 του χρόνια αναγκάζουν τον 15χρονο Στέλιο να πάρει στους εφηβικούς ώμους του όλη την οικογένεια και να αρχίσει δουλειά σε μια φάμπρικα που αγόραζε παλιό στρατιωτικό ρουχισμό.

Του αρέσει να τραγουδά, να διασκεδάζει τους συναδέλφους του στο σχόλασμα και, όταν ο Μάνθος Βενέτης τον ακούει τυχαία στην αυλή του να σκαρώνει τραγουδάκια στην κιθάρα του, την ώρα που η μητέρα του, η κυρα-Γεσθημανή, τηγανίζει γαύρο, του προτείνει να στήσουν μαζί μια μικρή κομπανία. Ο Στελάκης, όπως τον αποκαλούν, θα ξεκινήσει από το Στέκι του Τηλέμαχου, για να περάσει από κάμποσα ακόμη στέκια, προτού βρεθεί στο μαγαζί του ξακουστού Μπόκαρη στην Κηφισιά και κάνει το 1952 την πρώτη του φωνογράφηση. «Αν δεν βρισκόταν ο κ. Καλδάρας στον δρόμο μου, ίσως να μην ξεκολλούσα ποτέ από την υφαντουργία» θα παραδεχτεί σεμνά ο ίδιος, μνημονεύοντας τον σπουδαίο Απόστολο Καλδάρα, που πρώτος ξεχώρισε το ταλέντο του.

Η στρατιωτική θητεία του αρχίζει έναν χρόνο αργότερα, αλλά αποδεικνύεται για τον προικισμένο τραγουδιστή μαρτυρική. Οι τρεισήμισι μήνες παραμονής στη Μακρόνησο, οι αρρώστιες και οι ταλαιπωρίες σημαδεύουν την ψυχή του και του δείχνουν ακόμη μια φορά το σκληρό πρόσωπο της ζωής.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’50, έχοντας τελειώσει τον Στρατό και με την Καίτη Γκρέυ να τον συντροφεύει, ο Στέλιος δοκιμάζει με επιτυχία την τύχη του στα μεγάλα νυχτερινά μαγαζιά της εποχής. Μετά τον χωρισμό του από εκείνη, ανηφορίζει στη βόρεια Ελλάδα, όπου σε ένα νυχτερινό κέντρο της Θεσσαλονίκης θα γνωρίσει τη 17χρονη τότε Κική Παπαδοπούλου. Οι δυο τους γίνονται αχώριστοι και έπειτα από λίγο καιρό ο Στέλιος τής προτείνει να συνεργαστούν, αρχικώς στη συμπρωτεύουσα και μετά στην Αθήνα, όπου το νέο καλλιτεχνικό ζευγάρι λάμπει και γεμίζει κάθε αίθουσα που τους φιλοξενεί.

Η Μαρινέλλα, το καλλιτεχνικό ψευδώνυμό της, είναι για τον Καζαντζίδη «μία αξιόλογη καλλιτέχνιδα» και «μία κούκλα στο πάλκο». Στο μεταξύ, η δημοτικότητά του έχει φτάσει στα ύψη και η φωνή του έχει αρχίσει πλέον να ταυτίζεται με την ψυχή και τον καημό της φτωχολογιάς.

Ο Καζαντζίδης τραγουδά για την πόνο και τα προβλήματα της εποχής, τα οποία δεν τον αφήνουν ανεπηρέαστο. Δεν συγχωρεί την αδικία και βλέπει πως οι καλλιτέχνες πληρώνονται με ψίχουλα από τις δισκογραφικές. Ετσι γίνεται ο πρώτος που αξιώνει λογικά ποσοστά επί των πωλήσεων και απαιτεί διαφάνεια στη διακίνηση των δίσκων του. Παλεύει μόνος, ορθώνοντας το ανάστημά του, και τελικά τα καταφέρνει έπειτα από πολύ κόπο. «Ολοι οι τραγουδιστές οφείλουν να κάνουν ένα εικόνισμα στον Στέλιο. Αυτός έδωσε γερά μεροκάματα στους μουσικούς. Αυτός επέβαλε να εισπράττουν όλα τα νόμιμα και τα πρέποντα» θα πει ο Γιώργος Ζαμπέτας.

Ο Στέλιος Καζαντζίδης ήταν αδιαμφισβήτητα ο τραγουδιστής του πόνου όλων των Ελλήνων, ενώ στον δικό του ορισμό για τον λαϊκό τραγουδιστή μιλά για εκείνον «που εκφράζει τα προβλήματα και τα παράπονα των απλών ανθρώπων, που βιώνει από κοντά τις αγωνίες τους». Ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης τον αποθεώνουν, όπως και ο Μάνος Χατζιδάκις, που λέει πως τέτοια φωνή σαν του Στέλιου «ίσως βγει σε 500 χρόνια». Πώς, λοιπόν, μια τέτοια φωνή θα μπορούσε να μείνει εντός ελληνικών συνόρων;

Ο Στέλιος, έχοντας πάντα στο πλευρό του τη Μαρινέλλα, πηγαίνει όπου έχει ριζώσει ο Ελληνισμός της διασποράς και μαζί τραγουδούν για τον πόνο του ξεριζωμένου. Φρανκφούρτη, Νέα Υόρκη, Σικάγο, Κλίβελαντ, Ντιτρόιτ, αλλά και τόσα ακόμη μέρη γίνονται οι στάσεις μιας μεγάλης περιοδείας, η οποία θα ολοκληρωθεί με τον καλύτερο τρόπο: με τον γάμο του ζευγαριού στην Αθήνα την 1η Μαΐου του 1964. Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 ο Καζαντζίδης είναι ήδη μύθος, με τη φωνή του να αντηχεί τα βάσανα όλων των Ελλήνων. «Λαός και Καζαντζίδης είναι ένα» θα πει ο Κώστας Βίρβος και θα έχει απόλυτο δίκιο. Κανείς άλλος μέχρι σήμερα δεν έχει καταφέρει να γίνει ένα με τη μοίρα της Ελλάδος.

Παρά τη δόξα και τα χρήματα, όμως, ο Στέλιος δεν είναι ευτυχισμένος. Η φήμη τον πνίγει. «Οι αντιξοότητες που συνάντησα στα νυχτερινά μαγαζιά και στη δισκογραφία ήταν πολλές και απάνθρωπες. Αν έμεινα όρθιος, είναι γιατί με λάτρεψε ο κόσμος, ειδάλλως θα με είχαν τελειώσει από χρόνια».Οταν αποφασίζει να φύγει από τη νύχτα μπουχτισμένος, η σύζυγός του η Μαρινέλλα δεν θα τον ακολουθήσει. Ο χωρισμός τους είναι αναπόφευκτος και οριστικός. Ο Στέλιος αφοσιώνεται στη δουλειά, αποφασίζει να ιδρύσει τη δική του δισκογραφική το 1966, όμως το εγχείρημα δεν προχωρά, γιατί ακόμη μια φορά τα κυκλώματα, όπως λέει, τον πολεμούν. «Οι αχυράνθρωποι της λογοκρισίας μού έκοβαν κάθε τραγούδι, που είχε να πει κάτι. Δεν πέρναγε κανένα» θα πει τότε.

Οταν το 1968 ο Στέλιος θα απλώσει το χέρι συνεργασίας στον Χρήστο Νικολόπουλο, είναι κουρασμένος και απογοητευμένος από τη συμπεριφορά των κοντινών του προσώπων. Παρά τα οικονομικά του στριμώγματα, αρνείται πεισματικά να επιστρέψει στη νύχτα. Αισθάνεται μόνος και πικραμένος, ένα «Αγριολούλουδο», που αντέχει όμως και αυτός, όπως και το θρυλικό πλέον κομμάτι που έχει ερμηνεύσει. Εχει αρχίσει μια μεγάλη διαμάχη με τη δισκογραφική εταιρία Minos, που θα κρατήσει χρόνια, με τις δικαστικές αποφάσεις να τον φέρνουν σε τραγικό αδιέξοδο.

Μετά τον θάνατο του Γιάννη Παπαϊωάννου ο Στέλιος αποσύρεται στο ησυχαστήριό του στον Αγιο Κωνσταντίνο, το δικό του «βασίλειο», όπως το αποκαλεί. Συνεργάζεται με τον Ακη Πάνου και τον Μίκη Θεοδωράκη ακόμη μία φορά και το 1975 κυκλοφορεί το «Υπάρχω». Μέσα σε μια νύχτα όλη η χώρα τραγουδάει το κομμάτι και αγοράζει τον δίσκο, εκτινάσσοντας τις πωλήσεις στα ύψη. «Υπάρχω, εφόσον εξακολουθείτε να πιστεύετε ότι εκφράζω τους καημούς, τα προβλήματά σας, την πίκρα της ξενιτιάς, τον μόχθο του εργάτη, την εγκατάλειψη, τη μοίρα του ανθρώπου της συνοικίας. Και θα υπάρχω όσο υπάρχουν ταπεινοί, αγνοί και τίμιοι άνθρωποι του λαού» θα γράψει ο ίδιος. Στην πιο ώριμη περίοδο της καριέρας του ο Καζαντζίδης αποφασίζει να φύγει για την Αμερική, την οποία επισκέπτεται για δεύτερη φορά στη ζωή του, και να γυρίσει την πλάτη σε όλα τα καλλιτεχνικά κυκλώματα.

Κοντά στους «ωραίους Ελληνες» θα μείνει για δύο χρόνια και θα επιστρέψει και πάλι πίσω, όταν η κυρα-Γεσθημανή τού το ζητήσει. Εχει επιλέξει να ζει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, έχοντας πια τη Βάσω στο πλευρό του, τον άνθρωπο που τόσα χρόνια επιζητούσε, όμως το σαράκι του τραγουδιού τον τρώει.

Το 1986, έπειτα από 12 χρόνια αποχής από τη δισκογραφία, ο «ανώτατος άρχοντας», όπως λέει και ο Μπιθικώτσης, επιστρέφει, έχοντας κερδίσει την πολυπόθητη δισκογραφική ελευθερία. Κάθε τραγούδι του ένας λυγμός, και το «Βλαστάρι του Πόντου» συνεχίζει να ερμηνεύει με την καθαρή φωνή του όσα βάραιναν τη ζωή των απλών ανθρώπων, μιλώντας για την κοινωνική αδικία και τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες.

Το 1993 ηχογραφεί τραγούδια πόνου και νοσταλγίας για την αλησμόνητη πατρίδα, τον Πόντο τον ανάσπαλτον, την πατρίδα που δεν γνώρισε αλλά λάτρεψε με όλη τη δύναμη της ψυχής του. «Οταν ο Στέλιος τραγουδάει, η επανάσταση, η αντίσταση, ο λαϊκός παλμός, το εξεγερτικό μήνυμα, ο λόγος ο καυτός κι ο στίχος ο “ανησυχητικός”, στη ράχη μιας φωνής, περνούν από τις πόρτες και τα παραθύρια, βροντούν στις βουβές κάμαρες, φυτεύονται στις καρδιές, σκοτώνουν τον φόβο, γεννούν ελπίδες, ρίχνουνε φως, πολύ φως, περισσότερο φως» λέει ο δημοσιογράφος Κυριάκος Διακογιάννης.

Αυτό το φως δεν σταματούσε να ψάχνει ακόμη και στις πιο σκοτεινές στιγμές του, όταν καταπονημένος πια από την ασθένεια βλέπει τη ζωή του να λιγοστεύει. Στις 14 Σεπτεμβρίου 2001, ο «μεγαλειώδης και αδευτέρωτος Στέλιος», κατά τον Μάνο Λοΐζο, άφησε την τελευταία του πνοή, βυθίζοντας στη θλίψη όλο τον Ελληνισμό. Ισως, τελικά, το επίθετο «αδευτέρωτος» να είναι και το μόνο που να του ταιριάζει τόσο. Γιατί δεύτερος Στέλιος δεν θα ξαναϋπάρξει.

Μοιραστείτε το άρθρο
Χωρίς σχόλια

Δυστυχώς, η φόρμα σχολίων είναι ανενεργή αυτή τη στιγμή.