Του Μανώλη Κοττάκη
Ακούγοντας τον κύριο πρωθυπουργό να περιγράφει στο CNN σε άψογα αγγλικά την πολιτική του για τις εργασιακές σχέσεις, έριξα μια ματιά στη βιβλιοθήκη μου. Εκεί φυλάσσω ως κόρην οφθαλμού όλα τα βιβλία που μας διένειμε η Νομική Σχολή Θράκης από το βιβλιοπωλείο του Αντώνη Σάκκουλα στην οδό Νικολάου Ζωίδη στην Κομοτηνή.
Το Συνταγματικό του Τσάτσου, το Διοικητικό του Δαγτόγλου, το Ποινικό του Μαγκάκη και της Μπενάκη, την Πολιτική Δικονομία του Κεραμέως, την Ποινική του Καρρά, το Διεθνές του Ρούκουνα, το Κοινοτικό του Μπερνίτσα και μεταξύ αυτών και το Εργατικό του Κουκιάδη, το οποίο μας δίδασκε ο καθηγητής Νικήτας Αλιπράντης.
Η αναφορά του κυρίου πρωθυπουργού στην εξαήμερη εργασία με οδήγησε ανακλαστικά στο να ξεφυλλίσω το παλαιό Εργατικό, στο οποίο κυριαρχούσε η συλλογική προσέγγιση των εργασιακών σχέσεων και δευτερευόντως η ατομική. Μιλάμε για τη δεκαετία του 1990. Επρόκειτο για το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο. Για την κατά Λούντβιχ Έρχαρτ κοινωνική οικονομία της αγοράς. Αυτό δυστυχώς είναι παρελθόν.
Στις μέρες της παγκοσμιοποίησης θριαμβεύει το ατομικό εργατικό δίκαιο λόγω της μεταρρύθμισης της βάσης του οικονομικού μοντέλου, το οποίο απαιτεί ταχύτητα και προσαρμογές. Τη θέση των κλαδικών και των συλλογικών συμβάσεων έχουν λάβει σήμερα οι ποικιλώνυμες ατομικές συμβάσεις, που κάποτε περιορίζονταν στα ανώτατα στελέχη των επιχειρήσεων.
Έτσι έχουμε εργασιακά μοντέλα για όλα τα γούστα: Συμβάσεις της μίας ώρας, συμβάσεις των τεσσάρων ωρών, συμβάσεις της μίας μέρας, συμβάσεις των έξι ημερών. Τα δε ωράρια και πάλι άναρχα. Αυστηρό οκτάωρο, από «ήλιο σε ήλιο» δωδεκάωρο, σπαστό ωράριο πρωί και απόγευμα και δεν θυμάμαι τι ακόμη.
Από τα Μνημόνια και μετά άρχισε η χρυσή περίοδος των «μεταρρυθμίσεων», η οποία συνεχίζεται και σήμερα στη δεύτερη φάση με την επιλεκτική εφαρμογή των προτάσεων του πορίσματος Πισσαρίδη. Σύντομα θα τεθούν στο στόχαστρο και τα κοινωνικά εποχικά επιδόματα ανεργίας.
Αν η Πολιτεία σέβεται τον εαυτό της, θα πρέπει κάποια στιγμή να κάνει αποτίμηση όλων αυτών των μεγαλεπήβολων μεταρρυθμίσεων και να μετρήσει τα αποτελέσματά τους. Το κοινωνικό όφελος. Και για τις επιχειρήσεις οι οποίες υποτίθεται θα αύξαναν την ανταγωνιστικότητά τους και για τους εργαζομένους οι οποίοι διά της ευελιξίας θα κέρδιζαν την ασφάλεια υποτίθεται («ευελφάλεια», όπως την προπαγάνδιζε η παλαιά φίλη Άννα Διαμαντοπούλου ως επίτροπος). Τι θα έδειχνε αυτή η αποτίμηση;
Πρώτον, ότι η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων ελάχιστα ωφέλησε την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, το κόστος των προϊόντων των οποίων επιβαρύνεται σήμερα από άλλους εξωγενείς παράγοντες. Όπως, π.χ., οι αυξημένες τιμές της ενέργειας ερήμην του αχρείαστου και δυστυχώς παρατεινόμενου πολέμου στην Ουκρανία.
Δεν ωφέλησε επίσης την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Διεθνείς μελέτες που έγιναν δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια μετά την επιβολή των Μνημονίων πιστοποιούν ότι η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων δεν είχε ως συνέπεια την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας μας από χώρας υπηρεσιών σε χώρα βιομηχανική.
Δεν προσέλκυσαν επενδύσεις τα φθηνά εργατικά χέρια. Ούτε καν ο πρωτογενής τομέας δεν αναστήθηκε, καθώς όλο και περισσότερος κόσμος εγκαταλείπει την περιφέρεια βλέποντας μεταξύ άλλων και το κράτος να αποσύρεται από αυτήν (κλείνουν σχολεία, αστυνομικά τμήματα, τράπεζες, ταχυδρομεία, εφορίες κ.λπ.).
Τι να καθίσει να κάνει, ποια μάχη να δώσει; Αυξάνονται οι εναντίον του εχθροί, μειώνονται οι σύμμαχοι. Στην πραγματικότητα η πρώτη μεγάλη απορρύθμιση των Μνημονίων είχε ως βασικό στόχο την εσωτερική υποτίμηση. Τίποτε άλλο!
Αφού μείναμε στο ευρώ και αφού οι κυβερνήσεις δεν τόλμησαν να αγγίξουν το μεγάλο και σπάταλο Δημόσιο, η υποτίμηση έπεσε επί της κεφαλής των μισθών χιλιάδων ανθρώπων. Αυτή η αλλαγή όμως, δεύτερον, άφησε πληγές που φθάνουν μέχρι τις μέρες μας. Δεν επανήλθαμε στην προτέρα κατάσταση μετά τη λήξη των Μνημονίων.
Η ανεργία μειώνεται, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., αλλά πώς μειώνεται; Με τετράωρες θέσεις μερικής απασχόλησης. Ο δε κατώτατος μισθός εξαγγέλλεται υπερηφάνως ότι θα αυξηθεί στα 1.500 ευρώ στα τέλη της τετραετίας! Θα φθάσει δηλαδή το 2027 εκεί που ήταν το 2008!
Μιλάμε για μεγάλη παραχώρηση του πολιτικού συστήματος, το οποίο «καμαρώνει» για την ψηφιακή κάρτα εργασίας. Χωρίς να λέει όμως ότι σε καθεστώς εργασιακών σχέσεων ατομικών συμβάσεων αυτές οι ρυθμίσεις έχουν σχετική σημασία. Το θέμα της παράτασης του ωραρίου επιλύεται με σιωπηρές συναινέσεις μεταξύ των δύο μερών. Εδώ ευρίσκεται και ο πυρήνας του πολιτικού προβλήματος που αντιμετωπίζουν η κυβέρνηση και η αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία έχασε κάθε έξωθεν μαρτυρία στον κόσμο της εργασίας μετά τις μαζικές απολύσεις στα ΜΜΕ που ελέγχει!
Το «πρεκαριάτο» είναι ευγενικό όταν παρέχει τις υπηρεσίες του στον κόσμο, κάνει και τεμενάδες αν χρειάζεται για να ξεγελάσει, μα μόλις απομακρύνεται από τον χώρο εργασίας μετατρέπεται σε σιωπηρό κοκτέιλ μολότοφ. Με ένα ατομικό εργατικό δίκαιο που δεν του επιτρέπει να διαπραγματευτεί ούτε τις αποδοχές του ούτε το ωράριο εργασίας ούτε τις ημέρες απασχόλησης εξωθείται και οργανώνεται σιωπηρά και αναγκαστικά σε αυτό που το πολιτικό σύστημα αποκαλεί υποτιμητικά «άκρα».
Σε αντίστοιχη τροχιά για άλλους λόγους είναι και οι ιδιοκτήτες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίοι είναι πλέον πεπεισμένοι ότι η Πολιτεία επιδιώκει τη συρρίκνωσή τους μέχρι οριστικού λουκέτου εκάστης. Αν ο κόσμος της εργασίας επαναστατεί λόγω του μοντέλου των εργασιακών σχέσεων, ο κόσμος της αγοράς επαναστατεί διαμαρτυρόμενος για την κατάργηση του ανταγωνισμού μέσω των καρτέλ. Ή και για την αλλοίωση του ανταγωνισμού.
Αυτό που εντοπίζεται λοιπόν στη βάση της κοινωνίας είναι η συμμαχία της δυσφορίας στην οποία ενώνονται εργαζόμενοι και μικρότεροι επιχειρηματίες, που κάποιοι επιχειρούν να καταστήσουν υπαλλήλους στις επιχειρήσεις που είναι αφεντικά. Και αυτό που δεν γίνεται μέχρι στιγμής κατανοητό από τους κυβερνώντες είναι πως η εργασιακή ομαλότητα και η επιχειρηματική εμπιστοσύνη είναι η εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την κοινωνική συνοχή και την πολιτική ομαλότητα.
Η αποτροπή προϋποθέτει μια τεράστια ανακατανομή πόρων στις προτεραιότητες της κυβερνητικής πολιτικής. Κάτι που θα οδηγήσει σε περισσότερο βούτυρο και σε περισσότερη αξιοπρέπεια υπέρ των πολλών. Μόνο μια τέτοια πολιτική είναι αληθινά φιλελεύθερη. Κοινωνικά φιλελεύθερη.