Ο ευρωβουλευτής Γιώργος Κύρτσος κατέθεσε επίσημο αίτημα προς την πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Ρομπέρτα Μέτσολα, ζητώντας την υπεράσπιση της κοινοβουλευτικής του ασυλίας από τις υποκλοπές από την ελληνική κυβέρνηση. Με την επιστολή του, ζητά από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να κινήσει τις απαραίτητες διαδικασίες για την υπεράσπιση της βουλευτικής ασυλίας του, σύμφωνα με τα άρθρα 7 παράγραφοι 1 και 2 και 9 παράγραφος 1 του Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, και την σχετική νομική βάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στην επιστολή του, ο Γιώργος Κύρτσος, αιτιολογώντας το αίτημά του σημειώνει πως τον Νοέμβριο του 2022, ενημερώθηκε «από αξιόπιστες πηγές ότι το κινητό μου τηλέφωνο -καθώς και το γραφείο μου και το σπίτι μου στην Αθήνα- είχαν υποκλαπεί από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών μετά από οδηγίες του πρωθυπουργικού γραφείου». Αναφέρει ότι θεωρήθηκε «απειλή για την εθνική ασφάλεια από μια κυβέρνηση, η οποία υποτίθεται ότι λειτουργεί στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου».
Προσθέτει ότι τον Δεκέμβριο, ζήτησε από την αρμόδια Ανεξάρτητη Αρχή (ΑΔΑΕ) να ελέγξει τα τηλέφωνά μου μέσω του παρόχου υπηρεσιών και ο έλεγχος τεκμηρίωσε ότι «τα τηλέφωνά μου υποκλέπτονταν για περίοδο 18 μηνών, πράγμα που σημαίνει ότι η υποκλοπή κάλυψε ακόμη και την περίοδο που ήμουν ακόμη ευρωβουλευτής εκπροσωπώντας το κυβερνών κόμμα της Νέας Δημοκρατίας και το ΕΛΚ».
Και τονίζει ότι προσέφυγε στο δικαστήριο κατά του διευθυντή της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, που παραιτήθηκε, του αστυνομικού που τον χαρακτήρισε απειλή για την εθνική ασφάλεια και της εισαγγελέως που ενέκρινε την υποκλοπή.
Και αφού παραθέτει τη σχετική νομοθεσία, που δικαιολογεί το αίτημά του, καταλήγει:
«Στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένου ότι δεν χορηγήθηκε άδεια για την παρακολούθησή μου ούτε υποβλήθηκε αίτημα άρσης της ασυλίας μου, όπως απαιτείται και σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από τη βουλευτική μου ιδιότητα, δεν υπάρχει λόγος εθνικής ασφάλειας για την παρακολούθησή μου, ζητώ από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να υπερασπιστεί την ασυλία μου, η οποία έχει παραβιαστεί από τις ελληνικές αρχές».