Ενημερωτικό Portal του Ράδιο Γάμμα 94 FM, Πάτρα
 

Ανύπαρκτο το success story στην οικονομία

Του Πάνου Σώκου

Η οικονομία είναι ο τομέας στον οποίο ο Κυριάκος Μητσοτάκης θεωρεί ότι παίρνει άριστα. Όπου σταθεί κι όπου βρεθεί αναφέρεται στο… ελληνικό οικονομικό θαύμα χρησιμοποιώντας μία εκτίμηση του «Economist», που όμως δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Βελτίωση του οικονομικού κλίματος υπάρχει, αλλά ούτε για θαύμα πρόκειται ούτε η οικονομία της χώρας πατάει σταθερά στα πόδια της πλέον, όπως διαλαλεί ο πρωθυπουργός. Αντίθετα, η όποια ανάκαμψη έχει σημειωθεί δεν έχει φτάσει στους πολίτες, που αμείβονται με πολύ χαμηλούς μισθούς και με την ακρίβεια να καλπάζει ενώ είναι επισφαλής και λόγω του χρέους που παραμένει υψηλό αλλά και εξωγενών παραγόντων, που μπορεί σε μια κρίση να επηρεάσουν πυλώνες της οικονομίας όπως είναι ο τουρισμός και η ναυτιλία. Ας δούμε τα στοιχεία εκείνα που δεν επιτρέπουν θριάμβους, αλλά προκαλούν ανησυχία:

1. Βασικό επιχείρημα του πρωθυπουργού είναι πως η χώρα πλέον έχει μπει σε επενδυτική βαθμίδα επειδή πολλοί οίκοι αξιολόγησης αναβάθμισαν την οικονομία σε αυτό το επίπεδο, όμως είναι αξιοσημείωτο πως ο οίκος Moody’s, που είναι ο μεγαλύτερος και ο πιο αξιόπιστος στις αγορές, διατηρεί τη χώρα ακόμα σε επίπεδο μη επενδυτικής βαθμίδας. Και όχι μόνο αυτό, αλλά στην ανακοίνωσή του αναφέρει ότι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία περιλαμβάνουν το μεγάλο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και, δεδομένου του μεγέθους και της σημασίας τομέων όπως ο τουρισμός και η ναυτιλία, η οικονομία είναι ευάλωτη σε εξωτερικούς κλυδωνισμούς και περαιτέρω βελτιώσεις όσον αφορά την οικονομική ανθεκτικότητα μέσω της διεύρυνσης της εξαγωγικής βάσης θα χρειαστούν χρόνο. Εκτιμά, επίσης, ότι μία κλιμάκωση της γεωπολιτικής κατάστασης στην Ευρώπη με τη συμμετοχή του ΝΑΤΟ θα οδηγούσε επίσης πιθανότατα σε πτωτικές πιέσεις στην αξιολόγηση. Ακόμα, ο διεθνής οίκος αναφέρει ότι, παρά την αναμενόμενη μεγάλη μείωση, το χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ θα παραμείνει πολύ υψηλό.

2. Ένα δεύτερο στοιχείο που δεν επιτρέπει θριαμβευτικούς πανηγυρισμούς για την οικονομία είναι η ανεργία, που παραμένει σε διψήφιο ποσοστό και δείχνει μία σημαντική αντίσταση να πέσει σε μονοψήφιο. Ψευδώς ο πρωθυπουργός υποστηρίζει ότι η ανεργία έχει πέσει σε μονοψήφιο ποσοστό. Τον Φεβρουάριο μετρήθηκε στο 11% από την ΕΛ.ΣΤΑΤ., όσο περίπου ήταν και πέρσι τον ίδιο μήνα (11,2%). Όπως έχει πει, εξάλλου, ο καθηγητής Αλέξης Μητρόπουλος, για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια η ανεργία από Σεπτέμβριο έως και Φεβρουάριο δεν μειώνεται, αλλά αντίθετα ή αυξάνεται ή παραμένει στα ίδια επίπεδα. Η ανεργία είναι καθοριστικός δείκτης της οικονομικής ανάπτυξης και η διατήρησή της στο 11 % δείχνει ότι υπάρχει στασιμότητα τουλάχιστον στις επενδύσεις ή ότι οι επενδύσεις δεν είναι παραγωγικές, ούτως ώστε να δημιουργήσουν νέες και μόνιμες θέσεις εργασίας.

3. Και στις επενδύσεις, όμως, η ελληνική οικονομία δεν έχει αποδόσεις τέτοιες που να δικαιολογούν πανηγυρισμούς. Συγκεκριμένα, το 2023 οι Ξένες Άμεσες Επενδύσεις (ΞΑΕ) στην Ελλάδα μειώθηκαν δραστικά σε σχέση με το 2022 και σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, το 2023 ανήλθαν σε 4,48 δισ. ευρώ, μειωμένες κατά 40% σε σχέση με το 2022. Τα μεγέθη δείχνουν ότι οι επενδύσεις των ξένων στη χώρα μας επέστρεψαν στα επίπεδα του 2019, όταν είχαν ανέλθει σε 4,47 δισ. ευρώ. Όμως, και από αυτό το ποσό των 4,48 δισ. ευρώ, σχεδόν οι μισές Άμεσες Ξένες Επενδύσεις (περίπου 45%) αφορούσαν αγορές ακινήτων.

4. Την πικρή αλήθεια της ελληνικής οικονομίας, όμως, αποτυπώνει και η πορεία του πληθωρισμού, που παρουσίασε νέα άνοδο, στο 3,4%, τον Μάρτιο, από 3,1% τον Φεβρουάριο, παρά την εφαρμογή των μέτρων Σκρέκα κατά της ακρίβειας.

5. Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ. για το 2023, σε κίνδυνο φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό βρίσκεται το 26,1% του πληθυσμού της χώρας (2.658.400 άτομα), μένοντας σχεδόν αμετάβλητο σε σχέση με το 2022, που ήταν στο 26,3%.

6. Ο αρνητικοί δείκτες και οι αρνητικές μετρήσεις για την οικονομία της χώρας μας δεν σταματούν εδώ. Η Ελλάδα το 2023 βρέθηκε στις τελευταίες θέσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσον αφορά την αγοραστική δύναμη, όπως έδειξαν τα στοιχεία της Eurostat. Ειδικότερα, η Ελλάδα βρίσκεται στην προτελευταία θέση, με επίδοση στο 67% του μέσου όρου της Ε.Ε., με τη Βουλγαρία να είναι η μοναδική χώρα με χαμηλότερη επίδοση, με 64%. Το υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ καταγράφεται σε Λουξεμβούργο, Ιρλανδία και Ολλανδία.

Μοιραστείτε το άρθρο
Χωρίς σχόλια

Δυστυχώς, η φόρμα σχολίων είναι ανενεργή αυτή τη στιγμή.