Δέκα χιλιάδες θέσεις εργασίας «έφυγαν» από τον τραπεζικό κλάδο την περίοδο 2018-2022 και στο ίδιο διάστημα μονάδες «κόκκινων» δανείων των τραπεζών μεταφέρθηκαν στους servicers (carve out), που σήμερα απασχολούν περισσότερα από 5.000 άτομα προερχόμενα κατά κύριο λόγο από τις τράπεζες, ενώ τα προγράμματα εθελούσιας αποχώρησης έδωσαν ισχυρά κίνητρα κυρίως στους άνω των 55 ετών, με αποζημιώσεις ως και 180.000 ευρώ.
Έτσι, ο αριθμός των τραπεζικών υπαλλήλων μειώθηκε από τους 39.383 το 2018 στους 29.341 το 2022, ενώ συνεχίζουν να μειώνονται και τα καταστήματα και από 1.981 μειώθηκαν στα 1.483 την ίδια περίοδο, ενώ τα ΑΤΜ αυξήθηκαν στα 5.927 από 5.594, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών (Greek Banking System Overview/Ιούλιος 2023).
Βέβαια, τα καταστήματα του 2022 (και του μέλλοντος) είναι πολύ διαφορετικά από αυτά του παρελθόντος. Η πανδημία λειτούργησε ως επιταχυντής για τις τραπεζικές συναλλαγές μέσω εναλλακτικών, ψηφιακών καναλιών, μειώνοντας τον αριθμό «επισκέψεων» στο γκισέ.
Περίπου το 30% των πελατών σήμερα επιλέγει μόνο τα ψηφιακά κανάλια, αλλά περίπου το 80% επιλέγει έναν συνδυασμό ψηφιακών και φυσικών καναλιών.
Ωστόσο, όπως είχε τονίσει πριν από μερικούς μήνες στο Φόρουμ των Δελφών ο Ανδρέας Αθανασόπουλος, αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της Eurobank και Group Chief Transformation Officer, Digital & Retail, όσοι σπεύδουν να κλείσουν τα φυσικά καταστήματα και να κρατήσουν μόνο τα ψηφιακά κανάλια θα πρέπει να το ξανασκεφτούν «γιατί είναι βέβαιο ότι σε μερικά χρόνια θα εύχονταν να το είχαν πράξει διαφορετικά».
Σε ό,τι αφορά τον «χάρτη» του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, οι πέντε μεγαλύτερες τράπεζες (οι τέσσερις συστημικές και η Αttica Bank) ελέγχουν το 95,7% των τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων, έναντι 69% το 2009, όταν ο αριθμός των πιστωτικών ιδρυμάτων ήταν 35 έναντι 14 σήμερα (εννέα εμπορικές, πέντε συνεταιριστικές). Η παρουσία των 21 υποκαταστημάτων ξένων τραπεζών αντιστοιχεί σε αμελητέο μερίδιο αγοράς.
Το συνολικό ενεργητικό των ελληνικών τραπεζών το 2022 ανήλθε σε 328 δισ. ευρώ έναντι 292 δισ. ευρώ το 2018 και ο δείκτης κύριων βασικών εποπτικών κεφαλαίων CET 1 στο 13,8%.