Mια μεγάλη δοκιμή που πραγματοποιήθηκε στην Ισπανία με σχεδόν 5.000 άτομα ηλικίας 55-75 ετών, έδειξε ότι οι ηλικιωμένοι με κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη που ακολούθησαν τη μεσογειακή διατροφή, περιόρισαν την πρόσληψη θερμίδων και ασκήθηκαν τακτικά, μείωσαν κατά 31% την πιθανότητα ανάπτυξης της νόσου σε διάστημα έξι ετών, σε σχέση με όσους ακολούθησαν απλά διατροφή χωρίς περιορισμό θερμίδων.
Όλοι οι συμμετέχοντες ήταν υπέρβαροι ή παχύσαρκοι, αλλά δεν είχαν ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου ή διαβήτη.
Η μεσογειακή διατροφή στηρίζεται σε τρόφιμα όπως φρέσκα φρούτα και λαχανικά, δημητριακά ολικής αλέσεως, ξηρούς καρπούς, όσπρια, ελαιόλαδο και ψάρια. Κατά τη διάρκεια της έρευνας, οι συμμετέχοντες συναντούσαν συχνά διαιτολόγους και λάμβαναν οδηγίες για μείωση θερμίδων και ένταξη στην καθημερινότητα προγράμματος άσκησης: 45 λεπτά αερόβιας άσκησης έξι ημέρες την εβδομάδα, μαζί με προπόνηση σχετικά με τη μυϊκή μάζα και ισορροπία 2-3 φορές την εβδομάδα.
Στην ομάδα ελέγχου δόθηκαν μόνο βασικές οδηγίες για τη μεσογειακή διατροφή και λιγότερη προσωπική καθοδήγηση, ενώ σε όλους χορηγήθηκε ελαιόλαδο.
Μετά από έξι χρόνια, η ομάδα παρέμβασης έχασε κατά μέσο όρο πάνω από 3,7% του σωματικού βάρους της (περίπου 7 λίβρες) και μείωσε την περιφέρεια μέσης κατά 1,4 ίντσες, σε αντίθεση με μόλις 1 λίβρα και 0,1 ίντσα στην ομάδα ελέγχου.
Ο καθηγητής Miguel Ángel Martínez-González τόνισε στους New York Times ότι ακόμη και μια μέτρια αλλαγή μπορεί να έχει σημαντική επίδραση: «Τα μέτρα στην ομάδα παρέμβασης θα οδηγούσαν σε περίπου τρεις λιγότερες περιπτώσεις διαβήτη ανά 100 άτομα».
Η μελέτη βασίστηκε σε προηγούμενα επιστημονικά δεδομένα, συμπεριλαμβανομένης μιας δοκιμής το 2002, η οποία είχε δείξει ότι η συνδυασμένη απώλεια βάρους 7%, ο περιορισμός θερμίδων και η άσκηση 150 λεπτών την εβδομάδα μείωσαν τον κίνδυνο διαβήτη κατά 58%.
Η Elizabeth Selvin, καθηγήτρια επιδημιολογίας στο Johns Hopkins, ανέφερε ότι διατροφή και σωματική δραστηριότητα παραμένουν οι πιο σημαντικοί προδιαθεσικοί παράγοντες για διαβήτη και καρδιαγγειακές παθήσεις.
Η Dr. Tirissa J. Reid από το Columbia University Irving Medical Center, που δεν συμμετείχε στη μελέτη, δήλωσε ότι «δεν υπάρχει τρόπος να αναλυθεί ποιος ήταν ο βασικός παράγοντας», αλλά η απώλεια βάρους είναι πιθανόν ισχυρός μοχλός, καθώς μειώνει την αντίσταση στην ινσουλίνη, η οποία εμφανίζεται χρόνια πριν τον διαβήτη τύπου 2.
Επεσήμανε επίσης ότι οι δίαιτες που είναι πλούσιες σε φυτικές ίνες, όπως η μεσογειακή, και η σωματική άσκηση μπορούν να βελτιώσουν την ευαισθησία στην ινσουλίνη, μειώνοντας ταυτόχρονα τη φλεγμονή και το οξειδωτικό στρες.
Ο Dr. Jordi Salas Salvadó, ανώτερος συγγραφέας της μελέτης, παρομοίασε τα οφέλη του προγράμματος με «μια ορχήστρα, όπου πολλά όργανα παίζουν μαζί για καλύτερη σύνθεση». Η Nicole Patience, εγγεγραμμένη διαιτολόγος στο Joslin Diabetes Center, υπογράμμισε ότι η διάρκεια και η ένταση της εκπαίδευσης ήταν καθοριστική: «Έξι χρόνια είναι αρκετός χρόνος για να βοηθήσεις τους ανθρώπους να παραμείνουν πιστοί στις προθέσεις τους και να αλλάξουν την καθημερινότητά τους».
Η προηγούμενη σχετική ισπανική έρευνα είχε δείξει ότι η μεσογειακή διατροφή και μόνο, χωρίς περιορισμό θερμίδων ή αυξημένη δραστηριότητα, μείωνε τον κίνδυνο διαβήτη κατά 30% σε σχέση με δίαιτα χαμηλών λιπαρών. Το νέο εύρημα, 31% μείωση με συνδυασμό διατροφής, περιορισμού των θερμίδων και άσκηση, φαίνεται να αναδεικνύει τη σωρευτική αξία αυτών των παρεμβάσεων.