Ακαταμάχητος γόης, ο ορισμός του ζεν πρεμιέ, αλλά και με σκηνική παιδεία, πολυσύνθετος, καθώς μπορούσε να παίζει με την ίδια ευκολία ελαφρές κωμωδίες, φάρσες ή κλασικά δράματα, υψηλή αίσθηση του καλού γούστου, μα πάνω από όλα πρωταγωνιστής. Αυτοί είναι μερικοί απ΄ τους χαρακτηρισμούς που συνοδεύουν τον Αλέκο Αλεξανδράκη, τον ηθοποιό που υπήρξε ένας από τους πιο ποθητούς άνδρες για τις συναδέλφους του και γενικότερα για το γυναικείο πληθυσμό.
Ο Αλέκος Αλεξανδράκης, θα ήταν σήμερα περίπου 90 ετών και θα συνομιλούσε με τον Μίκη Θεοδωράκη ή τον Μανώλη Γλέζο, τον άνθρωπο με τον οποίο -αν και φυλακισμένος- είπε ότι ήθελε να κάνει στις αρχές της δεκαετίας του ΄60 Χριστούγεννα. Μια δήλωση που τον έβαλε σε μπελάδες, αν και ήταν γνωστός, «σταμπαρισμένος» απ΄ το σκληρό καθεστώς της εποχής, ως μαχητικός αριστερός.
Το νήμα κόπηκε πριν από 13 χρόνια, το 2005, όταν μετά από μακροχρόνια μάχη με τον καρκίνο, στις 8 Νοεμβρίου, έφευγε για τη «Συνοικία το όνειρο». Την ταινία που σημάδεψε τον ίδιο, καθώς η λογοκρισία της εποχής, το καθεστώς που δεν σήκωνε μία γνήσια κοινωνική ταινία του έκοψε τα φτερά και στέρησε πιθανότατα έναν πρωτοπόρο κινηματογραφιστή από την Ελλάδα.
«Παρουσιάστε όπλα»
Ο Αλέκος Αλεξανδράκης, γιος εύπορου δικηγόρου από τη Μάνη, ευτύχισε να μεγαλώσει σε ένα σπίτι με ανέσεις και να φοιτήσει στα καλύτερα σχολεία. Αγαπημένο του άθλημα η ξιφασκία, με την οποία γνώρισε διακρίσεις και έφτασε στα 15 του χρόνια να μπει στην εθνική ομάδα, ενώ τον επόμενο χρόνο εισήλθε στη Σχολή Δοκίμων, για να γίνει αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού. Ωστόσο, η παράσταση του Καρόλου Κουν «Γυάλινος κόσμος», με πρωταγωνίστρια την Έλλη Λαμπέτη, άλλαξε τη ζωή του. Εγκατέλειψε το Ναυτικό και έδωσε εξετάσεις στο Βασιλικό Θέατρο, όπου πέρασε πρώτος, έχοντας ως σύμμαχο τον Δημήτρη Χορν, που στοιχημάτιζε για την επιτυχία του.
Μετά από λίγο καιρό, η κυρία Κατερίνα (Ανδρεάδη), που έψαχνε για έναν ζεν πρεμιέ, τον επιλέγει για το ρόλο στο έργο «Φθινοπωρινή Παλίρροια». Έκανε τα πρώτα του βήματα στο θεατρικό σανίδι στις 9 Ιουλίου 1949 αφήνοντας πολύ καλές εντυπώσεις. Μάλιστα, ο αυστηρότατος κριτικός και θεατράνθρωπος Αιμίλιος Χουρμούζιος έγραψε για το νεαρό ζεν πρεμιέ το αναπάντεχο: «Παρουσιάστε όπλα. Επιτέλους, ένας εραστής στο ελληνικό θέατρο».
Φοιτητής ακόμη στη Δραματική Σχολή, πήγαινε καθημερινά ως το Βασιλικό Θέατρο για να θαυμάσει την Έλλη Λαμπέτη, που έπαιζε δίπλα στον Δημήτρη Χορν. Είχε μαγευτεί μαζί της. Γρήγορα θα βρεθούν μαζί, τρελά ερωτευμένοι, να κάνουν σχέδια. Η σχέση τους θα κρατήσει μόλις ένα εξάμηνο, όταν ο Αλεξανδράκης θα προτιμήσει να τιμήσει τη γυναίκα που τον έβγαλε στο θέατρο, την κυρία Κατερίνα, αποδεχόμενος την πρότασή της για μία τουρνέ, ματαιώνοντας το σχέδιο της Λαμπέτη, να πρωταγωνιστήσουν μαζί στο Θέατρο Μουσούρη. Θα τον εγκαταλείψει, αφού προηγηθεί ένας μεγάλος καυγάς.
Οι ιστορίες με τις πάμπολλες ερωτικές σχέσεις του (συναδέλφους και μη) ίσως να είναι πιο θρυλικές από τη θεατρική του παρουσία. Μπορεί να έπαιξε και μάλιστα πολύ καλύτερα από το σινεμά, σε πάνω από 100 παραστάσεις στο θέατρο, αλλά σίγουρα αυτό που έλεγαν οι σύγχρονοί του συνάδελφοι ήταν κάτι το απίστευτο με τις επιτυχίες του στις γυναίκες.
Πολύ γρήγορα φυσικά μπήκε και στον κινηματογράφο, που δίψαγε για έναν ζεν πρεμιέ. Ο Φίνος θα εντυπωσιαστεί από τη γοητεία του και θα του προτείνει να παίξει το 1949 στην ταινία «Δύο κόσμοι», που γύρισε ο Γρηγόρης Γρηγορίου. Θα ακολουθήσουν και άλλες ταινίες, ενώ το 1955 πάλι ο Φίνος τον θέλει για να παίξει δίπλα στην Τζένη Καρέζη, στην αξέχαστη κωμωδία του Αλέκου Σακελάριου «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», με πρωταγωνιστές τους αξεπέραστους Αυλωνίτη-Φωτόπουλο. Μάλιστα, ο Φίνος ήθελε το όνομα του Αλεξανδράκη να μπει πάνω από του Αυλωνίτη, καθώς εκτίμησε ότι η ταινία θα πήγαινε καλύτερα αν ο γυναικείος πληθυσμός πίστευε ότι πρωταγωνιστούσε ο νεαρός γόης. Την ίδια χρονιά θα εμφανιστεί σε ένα χαρακτηριστικό ρόλο και στη «Στέλλα» του Κακογιάννη, με τη Μελίνα Μερκούρη. Ακόμη ένας πόντος για τον Αλεξανδράκη, ο οποίος πλέον καθιερώνεται ως πρωταγωνιστής.
Η δεκαετία του ΄60 μπαίνει μοναδικά για τον πρωταγωνιστή. Μόνο το 1960 θα πρωταγωνιστήσει σε πέντε ταινίες, μεταξύ των οποίων «Το κλωτσοσκούφι», με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, «Έγκλημα στα παρασκήνια» και «Υπόθεση Ντρέιφους». Τα επόμενα χρόνια θα γυρίσει μεγάλες επιτυχίες όπως το τολμηρό ερωτικό δράμα «Ίλιγγος», με τη Ζωή Λάσκαρη, αλλά και τρεις κωμωδίες με την Αλίκη Βουγιουκλάκη («Η ψεύτρα», «Το δόλωμα» και «Η σωφερίνα»). Θα πρωταγωνιστήσει με την Τζένη Καρέζη στο χαριτωμένο «Δεσποινίς Διευθυντής» και αμέσως τον επόμενο χρόνο πάλι με την Καρέζη στην απολαυστική κωμωδία «Μια τρελή, τρελή οικογένεια».
Η συνέχεια έχει ορισμένες ενδιαφέρουσες ταινίες, όπως το «Μία Ιταλίδα από την Κυψέλη» ή το «Ξύπνα Βασίλη», αλλά έχει αρχίσει και ο κατήφορος του λεγόμενου εμπορικού σινεμά. Αυτό, ωστόσο, που θα μπορούσε να παρατηρήσει κάποιος για τις ερμηνείες του Αλεξανδράκη τη χρυσή εποχή της δεκαετίας του ΄60 είναι ότι παίζει ίσα-ίσα για να είναι επαρκής. Πολλές φορές φαίνεται ότι κάνει αγγαρεία, ότι δυσανασχετεί με αυτά που παίζει. Εύπεπτες κωμωδίες, ανούσια δράματα και μελό, ταινίες φανερά ή κατά βάθος συντηρητικές, μονοδιάστατες, χωρίς ιδιαίτερες αξιώσεις, που απλώς έκοβαν εισιτήρια και πρόσφεραν γέλιο ή κλάμα στον «λαουτζίκο».
Το όνειρο…
Υπάρχει κάποιος λόγος που κρύβεται πίσω απ΄ αυτή την αποστασιοποίηση του Αλεξανδράκη; Θα πρέπει να γυρίσουμε στη σημαδιακή, γι΄ αυτόν, χρονιά του 1961. Είναι η χρονιά που ο Αλεξανδράκης επιχείρησε να σκηνοθετήσει και να χρηματοδοτήσει τη «Συνοικία το όνειρο», τη μοναδική του -τελικώς- ταινία. Ίσως την καλύτερη ταινία στην οποία πρωταγωνίστησε. Το σενάριο της οποίας υπέγραψαν ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης και ο συγγραφέα Κώστας Κοτζιάς, δύο γνωστοί κομμουνιστές και σκηνοθέτησε ο Αλεξανδράκης πάνω στα βήματα του κλασικού νεορεαλιστικού ιταλικού κινήματος. Παράλληλα, εδώ ο δημοφιλής πρωταγωνιστής πετάει από πάνω του τον χαρακτηρισμό του ζεν πρεμιέ και και πολλά χρήματα που είχε μαζέψει από τις εμπορικές ταινίες και το θέατρο, αλλά και κάποιες οικονομίες της τότε συζύγου του, της ηθοποιού αλλά και γνωστής αριστερής διανοούμενης Αλίκης Γεωργούλη.
Στην ΕΠΟΝ και στο βουνό
Αλλά ας τα πάρουμε απ΄ την αρχή. Ο Αλεξανδράκης ήταν δηλωμένος αριστερός και γνωστός στις αρχές από τη δραστηριότητά του. Είχε πει ότι «στην κατοχή ήμουν 12 χρόνων παιδί και τότε κυριαρχούσε το ΕΑΜ και η ΕΠΟΝ. Είχα τρομερή δράση. Κάποια στιγμή έφυγα και για το βουνό». Είχαν ειδοποιήσει τους γονείς του ότι τον έψαχναν οι Γερμανοί. Ανέβηκε στο βουνό μέχρι την Απελευθέρωση. Παραμένει ενεργά πολιτικοποιημένος. Τα Χριστούγεννα του 1961, κάνει μια δήλωση, που γίνεται πρώτη είδηση. Όταν ερωτάται από εφημερίδα «με ποιον θα ήθελε να κάνει Χριστούγεννα», ο δημοφιλής πρωταγωνιστής απαντά ότι «θα ήθελα να έκανα Χριστούγεννα μαζί με τον Μανώλη Γλέζο. Και αναφέρω αυτόν, γιατί για μένα ο Γλέζος είναι ένα σύμβολο». Ο Γλέζος, ο οποίος τότε βρισκότανε στη φυλακή, καταδικασμένος για κατασκοπεία, μένει κι αυτός έκπληκτος με τη θαρραλέα δήλωση του Αλεξανδράκη.
Ο ηθοποιός συμμετείχε στην πρώτη Μαραθώνια πορεία πίσω από τον Γρηγόρη Λαμπράκη και μετά τη δολοφονία του ειρηνιστή πολιτικού, συνυπέγραψε την Ιδρυτική Διακήρυξη της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη. Ο Αλεξανδράκης, παρότι είχε ασκήσει κριτική στην Αριστερά, αντιμετώπισε πολλά προβλήματα και στην περίοδο της επταετούς δικτατορίας, κατά τη διάρκεια της οποίας μπήκε στη μαύρη λίστα. Μάλιστα, πολλοί θιασάρχες δέχονταν απειλές για να μην τον πάρουν στο θέατρό τους.
Πάντως για τον Αλέκο Αλεξανδράκη, με τις τεράστιες επιτυχίες στο σινεμά και στο θέατρο, αλλά και στο γυναικείο πληθυσμό, η κορυφαία προσωπική και καλλιτεχνική στιγμή του θα έρθει το 1961 με την απόφασή του να σκηνοθετήσει για πρώτη φορά το νεορεαλιστικό δράμα «Συνοικία το Όνειρο», μία ταινία σταθμό για την καριέρα του, αλλά και μια από τις καλύτερες ταινίες στην ιστορία του ελληνικού σινεμά.
Στον Ασύρματο
Η ταινία γυρίστηκε, σε μια συνοικία στα Πετράλωνα, στον Ασύρματο, σε μια παραγκούπολη, μία από τις πολλές απ΄ αυτές που υπήρχαν εκείνη την εποχή στην Ελλάδα, που έβγαινε από τον εμφύλιο και προσπαθούσε να επουλώσει τις πληγές της. Η μεταπολεμική φτώχεια, το τεράστιο χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών, οι υποδομές που ήταν μόνο για τους αστούς ή τους εύπορους, το αστυνομικό κράτος, η περιθωριοποίηση κοινωνικών στρωμάτων και φυσικά η ανεργία, ήταν μερικά από τα θέματα που έθιγε ο σκηνοθέτης Αλεξανδράκης, πάνω στο δυνατό σενάριο των Λειβαδίτη- Κοτζιά. Θέματα που ήταν μη αποδεκτά από το καθεστώς της εποχής, που ήθελε αφενός να περνάει την εικόνα μίας χώρας που βάδιζε κοντά στο «οικονομικό θαύμα» της Ιταλίας και αφετέρου να κόψει τη φόρα στην ανερχόμενη τότε ΕΔΑ.
Σκηνοθετικά ο Αλεξανδράκης βάδισε πάνω στον ιταλικό νεορεαλισμό. Προσεκτικά, με σεβασμό στους μεγάλους Ιταλούς δημιουργούς και δίνοντας τη δική του σκηνοθετική οπτική χωρίς να θέλει να κάνει επίδειξη ή να εντυπωσιάσει με εύκολες λύσεις. Στην ταινία πρωταγωνιστεί ο ίδιος, αφήνοντας την όψη του ζεν πρεμιέ και φτιάχνοντας έναν τραγικό ήρωα, που θέλει να πιάσει την καλή με κομπίνες, για να φέρει πίσω την κοπέλα που αγαπά, την οποία ερμηνεύει έξοχα η Αλίκη Γεωργούλη. Σε σημαντικούς ρόλους ο αξεπέραστος Μάνος Κατράκης, η συγκλονιστικά εύθραυστη Αλέκα Παΐζη, αλλά και οι Κώστας Μπαλαδήμας, Σαπφώ Νοταρά, Βάσος Ανδρονίδης κ.ά.
Η διεύθυνση φωτογραφίας ήταν του Δήμου Σακελλαρίου, τα σκηνικά του Τάσου Ζωγράφου, την υπέροχη μουσική έγραψε ο Μίκης Θεοδωράκης, ενώ ακούγονται και πασίγνωστα τραγούδια του, όπως το «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», από τον αξεπέραστο Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Λογοκρισία και καταστροφή
Η ταινία λογοκρίθηκε άγρια από την κυβέρνηση της ΕΡΕ, κάτι που δεν δέχθηκε ο Αλεξανδράκης, με αποτέλεσμα να καταστραφεί οικονομικά τόσο ο ίδιος όσο και η Αλίκη Γεωργούλη, που είχε αναλάβει την επιμέλεια της παραγωγής και είχε διαθέσει όσα χρήματα είχε. Και οι δυο τους είχαν πιστέψει τόσο πολύ σε αυτή την ταινία και την απήχησή της στο κοινό, που δεν έκαναν οικονομίες στην παραγωγή, κάνοντας πολλά εξωτερικά γυρίσματα, χρησιμοποιώντας δεκάδες ηθοποιούς και συντελεστές, για την άρτια εκτέλεσή της. Σύμφωνα με τη Γεωργούλη, το κόστος της ταινίας άγγιξε το 1,5 εκατομμύριο δραχμές, όταν μία καλή παραγωγή τότε κόστιζε τα μισά.
Τελικά η κυβέρνηση επέτρεψε την προβολή της ταινίας μετά από παρέμβαση της εκδότριας Ελένης Βλάχου, αλλά οι εκτεταμένες παρεμβάσεις της λογοκρισίας την είχαν κάνει αγνώριστη. Ο Αλεξανδράκης είχε δηλώσει ότι «από τη στιγμή που κόπηκε, δεν με αφορά», αποκηρύσσοντας τη λογοκριμένη εκδοχή της. Πάντως, ακόμη και ως λογοκριμένη ταινία οι αρχές ασφαλείας έκαναν ότι μπορούσαν για να αποθαρρύνουν το κοινό να τη δει. Στην πρεμιέρα της, στο σινεμά Ράδιο Σίτυ, η αστυνομία έκοψε το ρεύμα, ενώ έξω απ΄ αυτό ασφαλίτες έκαναν προσαγωγές σε θεατές που έβγαιναν από το σινεμά.
Παρόλα αυτά η ταινία αποκόμισε θετικές κριτικές, ειδικά στο εξωτερικό, όπου χαιρετίστηκε ως γνήσιος λαϊκός κινηματογράφος, ενώ στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (τότε Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου) η ταινία κέρδισε το βραβείο καλύτερης φωτογραφίας και ο Μάνος Κατράκης το βραβείο Β΄ Ανδρικού Ρόλου.
Έτσι, μετά την κορυφαία περιπέτεια της ζωής του, ο Αλεξανδράκης ξαναγύρισε στα στούντιο της Φίνος Φιλμς πρωταγωνιστώντας σε κωμωδίες και δράματα, ταινίες χωρίς ιδιαίτερες αξιώσεις, παρότι ορισμένες απ΄ αυτές ήταν αξιόλογες παραγωγές στο πλαίσιο ενός ψυχαγωγικού και ανώδυνου σινεμά.
Μοναχικό τέλος
Η τελευταία στροφή της καλλιτεχνικής του πορείας θα συνοδευτεί με τη σχέση αγάπης και εκτίμησης που είχε με την ηθοποιό Νόνικα Γαληνέα, με την οποία θα μείνουν μαζί μέχρι το 1991 και ως θιασαρχικό ζευγάρι, συμπληρώνοντας σχεδόν 20 χρόνια χαράς και δημιουργίας.
Όταν η σχέση τους τέλειωσε, χωρίς θόρυβο ή δράματα, θα χωρίσουν και ο Αλεξανδράκης θα μείνει μόνος για το σκληρό τέλος μιας αξιοθαύμαστης ζωής. Μόνος χωρίς τις γυναίκες που λάτρεψε και κυρίως τον λάτρεψαν….
Χάρης Αναγνωστάκης