Η έντονη ανησυχία για την ανάπτυξη της Ευρωζώνης σε ένα περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού, βρίσκεται πίσω από τα επιχειρήματα όλων όσων εντός και εκτός ΕΚΤ, θεωρούν ότι παρά την συνεχή αποδυνάμωση του ευρώ θα είναι λάθος μια επιθετική πολιτική στο πεδίο των επιτοκίων από την ΕΚΤ.
Όλοι γνωρίζουν ότι το νομισματικό όπλο της αύξησης των επιτοκίων είναι αποτελεσματικό, όταν ο πληθωρισμός οφείλεται στην υπερβάλλουσα ζήτηση. Τότε, η Κεντρική Τράπεζα αυξάνει τα επιτόκια και η ρευστότητα και σταδιακά η ζήτηση μειώνονται και οι τιμές υποχωρούν. Στην παρούσα φάση, η άνοδος των τιμών είναι αποτέλεσμα μειωμένης προσφοράς (κυρίως σε ενεργειακά προϊόντα) η οποία έγινε ακόμη χαμηλότερη και επεκτάθηκε και σε βασικά τρόφιμα, μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία.
Συνεπώς, η μείωση των επιτοκίων περιορίζει την ρευστότητα σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις οι οποίες έχουν μειώσει από μόνοι τους την ζήτηση, αφού δεν έχουν πια την αγοραστική δύναμη να καταναλώσουν όσο νωρίτερα. Πολύ περισσότερο όταν κάτι τέτοιο , συμβαίνει αμέσως μετά την κρίση του κορονοϊού ο οποίος “πάγωσε” τα εισοδήματα, στα επίπεδα του 2019. Από την άλλη, η έλλειψη προσφοράς ενέργειας (κυρίως φυσικού αερίου) εξαρτάται περισσότερο από τον υβριδικό πόλεμο που διεξάγει η Μόσχα στην Ευρώπη και λιγότερο, από τις διαθέσιμες ποσότητες πετρελαίου και φυσικού αερίου. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και αν οι υποδομές συμπληρώνονταν και η άντληση σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο εντατικοποιούνταν, η Ευρώπη θα συνέχιζε να έχει ενεργειακό πρόβλημα για τους επόμενους μήνες.
Σε ο,τι αφορά το ζητούμενο, δηλαδή την συγκράτηση των τιμών, τα αποτελέσματα κάθε άλλο παρά ενθουσιάζουν. Μετά την πρώτη αύξηση των επιτοκίων κατά 0,50% (ενώ όλοι περίμεναν μια πρώτη αύξηση 0,25% ) τον Ιούλιο, ο πληθωρισμός συνέχισε να αυξάνεται φτάνοντας τον Αύγουστο στο 9,1% από 8,9% τον Ιούλιο.
Το σύννεφο του αποπληθωρισμού
Ο Έλληνας κεντρικός Τραπεζίτης και μέλος του ΔΣ της ΕΚΤ κ. Γιάννης Στουρνάρας έχει μιλήσει εδώ και καιρό για το περιβάλλον αποπληθωρισμού, το οποίο απειλεί την Ευρώπη. Στην παρούσα φάση, τάσσεται με αυτούς που πιστεύουν ότι θα ήταν επικίνδυνημια απότομη αύξηση των επιτοκίων του ευρώ.
Ο Γάλλος Πρόεδρος κ. Εμμανουέλ Μακρόν, προειδοποίησε για το “τέλος της αφθονίας”, ο διευθύνοντας σύμβουλος της Shell, κ. Ben van Beurden, προανήγγειλε πολλούς δύσκολους χειμώνες χωρίς το Ρωσικό φυσικό αέριο. Συνεπώς η προσπάθεια απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα της Ρωσίας θα είναι δύσκολη, και ο πληθωρισμός έχει πολλές πιθανότητες να παραμείνει σε υψηλά επίπεδα για άλλα 2-3 χρόνια.
Με σταθερά υψηλά επίπεδα τιμών ως το 2024 ή το 2025, το μόνο που λείπει είναι η μηδενική ή αρνητική ανάπτυξη για να μιλήσει κανείς για αποπληθωρισμό. Σε αυτή την φάση, πιο επικίνδυνη να μπούν σε ένα τέτοιο φαύλο κύκλο είναι η Γερμανία και η Ιταλία λόγω υψηλής εξάρτησης από ρωσικό φυσικό αέριο, οι χώρες τη Βαλτικής και στην συνέχεια μια σειρά χωρών της κεντρικής Ευρώπης, μεταξύ των οποίων και η προέδρευσα της ΕΕ Τσεχία.
Η διαφορά της Ελλάδας
Η Ελλάδα, έχοντας βιώσει διαδοχικές κρίσεις που ξεκίνησαν από τα μνημόνια, τα οποία διαδέχθηκε η πανδημία του κορονοϊού και τώρα η ενεργειακή κρίση, έχει περάσει σε φάση ανάκαμψης από το 2021 με ανάπτυξη 8,3%, η οποία θα συνεχιστεί και φέτος, με το ΑΕΠ της να αναμένεται να αυξηθεί σε ποσοστό κοντά στο 5%.
Σίγουρα, η χώρα δεν μπορεί να αποφύγει τον εισαγόμενο πληθωρισμό από τις πολύ υψηλές τιμές πετρελαίου και φυσικού αερίου, ούτε και τα απαραίτητα μέτρα στήριξης της πραγματικής ευκαιρίας. Έχει όμως την ευκαιρία, να διατηρήσει την ανάπτυξη της με θετικό πρόσημα , εκμεταλλευόμενη τα 70 δισ. ευρώ των αναπτυξιακών πόρων από την ΕΕ μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και του νέου ΕΣΠΑ. Επίσης μπορεί να εκμεταλλευτεί το αποτέλεσμα μεταρρυθμίσεων που έχουν γίνει και το χαμηλό επίπεδο αμοιβών για να προσελκύσει ξένες επενδύσεις. Τα “εργαλεία” αυτά , με τον κατάλληλο χειρισμό , μπορούν να απομακρύνουν το κίνδυνο του αποπληθωρισμού.
Πηγή: capital.gr