Κυρώθηκαν από την Ολομέλεια της Βουλής, με ευρεία πλειοψηφία, οι αμυντικές συμφωνίες του υπουργείου Εθνικής Αμυνας με Ιταλία, Κύπρο και Ισραήλ.
Οι εν λόγω συμβάσεις αφορούν:
- Πρώτον, την τεχνική διευθέτηση του τομέα της ακαδημαϊκής έρευνας μεταξύ του υπουργείου Εθνικής Αμυνας εκπροσωπούμενου από τη Σχολή Εθνικής Αμυνας (ΣΕΘΑ) και του υπουργείου Αμυνας της Ιταλικής Δημοκρατίας (εκπροσωπούμενου από το Στρατιωτικό Κέντρο Στρατηγικών Μελετών) που είχε υπογραφεί στις 29/11/2017 στην Αθήνα.
- Δεύτερον, την συμφωνία με την Κυπριακή Δημοκρατία όπου επιδιώκεται η εξειδίκευση κανονισμών προστασίας των διαβαθμισμένων πληροφοριών μεταξύ της χώρας μας και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Καθορίζονται ειδικότερα, όροι και προϋποθέσεις που διέπουν την αμοιβαία προστασία διαβαθμισμένων πληροφοριών. Δημιουργείται ένα κοινό πλαίσιο μεταξύ των μερών, που περιλαμβάνει θέματα όπως η διαβάθμιση ασφαλείας, τα λαμβανόμενα μέτρα προστασίας, η διαβίβαση, πρόσβαση, αναπαραγωγή, μετάφραση, αλλά και καταστροφή όταν χρειάζεται, των διαβαθμισμένων εγγράφων και εν γένει πληροφοριών.
- Τρίτον, τη συμφωνία με το κράτος του Ισραήλ για τον καθορισμό πλαισίου και γενικών όρων που διέπουν τη συνεργασία της Υδρογραφικής Υπηρεσίας του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού και του υδρογραφικού κλάδου του Πολεμικού Ναυτικού του Ισραήλ.
Παναγιωτόπουλος: Αναβαθμίζεται ο ρόλος της ΣΕΘΑ
Όσον αφορά στην πρώτη συμφωνία, όπως τόνισε ο υπουργός Εθνικής Αμυνας, Νίκος Παναγιωτόπουλος, επιδιώκεται ο καθορισμός των όρων και της διαδικασίας που θα διέπει την συνεργασία στον ακαδημαϊκό τομέα της ΣΕΘΑ αφενός και του Στρατιωτικού Κέντρου Στρατηγικών Μελετών της Ιταλίας αφετέρου. Πρόκειται για μια τεχνική διευθέτηση η οποία, μεταξύ άλλων, προβλέπει συνεργασία και αμοιβαία ενημέρωση για ερευνητικά προγράμματα μεταξύ των δύο μερών. Επίσης, τονίζεται η προσήλωση των μερών σε ένα κοινό ακαδημαϊκό όραμα και αξίες. Παρέχεται η δυνατότητα ανταλλαγής προσκλήσεων για εκδηλώσεις διαφόρων ειδών, με σκοπό την περαιτέρω προώθηση της συνεργασίας τους. Καθιερώνεται η υποχρέωση παροχής υποστήριξης και κάθε δυνατής συνδρομής και διευκόλυνσης από αμφότερα τα μέλη σε κάθε ερευνητή που έχει αναλάβει την διεξαγωγή έρευνας στο άλλο μέρος. Ρυθμίζονται ζητήματα χρηματοδότησης της συνεργασίας αυτής. Γίνεται κάλυψη των εξόδων των πραγματοποιούμενων ερευνητικών δραστηριοτήτων. Καθορίζεται το νομικό καθεστώς του στρατιωτικού και πολιτικού προσωπικού του κράτους αποστολής κατά την παραμονή τους στο κράτος υποδοχής για την εκτέλεση κάποιου έργου στο πλαίσιο αυτής της συνεργασίας.
«Είναι προφανές ότι μέσα από αυτήν τη συμφωνία αναβαθμίζεται ο ρόλος της ΣΕΘΑ ως ενός εκ των κορυφαίων επιστημονικών φορέων επί θεμάτων αμυντικής πολιτικής και εθνικής στρατηγικής. Αναβαθμίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο και το κύρος των Ενόπλων Δυνάμεων μας, τα κορυφαία στελέχη των οποίων, ως γνωστόν, φοιτούν στη ΣΕΘΑ» ανέφερε ο υπουργός Εθνικής Άμυνας. «Επίσης, από την δραστηριότητα που θα αναπτυχθεί μεταξύ των μερών, αναμένεται βάσιμα να αντλήσουν χρήσιμες γνώσεις, εμπειρία και τεχνογνωσία που θα μπορούν να αξιοποιηθούν από τις Ένοπλες Δυνάμεις. Ασφαλώς πρόκειται και για μία δραστηριότητα εξωστρέφειας των Ενόπλων Δυνάμεων και δεν νομίζω ότι η συνεργασία με την Ιταλία, είναι κακό ή βλαπτικό για το εθνικό συμφέρον ζήτημα, δεδομένου ότι οι Ιταλοί είναι και εταίροι στη Μεσόγειο, είναι και εταίροι και στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ΝΑΤΟ και όπως και να το κάνουμε πρέπει να αναζητούμε κάθε τρόπο προσέγγισης με αυτές τις χώρες με τις οποίες λίγο-πολύ μοιραζόμαστε τις αυτές αντιλήψεις για την ασφάλεια και σταθερότητα στην περιοχή. Το επιχείρημα ότι ‘μιλάνε με τους Τούρκους, άρα να μην συνεργαζόμαστε μαζί τους’ για μένα δεν ευσταθεί. Αντιθέτως ένας λόγος παραπάνω να επιδιώκουμε προσέγγιση και συνεργασία μαζί τους είναι και αυτός, το ότι δηλαδή έχουν σχέσεις με την Τουρκία ή εμπορικές συναλλαγές. Ο καθένας άλλωστε προωθεί τα δικά του συμφέροντα και εμείς προωθούμε τα δικά μας – και η προσέγγιση με την Ιταλία νομίζω ότι τα εξυπηρετεί», συμπλήρωσε ο κ. Παναγιωτόπουλος.
Με την δεύτερη Συμφωνία θεσπίζονται ειδικότεροι κανόνες σχετικά με τη σύναψη διαβαθμισμένων συμβάσεων από τα μέρη. Καθορίζεται η ακολουθητέα διαδικασία σε περίπτωση που διαπιστωθεί τυχόν παραβίαση ασφαλείας. Προφανώς – όπως είπε ο κ. Παναγιωτόπουλος – στη συμφωνία αντικατοπτρίζονται οι άριστες σχέσεις μεταξύ της χώρας μας και της Κυπριακής Δημοκρατίας, καλύπτεται ένα σημαντικό νομικό κενό που υφίσταται στον ιδιαίτερα νευραλγικό τομέα της αμοιβαίας προστασίας και ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των δύο χωρών, και η υπογραφή συμβάλλει καταλυτικά στην εδραίωση στενότερης συνεργασίας αναφορικά με θέματα ανταλλαγής πληροφοριών και εκτιμήσεων επί γεγονότων κοινού ενδιαφέροντος μεταξύ των δύο χωρών.
«Έτσι αναβαθμίζονται περαιτέρω οι σχέσεις μας με την Κύπρο. Είναι γνωστή η αδελφική – όχι στρατηγική, αλλά αδελφική – σχέση μεταξύ των δύο χωρών στη γεωπολιτική σκακιέρα και στο σύνθετο γεωπολιτικό περιβάλλον της Ανατολικής Μεσογείου και προφανώς δι’ αυτής της συμφωνίας προάγονται επιπλέον και οι επιδιώξεις και οι στοχεύσεις της στρατιωτικής διπλωματίας, όπως έχουν καταγραφεί στο πλαίσιο πολιτικής εθνικής άμυνας», τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Παναγιωτόπουλος.
Σχετικώς με την συμφωνία με το κράτος του Ισραήλ, η οποία αφορά στον καθορισμό των επιμέρους τομέων συνεργασίας των μερών, στη ρύθμιση ζητημάτων διακίνησης και ανταλλαγής πληροφοριών, ο υπουργός Εθνικής Αμυνας ανέφερε ότι συμβάλλει στην ενίσχυση της θαλάσσιας ασφάλειας και στην προστασία του περιβάλλοντος στην ευρύτερη και ευαίσθητη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, διευκολύνει την ανταλλαγή πληροφοριών και υλικού μεταξύ των μερών και την από κοινού ανάπτυξη και εκτέλεση προγραμμάτων στα πεδία της ωκεανογραφίας και υδατογραφίας.
«Προφανώς μέσα από αυτή τη συμφωνία αντικατοπτρίζεται για άλλη μια φορά η άριστη σχέση και η στρατηγική σχέση Ελλάδας και Ισραήλ και θεσπίζεται συνεργασία σε έναν επιπλέον τομέα πέραν των υφιστάμενων. Νομίζω ότι είναι καλό γενικώς, διότι, καθότι αυτές οι υπηρεσίες διοικητικά υπάγονται στο Πολεμικό Ναυτικό των δύο χωρών, είναι άλλη μία ευκαιρία προσέγγισης των αντίστοιχων κλάδων των δύο χωρών», προσέθεσε ο κ. Παναγιωτόπουλος και κατέληξε εκφράζοντας την εκτίμηση ότι από τις συμφωνίες αυτές προάγονται και ικανοποιούνται, τόσο οι επιδιώξεις της ιδιαίτερα εντατικής στρατιωτικής διπλωματίας, που άλλωστε αποτυπώνεται για το αποτέλεσμα στις συμφωνίες αυτές, όσο και της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, όπως αυτές έχουν ήδη καταγραφεί στο πλαίσιο της ΠΕΑ, της Πολιτικής Εθνικής Αμυνας.