Ενδεικτικό της απόστασης που εξακολουθεί να χωρίζει την Ελλάδα από τους εταίρους της είναι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης. Από το 93,4% του μέσου όρου της ΕΕ το 2009, το μέγεθος αυτό κατέρρευσε στη διάρκεια της κρίσης και, παρά τη βελτίωση των τελευταίων ετών, παραμένει σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, φθάνοντας μόλις το 69,4% το 2024. Η εικόνα αυτή υπογραμμίζει ότι η ανάκαμψη δεν συνοδεύτηκε από ισχυρή πραγματική σύγκλιση, αλλά κινείται με βραδύ και εύθραυστο ρυθμό.
Κεντρικό ρόλο σε αυτή την υστέρηση διαδραματίζει η παραγωγικότητα της εργασίας, η οποία αποτελεί βασικό παράγοντα για τη βιώσιμη αύξηση των μισθών και τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας. Παρά τη σημαντική αύξηση της απασχόλησης και τις εκτεταμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν κυρίως στην αγορά εργασίας, η παραγωγικότητα στην Ελλάδα παραμένει σταθερά χαμηλότερη από τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Τα στοιχεία δείχνουν ότι, για ολόκληρη την περίοδο 1995-2024, η ελληνική παραγωγικότητα υστερεί τόσο ανά εργαζόμενο όσο και ανά ώρα εργασίας.
Την περίοδο 2000-2009, πριν από την εκδήλωση της κρίσης, η Ελλάδα εμφάνιζε σταδιακή σύγκλιση, καθώς η παραγωγικότητα ανά εργαζόμενο έφθασε το 66% του μέσου όρου της ζώνης του ευρώ. Η δυναμική αυτή ανατράπηκε βίαια τα επόμενα χρόνια, με τον σχετικό δείκτη να υποχωρεί κάτω από το 50% προς το τέλος της προηγούμενης δεκαετίας. Έκτοτε παρατηρείται μια αργή και εύθραυστη βελτίωση, με το ποσοστό να ανέρχεται στο 51% το 2024, χωρίς ωστόσο να διαφαίνεται ουσιαστική επιτάχυνση.
Ακόμη πιο ανησυχητική είναι η εικόνα όταν η παραγωγικότητα μετράται ανά ώρα εργασίας. Παρότι ο μέσος Έλληνας εργάζεται περισσότερες ώρες από τον μέσο Ευρωπαίο, η παραγωγή που αντιστοιχεί σε κάθε ώρα εργασίας είναι ιδιαίτερα χαμηλή. Το 2024, η παραγωγικότητα της εργασίας ανά ώρα στην Ελλάδα διαμορφώθηκε μόλις στο 39% του μέσου όρου της ευρωζώνης, αναδεικνύοντας διαρθρωτικές αδυναμίες που δεν καλύπτονται από την απλή αύξηση του χρόνου εργασίας.
Η απόκλιση αυτή αντανακλάται και στο μοναδιαίο κόστος εργασίας. Για μεγάλο μέρος των τελευταίων τριών δεκαετιών, οι αμοιβές αυξάνονταν ταχύτερα από την παραγωγικότητα, οδηγώντας σε επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας και σε πληθωριστικές πιέσεις. Μετά το 2013, η εικόνα αντιστράφηκε κυρίως λόγω της μείωσης των μισθών, ωστόσο τα δύο τελευταία χρόνια καταγράφεται εκ νέου άνοδος του μοναδιαίου κόστους εργασίας, σε συνδυασμό με στάσιμη ή ελαφρώς μειούμενη παραγωγικότητα.
Σε κλαδικό επίπεδο, οι διαφοροποιήσεις είναι έντονες. Οι κατασκευές εμφανίζουν τη μεγαλύτερη αύξηση παραγωγικότητας, ενώ η μεταποίηση ξεχωρίζει ως πιο εξωστρεφής και δυναμικός κλάδος, με καλύτερες επιδόσεις σε σχέση με τη βιομηχανία συνολικά. Αντίθετα, το εμπόριο, ο τουρισμός και η πρωτογενής παραγωγή παρουσιάζουν μείωση της παραγωγικότητας και υψηλή αύξηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας, επιβαρύνοντας τη συνολική εικόνα της οικονομίας.
Σύμφωνα με την ενδιάμεση έκθεση της Τράπεζα της Ελλάδος, η χαμηλή παραγωγικότητα οφείλεται τόσο στη χαμηλή συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών όσο και στη μειωμένη ένταση κεφαλαίου. Η πολυετής αποεπένδυση της περιόδου της κρίσης έχει διαβρώσει την κεφαλαιακή βάση, ενώ η οικονομία εξακολουθεί να στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε κλάδους χαμηλής προστιθέμενης αξίας και σε μικρές επιχειρήσεις με περιορισμένη εξωστρέφεια.
Παρά το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται πλέον σε ανοδική φάση του οικονομικού κύκλου, τα στοιχεία καταδεικνύουν ότι χωρίς ουσιαστική ενίσχυση της παραγωγικότητας, η σύγκλιση με την Ευρώπη θα παραμείνει ζητούμενο.