Ενημερωτικό Portal του Ράδιο Γάμμα 94 FM, Πάτρα
 

Ανασχηματισμός στην Φρανκφούρτη: Οι «μνηστήρες» για τη διαδοχή της Κριστίν Λαγκάρντ – Όλα τα ονόματα

Η μάχη για τη διαδοχή της Κριστίν Λαγκάρντ στην προεδρία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έχει ήδη ξεκινήσει, με Ισπανία, Γερμανία και Ολλανδία να τοποθετούνται για τον νέο συσχετισμό δυνάμεων στη Φρανκφούρτη.

Στο τραπέζι βρίσκονται ισχυρά ονόματα και παρασκηνιακές διεργασίες που αναμένεται να καθορίσουν την επόμενη ηγεσία της ΕΚΤ.

Όπως αναφέρει το politico, η εκκίνηση για την κούρσα διαδοχής της Κριστίν Λαγκάρντ στην προεδρία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας το 2027 βρίσκεται προ των πυλών, με δύο ισχυρές χώρες που δεν έχουν ποτέ καταλάβει τη θέση να εμφανίζονται ως οι βασικότεροι διεκδικητές: την Ισπανία και τη Γερμανία.

Η Μαδρίτη διατηρεί αξιοσημείωτη σιωπή σχετικά με την πρόταση αντικαταστάτη για τον εκπρόσωπό της στο Εκτελεστικό Συμβούλιο, Λουίς ντε Γκίντος, ο οποίος ετοιμάζεται να αποχωρήσει από τη θέση του αντιπροέδρου τον Ιούνιο. Η στάση αυτή έχει τροφοδοτήσει φήμες στις αγορές και στους κύκλους χάραξης πολιτικής ότι η τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης στοχεύει σε κάτι υψηλότερο.

Τα επόμενα δύο χρόνια η ΕΚΤ αναμένεται να περάσει από σημαντικό ανασχηματισμό ηγεσίας, δημιουργώντας μια σπάνια ευκαιρία για τις κυβερνήσεις να τοποθετήσουν πρόσωπα της εμπιστοσύνης τους στην κορυφή ενός από τα ισχυρότερα θεσμικά όργανα της ΕΕ.

Η θέση του ντε Γκίντος θα κενωθεί τον Μάιο του επόμενου έτους, ενώ το 2027 θα ακολουθήσουν το πόστο του επικεφαλής οικονομολόγου, η προεδρία και η κρίσιμη διεύθυνση αγορών.

Ενώ η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιταλία έχουν διαχρονικά μία από τις έξι περιζήτητες θέσεις στο Εκτελεστικό Συμβούλιο, η Ισπανία έχει μείνει χωρίς εκπροσώπηση για έξι χρόνια. Αν παραμείνει σιωπηλή καθώς οι υπόλοιπες θέσεις καλύπτονται, αυτό θα αποτελεί ξεκάθαρη ένδειξη ότι διεκδικεί την κορυφή.

Το ισπανικό υπουργείο Οικονομίας απέφυγε να σχολιάσει ευθέως, τονίζοντας ωστόσο ότι «η Ισπανία παραμένει σταθερά προσηλωμένη στο να έχει ισχυρή και ουσιαστική παρουσία σε καίριους ευρωπαϊκούς θεσμούς, όπως έχει πράξει σταθερά μέχρι σήμερα».

Το στοίχημα για την προεδρία ενέχει ρίσκο για τη Μαδρίτη και ο ανταγωνισμός είναι σκληρός, ιδίως επειδή και η Γερμανία, η οποία επίσης δεν έχει ποτέ αναλάβει την κορυφαία θέση της ΕΚΤ, ενδέχεται να επιδιώξει την ευκαιρία.

Για πρώτη φορά, η Ισπανία διαθέτει έναν πολύ ισχυρό υποψήφιο: τον Πάμπλο Ερνάντεθ ντε Κος, πρώην διοικητή της Τράπεζας της Ισπανίας και νυν γενικό διευθυντή της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (BIS).

Ο Πάμπλο Ερνάντεθ ντε Κος – AP Photo/Manu Fernandez

Καθοδηγούμενος από τον πρώην πρόεδρο της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, ο ντε Κος αποκατέστησε το κύρος της Τράπεζας της Ισπανίας μετά από μια σειρά λαθών πριν και κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Η επιτυχία του αναγνωρίστηκε εμμέσως με τον διορισμό του για δύο θητείες στην προεδρία της Επιτροπής της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία (BCBS), του παγκόσμιου φορέα που θέτει τα πρότυπα για τη ρύθμιση των τραπεζών.

Ωστόσο, αναπόφευκτα, η σκιά του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ πλανάται πάνω από το ζήτημα. Η μετακίνηση του ντε Κος στην ΕΚΤ μπορεί να στοιχίσει στην Ευρώπη την ηγεσία της BIS.

Με δεδομένη τη φθίνουσα βαρύτητα της Ευρώπης στην παγκόσμια οικονομία, ο Τραμπ μπορεί να πείσει άλλους ότι, με το ΔΝΤ, την BCBS και το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας ήδη υπό ευρωπαϊκή ηγεσία, η Γηραιά Ήπειρος έχει ήδη περισσότερα κορυφαία πόστα από όσα της αναλογούν.

Παρότι όχι τόσο ισχυρή, η BIS είναι ένας εξόχως αξιόλογος θεσμός, με μοναδική εποπτική εικόνα για τις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές ροές. Δύο πρόσωπα που γνωρίζουν τη σκέψη της ΕΚΤ ανέφεραν στο POLITICO ότι η σημερινή ηγεσία της Τράπεζας ανησυχεί σοβαρά για τον κίνδυνο απώλειας μιας θέσης που παραδοσιακά κατείχε Ευρωπαίος.

Η γερμανική στιγμή

Πολλά θα κριθούν από τη Γερμανία, η οποία, όπως και η Ισπανία, δεν έχει ποτέ αναλάβει την προεδρία της ΕΚΤ. Η γερμανική κυβέρνηση θα διαμορφώσει «εν ευθέτω χρόνω» άποψη, αλλά προς το παρόν δεν θα μπει σε εικασίες, όπως δήλωσε εκπρόσωπος της.

Οι προηγούμενοι γερμανοί διεκδικητές, Άξελ Βέμπερ και Γενς Βάιντμαν, «κάηκαν» από την αδιάλλακτη προσήλωσή τους στη συντηρητική νομισματική ορθοδοξία σε περιόδους κρίσης. Σήμερα όμως, μετά το χειρότερο κύμα πληθωρισμού στην Ευρώπη εδώ και μισό αιώνα, το κλίμα μοιάζει πολύ πιο ευνοϊκό για έναν πιο «γεράκι» πρόεδρο.

Ο νυν επικεφαλής της BundesbankΓιοάχιμ Νάγκελ, θα ήταν η προφανής επιλογή. Πιο μετριοπαθής από Βέμπερ και Βάιντμαν, ενδεχομένως να γινόταν ευκολότερα αποδεκτός από άλλα κράτη μέλη.

Ο Γιοάχιμ Νάγκελ – AP Photo/Jose Luis Magana

Ωστόσο, ο Νάγκελ, στέλεχος του SPD, του μικρότερου κυβερνητικού εταίρου, έχει επανειλημμένα ενοχλήσει τον καγκελάριο Φρίντριχ Μερτς, πρόσφατα εκφράζοντας υποστήριξη στην κοινή ευρωπαϊκή έκδοση χρέους για την χρηματοδότηση αμυντικών προγραμμάτων.

Όπως ο ντε Κος, έτσι και ο Νάγκελ μπορεί να αντιμετωπίσει ενδοχώρα ανταγωνισμό. Ο Λαρς-Χέντρικ Ρέλερ, πρώην επικεφαλής οικονομικός σύμβουλος της Άνγκελα Μέρκελ και ακόμη ισχυρή φιγούρα στη γερμανική πολιτική σκηνή, έχει «προωθήσει» τον Γεργκ Κούκις, πρώην υφυπουργό Οικονομικών επί Όλαφ Σολτς.

Ο Γεργκ Κούκις – AP Photo/Jose Luis Magana

Παρότι επίσης σοσιαλδημοκράτης, ο Κούκις συνδέεται εμφανώς με τη δεξιά πτέρυγα του κόμματος και δεν έχει έρθει πρόσφατα σε δημόσια αντιπαράθεση με τον Μερτς. Θα μπορούσε να είναι αποδεκτός από τον καγκελάριο, όπως ανέφερε στο POLITICO πρόσωπο προσκείμενο στον Μερτς.

Η άρτια γνώση αγγλικών, το διδακτορικό του στα χρηματοοικονομικά από το Πανεπιστήμιο του Σικάγο και η θητεία του ως επικεφαλής της Goldman Sachs Γερμανίας ενισχύουν την υποψηφιότητά του.

Ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι ότι, σε πρόσφατη δημόσια εκδήλωση στο Βερολίνο, ο διοικητής της Τράπεζας της Γαλλίας, Φρανσουά Βιλερουά ντε Γκαλό, άφησε να εννοηθεί ότι ο Ρέλερ «προωθεί» και μία Γερμανίδα για την προεδρία.

Αυτή πιθανότατα είναι η Ιζαμπέλ Σνάμπελ, νυν επικεφαλής αγορών της ΕΚΤ, η οποία φέρεται επίσης να ενδιαφέρεται. Ωστόσο, κανονικά κανείς δεν μπορεί να υπηρετήσει δεύτερη θητεία στο Εκτελεστικό Συμβούλιο, άρα θα χρειαζόταν νομικό παραθυράκι. Με δεδομένες τις εναλλακτικές υποψηφιότητες και τις επιφυλάξεις άλλων κρατών, πρώην μέλος του Συμβουλίου εκτιμά ότι δεν υπάρχει ξεκάθαρος λόγος να ρισκάρει η Γερμανία.

Η Ιζαμπέλ Σνάμπελ – EPA/HAYOUNG JEON

Σε κάθε περίπτωση, το Βερολίνο ίσως προτιμήσει να στηρίξει ένα «γεράκι» από άλλη χώρα, ώστε να αποφύγει πιέσεις να παραχωρήσει πρόωρα την προεδρία της Κομισιόν: η θητεία της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ολοκληρώνεται το 2029.

Η ολλανδική υποψηφιότητα

Στη σκηνή εισέρχεται ο Κλάας Κνοτ, ο οποίος αποχώρησε από την προεδρία της κεντρικής τράπεζας της Ολλανδίας τον Ιούνιο μετά από 14 χρόνια. Ο Κνοτ, πρώην πρόεδρος του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, όπως και ο Ντράγκι, διαθέτει βαθιά θεσμική εμπειρία και εξειδίκευση στη νομισματική πολιτική. Μάλιστα, τον περασμένο μήνα απέσπασε θερμά σχόλια από τη Λαγκάρντ, η οποία σημείωσε ότι «διαθέτει το μυαλό», την αντοχή αλλά και την «σπάνια» και «απολύτως αναγκαία» ικανότητα να ενώνει ανθρώπους.

Ο Κλάας Κνοτ – Kiyoshi Ota/Pool Photo via AP

Τα περισσότερα εμπόδια στον δρόμο του φαίνονται διαχειρίσιμα: παρότι ακολούθησε σκληρή γραμμή στη διάρκεια της κρίσης της Ευρωζώνης, έγινε πιο ευέλικτος και ομαδικός παίκτης στη δεύτερη θητεία του. Και παρότι η Ολλανδία θα έχει ακόμη εκπρόσωπο στο Εκτελεστικό Συμβούλιο, τον Φρανκ Έλντερσον, όταν ανοίξει η θέση της προεδρίας, αντίστοιχο ζήτημα είχε διευθετηθεί εύκολα το 2011, όταν ο Μπίνι Σμάγκι αποχώρησε νωρίτερα για να ανοίξει τον δρόμο στον Ντράγκι.

Το μοναδικό πραγματικό μειονέκτημα του Κνοτ είναι ότι αυτή τη στιγμή βρίσκεται εκτός του στενού πυρήνα της ευρωπαϊκής νομισματικής πολιτικής.

«Θα πρέπει να βρει τρόπο να παραμείνει ορατός και σχετικός μέχρι τότε», δήλωσε πρώην μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου.

Πάντως, εξακολουθεί να διατηρεί κρίσιμες επαφές: συμβουλεύει τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (το ταμείο διάσωσης της ΕΕ) για τη στρατηγική του, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών σε υποψήφιες προς ένταξη χώρες, ενώ παραμένει ιδιαίτερα ενεργός ως ομιλητής, μόνο στον ετήσιο κύκλο του ΔΝΤ τον περασμένο μήνα συμμετείχε σε πέντε εκδηλώσεις.

Ωστόσο, δύο χρόνια είναι πολύς χρόνος στην ευρωπαϊκή πολιτική.

Μοιραστείτε το άρθρο
Χωρίς σχόλια

Αφήστε ένα σχόλιο