Του Μάνου Λαμπράκη
Πόσο θλιβερό είναι η ελληνική δημόσια σφαίρα να εξακολουθεί να κατασκευάζει μικρές σκηνές επιτελεστικής αυταπάτης, όπου η πολιτική εξουσία δανείζεται την υποτιθέμενη «λάμψη» ενός καλλιτέχνη για να επισκευάσει ρωγμές οι οποίες πλέον δεν καλύπτονται ούτε με τις πιο επίμονες δημοσκοπικές ωραιοποιήσεις.
Και πιο εντυπωσιακό ακόμη είναι ότι για το εγχείρημα αυτό επελέγη ο Γιάννης Μπέζος, ο οποίος —με τη χαρακτηριστική αίσθηση αμήχανης αυθεντίας που τον συνοδεύει εδώ και δεκαετίες— παρουσιάζεται περίπου ως ο καθρέφτης του «σύγχρονου Έλληνα», ένα είδος πολιτιστικού μεσάζοντα ανάμεσα στον πρωθυπουργό και την κοινωνία, λες και όλη η χώρα ζητούσε έναν ηθοποιό να της εξηγήσει την καθημερινότητα.
Η ειρωνεία είναι ότι αυτό το κάλεσμα δεν προέκυψε από καλλιτεχνική γενναιοδωρία, αλλά από την ανάγκη ενός πολιτικού συστήματος να κρυφτεί πίσω από μια μορφή «ήπιας δημοφιλίας», όσο συμβατικής, άοσμης και προβλέψιμης κι αν είναι.
Διότι ο Μπέζος, όσο κι αν αναγορεύεται σε σοφό της διπλανής πόρτας, κουβαλά πάντοτε εκείνη την περίεργη ψυχρότητα ενός ανθρώπου που μοιάζει να συναλλάσσεται με την ιδέα της τέχνης περισσότερο παρά με την ίδια την τέχνη, ενός ανθρώπου που οικειοποιείται την εικόνα της «πολιτιστικής εγκυρότητας» χωρίς να αναλαμβάνει ποτέ τον κίνδυνο να την υπερασπιστεί πραγματικά.
Κάπως έτσι η ίδια η εξουσία τον επιλέγει ως ιδανικό όχημα για έναν πρωθυπουργό ο οποίος έχει ανάγκη —όσο ποτέ— από μια συναισθηματική γέφυρα με την κοινωνία. Είναι σαν να θεωρεί ο Μητσοτάκης ότι ο συγκεκριμένος ηθοποιός, με το διαχρονικά στεγνό και αποστειρωμένο του ύφος, διαθέτει τη δύναμη να εξημερώσει τη δυσπιστία των πολιτών και ότι ο Μπέζος, με το παλαιικού τύπου τηλεοπτικό του αποτύπωμα, μπορεί να μετατραπεί σε κοινωνικό επιταχυντή της πολιτικής νομιμοποίησης. Μια αφελής —και ταυτόχρονα βαθιά κυνική— λογική που φανερώνει πόσο ασθενικά αντιλαμβάνονται στο περιβάλλον Μητσοτάκη το εύρος και την ένταση της κοινωνικής αποξένωσης.
Όταν λοιπόν ο κυβερνητικός μηχανισμός κατασκευάζει μια σκηνή όπου ο πρωθυπουργός «διαλέγεται» με έναν καλλιτέχνη για τα προβλήματα του σύγχρονου Έλληνα, δεν παράγει πολιτικό στοχασμό αλλά έναν θεατρικό αντικατοπτρισμό: ένα σχήμα που υποδύεται την αυθεντικότητα ενώ είναι απολύτως ελεγχόμενο ως προς το περιεχόμενο, το ύφος και την καταληκτική του λειτουργία.
Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για διάλογο. Πρόκειται για μια συμμετρική ανταλλαγή συμβόλων μεταξύ πολιτικής εξουσίας και πολιτισμικού κεφαλαίου, όπου ο ένας δανείζει στον άλλον το κομμάτι της αυθεντίας που του λείπει.
Ο Μπέζος παρέχει την ψευδαίσθηση της πολιτισμένης συνομιλίας και ο πρωθυπουργός παρέχει την ψευδαίσθηση της κοινωνικής ενσυναίσθησης. Και μέσα σε αυτή την αμοιβαία σκηνοθεσία, η κοινωνία παραμένει εξόριστη — ένα αναγκαίο άλλοθι χωρίς πρόσβαση στη σκηνή.
Διότι η ρίζα του προβλήματος δεν είναι ότι ο Μπέζος επιλέγεται για έναν τέτοιο ρόλο. Είναι ότι το πολιτικό σύστημα θεωρεί πως ένας τέτοιος ρόλος αρκεί. Ότι μπορεί ένας πρωθυπουργός σε βαθιά δημοσκοπική κάμψη να επιδιορθώσει το τσαλακωμένο πολιτικό του είδωλο με ένα πολιτιστικό «φόρουμ» όπου τα μεγάλα προβλήματα της χώρας —η κοινωνική ανισότητα, το μεταναστευτικό, η διάλυση της δημόσιας υγείας, το χάος των εργασιακών σχέσεων, το βαρύ αίσθημα αδικίας μετά τα Τέμπη— αντικαθίστανται από μια συζήτηση για το πόσο μας επηρεάζουν τα social media και αν ταξιδεύουμε αρκετά.
Αυτή η «εξιδανικευμένη οικειότητα» αποτελεί το τελευταίο στάδιο της κοινωνίας της κόπωσης: το σημείο όπου η εξουσία προσποιείται ότι συνομιλεί μαζί μας για το νόημα της ζωής επειδή δεν θέλει να συνομιλήσει για τις συνέπειες των επιλογών της.
Κι εδώ επιστρέφουμε στον Μπέζο: όχι γιατί φέρει κάποιο ιδιαίτερο βάρος από μόνος του, αλλά γιατί λειτουργεί ως συμπλήρωμα μιας πολιτικής που δεν έχει πια το θάρρος να κοιτάξει την κοινωνία κατάματα.
Αν η κυβέρνηση πίστευε πραγματικά ότι διαθέτει πολιτικό οξυγόνο, δεν θα αναζητούσε αναπνευστήρα στο προσωποποιημένο αίνιγμα της τηλεοπτικής μετριοπάθειας. Δεν θα χρειαζόταν να φορέσει την κουρασμένη μάσκα της «ανοιχτής συζήτησης με έναν άνθρωπο της τέχνης» για να παριστάνει ότι αφουγκράζεται την αγωνία του καθημερινού πολίτη. Δεν θα επιστράτευε έναν ηθοποιό ως χορηγό συναισθηματικής νομιμοποίησης.
Αλλά το κάνει — και το κάνει γιατί ξέρει ότι η πολιτική της φθορά δεν αντιμετωπίζεται πλέον ούτε με επικοινωνιακά τρικ ούτε με δημοσκοπικά χειροκροτήματα.
Και έτσι φτάνουμε στην τελική ειρωνεία, την πιο εύγλωττη από όλες: η κυβέρνηση θεωρεί ότι ένας διάλογος Μητσοτάκη-Μπέζου μπορεί να επηρεάσει τον δημόσιο βίο, ενώ η κοινωνία έχει ήδη μετακινηθεί σε μια εντελώς άλλη τροχιά, όπου τέτοιες σκηνοθεσίες μοιάζουν όχι απλώς ανεπαρκείς, αλλά και βαθιά προσβλητικές. Είναι η στιγμή που καταλαβαίνεις ότι η εξουσία δεν φοβάται τόσο την αντίδραση των πολιτών όσο τη σιωπή τους, ότι δεν ανησυχεί τόσο για την κριτική όσο για την αδιαφορία. Και η αδιαφορία ενισχύεται όταν η πολιτική αντικαθίσταται από το θέατρο των τεχνητών συζητήσεων — και μάλιστα με πρωταγωνιστή έναν άνθρωπο που ποτέ δεν διεκδίκησε πραγματικά τη θέση του στη ζωντανή, παλλόμενη πλευρά της δημόσιας κουλτούρας.
Και, φυσικά, μέσα σε όλο αυτό το σκηνοθετημένο ψευδο-διάλογο, δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει τη λεπτή —ή μάλλον καθόλου λεπτή— νευρικότητα που διαπερνά το πρωθυπουργικό επιτελείο. Διότι όσο κι αν επιχειρείται να εμφανιστεί ο Μητσοτάκης ως ο χαλαρός συνομιλητής ενός «άνθρωπου της τέχνης», η πραγματικότητα γλιστρά από κάτω σαν υπόγειο ρεύμα: τον έχουν πειράξει. Τον έχουν πειράξει βαθιά οι συνεχείς συζητήσεις γύρω από το «κόμμα Σαμαρά», οι πιθανές ανακατατάξεις, οι δημοσκοπικές μετατοπίσεις, η αίσθηση ότι η παράταξη χάνει τον έλεγχο της ίδιας της ιστορίας της.
Και κάπως έτσι αυτή η παράξενη σύζευξη με τον Μπέζο αποκτά μια νέα ειρωνική διάσταση: θυμίζει τον μαθητή που, επειδή φοβάται ότι θα τον καλέσουν στον πίνακα, αρχίζει ξαφνικά να μιλάει για τον καιρό. Είναι η κίνηση ενός ηγέτη που προσπαθεί να αλλάξει θέμα με τρόπο τόσο πρόδηλο, τόσο πομπώδη και τόσο απελπισμένο, που καταλήγει να επιβεβαιώνει ακριβώς αυτό που προσπαθεί να κρύψει. Γιατί, όσο κι αν το αρνείται, όσο κι αν προσπαθεί να βυθίσει τη δημόσια συζήτηση σε ανώδυνες κουβέντες περί «σύγχρονου τρόπου ζωής», η σκιά του Σαμαρά —με όλη τη δυναμική των τελευταίων εβδομάδων— εξακολουθεί να διαγράφεται καθαρά πάνω στον τοίχο.
Όσο περισσότερο προσπαθούν να κάνουν ότι δεν τη βλέπουν, τόσο πιο έντονα φωτίζεται.
(https://www.newmoney.gr/journal/ο-κυριάκος-μητσοτάκης-σε-έναν-απρόσμε/)
Δημοσιεύεται στο προφίλ του Μάνου Λαμπράκη στο Facebook