Ενημερωτικό Portal του Ράδιο Γάμμα 94 FM, Πάτρα
 

Κόβουν τις συντάξεις των συγγενών των θυμάτων της Λιβύης;

  • Τα θύματα της αποστολής- φιάσκο στη Λιβύη θα πληρώσουν τη συγκάλυψη των ευθυνών για τον θάνατο πέντε ανθρώπων, τρεις εκ των οποίων στρατιωτικοί.
  • Στρατιωτικοί καταγγέλλουν την απαξίωση με την οποία αντιμετωπίζονται οι συγγενείς των νεκρών αλλά και οι τραυματίες, πολλοί από τους οποίους ακόμη ταλαιπωρούνται.
  • Γιατί η προσπάθεια συγκάλυψης από την κυβέρνηση, έχει ως αποτέλεσμα συγγενείς θυμάτων να χάσουν σε λίγους μήνες ακόμη κι αυτή τη συμβολική -περίπου 300 ευρώ- σύνταξη που λαμβάνουν.

Του Πάρι Καρβουνόπουλου

Οι ομοιότητες της αποστολής – φιάσκο στη Λιβύη με τους πέντε νεκρούς σε καιρό ειρήνης, με την τραγωδία των Τεμπών με τους 57 νεκρούς, είναι πάρα πολλές, με σημαντικότερη, όμως, την προσπάθεια συγκάλυψης που έλαβε χώρα και στις δύο υποθέσεις.

Ειδικότερα, για την αποστολή στη Λιβύη, όπως έχουν αποκαλύψει με σειρά δημοσιευμάτων οι Data Journalists, οι ευθύνες φθάνουν πάρα πολύ ψηλά στην ιεραρχία της ηγεσίας του στρατεύματος.

Σύμφωνα με τις τελευταίες εξελίξεις, την προσπάθεια συγκάλυψης φαίνεται ότι θα κληθούν να την «πληρώσουν» οι συγγενείς των τριών νεκρών στρατιωτικών.

Όπως είναι γνωστό, μετά από τον σάλο που ξέσπασε με το ανεπανάληπτο φιάσκο στη Λιβύη, η κυβέρνηση με Προεδρικό Διάταγμα απένειμε στους τρεις νεκρούς τον υψηλότερο στρατιωτικό βαθμό που δικαιούνταν. Ο Γιώργος Βούλγαρης έγινε Συνταγματάρχης, η Γλυκερία Μεμεκίδου Υποναύαρχος και η Εύη Ανδρεαδάκη Υποπτέραρχος. Για να γίνει αυτό, το Προεδρικό Διάταγμα αναφέρει πως αναγνωρίζεται ότι τα τρία στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων «απεβίωσαν κατά την εκτέλεση υπηρεσίας που συνεπάγεται αυξημένο κίνδυνο».

Όμως, η παραδοχή αυτή προκαλεί μεγάλα προβλήματα σε όσους θα ήθελαν η υπόθεση της Λιβύης να κλείσει «ήρεμα» και χωρίς «αναταράξεις» για τους εμπλεκόμενους σε αυτή.

Προς αυτή την κατεύθυνση κινήθηκε το πόρισμα της Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης που έγινε στις Ένοπλες Δυνάμεις. Παρά τις σοβαρότατες καταγγελίες και μαρτυρίες των στελεχών που αναδείκνυαν την απουσία οποιασδήποτε σοβαρής σχεδίασης της αποστολής, το πόρισμα κατέληγε ότι τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων που σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν, δεν συμμετείχαν σε μια επιχείρηση με αυξημένο κίνδυνο αλλά σκοτώθηκαν σε ένα τροχαίο.

Το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, στηριζόμενο στο αποτέλεσμα της ΕΔΕ, προχώρησε σε ανάλογες αποφάσεις για τους συγγενείς των νεκρών. Κι αυτό μεταφράζεται σε καθολικό «μαχαίρι» τους προσεχείς μήνες στις συμβολικές, χαμηλές συντάξεις-υπολογίζονται σε περίπου 300 ευρώ- που λαμβάνουν οι σύζυγοι των τριών νεκρών στρατιωτικών.

Τα όσα λέει στρατιωτικός που επέζησε της αποστολής φιάσκο στη Λιβύη, είναι αποκαλυπτικά των προθέσεων της κυβέρνησης..

Το πρόβλημα για την κυβέρνηση ασφαλώς δεν είναι το ποσό της σύνταξης που πρέπει να λαμβάνουν οι συγγενείς. Είναι πως εάν δεχτεί την αλήθεια, ότι δηλαδή η αποστολή ήταν εξαιρετικά υψηλού κινδύνου, πολλοί θα πρέπει να κληθούν να δώσουν εξηγήσεις. Ο Κώστας Φλώρος, Επίτιμος Α/ΓΕΕΘΑ, ο σημερινός Α/ΓΕΕΘΑ Δημήτρης Χούπης, που την ημέρα της αποστολής ήταν επικεφαλής της Διοίκησης Ειδικού Πολέμου, που ήταν υπεύθυνη για την επιχείρηση. Αλλά και άλλοι ανώτεροι αξιωματικοί. Τα ερωτήματα που θα πρέπει να απαντηθούν σε αυτή τη περίπτωση είναι πολλά και εύλογα:

– Γιατί δεν υπήρξε γραπτή διαταγή; Στρατιωτικοί που συμμετείχαν στην αποστολή και επέζησαν δηλώνουν:

«Φύγαμε χωρίς διαταγή. Υπήρχε ένα προσχέδιο διαταγής, το οποίο μας το δείξανε στο αεροδρόμιο.

Και μετά από κάποιους μήνες, μας δείξανε και μια ολοκληρωμένη διαταγή. Δηλαδή, τη γράψανε μετά τη διαταγή. Τη συμπληρώσανε μετά.

Τη συμπληρώσανε την ώρα που μάθανε ότι κάτι δεν πήγε καλά. Όταν έφτασε, δηλαδή, η είδηση ότι υπάρχουν νεκροί, υπάρχουν τραυματίες, φτιάξανε τη διαταγή. Ξεκίνησαν να χτυπάνε τα πλήκτρα για να φτιάξουν τη διαταγή».

– Γιατί έστειλαν την αποστολή άοπλη σε μια εμπόλεμη ζώνη; Η απάντηση:

«Θεωρώ ότι δεν πήραμε όπλα λόγω της προχειρότητας. Γιατί ήταν τόσο πρόχειρες οι διαδικασίες όπου το υπουργείο Εξωτερικών δεν μπόρεσε να στείλει αίτημα στη Λιβύη, ώστε να πάρουμε οπλισμό και για να μην δημιουργήσει «αναμπουμπούλα», λέει στείλτε τους έτσι. Θεωρώ ότι αυτός ήταν ο λόγος που πήγαμε άοπλοι».

– Δύο χρόνια μετά , έχουμε καταλήξει οριστικά ότι η σύγκρουση του λεωφορείου που μετέφερε την ελληνική αποστολή ήταν απλό τροχαίο; Στρατιωτικός που συμμετείχε στην αποστολή απαντά:

«Η ασάφεια, αλλά και η αλλαγή των πληροφοριών που είχαμε δεν μας αφήνει πολύ ανοιχτό το ενδεχόμενο να πούμε ότι ήταν σίγουρα το ένα ή το άλλο. Και οι ίδιοι αμφισβητούμε το γεγονός για το τι ακριβώς ήταν.

Υπάρχουν μαρτυρίες ανθρώπων δικών μας οι οποίοι κινήθηκαν προς το φλεγόμενο όχημα προσπαθώντας να βοηθήσουν, και διαπίστωσαν ότι δεν ήταν κανένας μέσα στο όχημα. Ταυτόχρονα υπήρχε μια ασάφεια στο ποιοι και πόσοι τελικά ήταν οι νεκροί του οχήματος το οποίο προσέκρουσε πάνω μας. Ήταν δύο οι οποίοι ήταν ένοπλοι, η πρώτη εξήγηση που ακούσαμε.

Η δεύτερη εξήγηση, την οποία ακούσαμε στο νοσοκομείο, έκανε λόγο για τέσσερα άτομα, μια οικογένεια. Και καταλήγουμε να διαβάζουμε στην Ένορκη Διοικητική Εξέταση ότι πρόκειται για έξι άτομα γνωστής ΜΚΟ. Όταν ζητήθηκε από δικηγόρους που εκπροσωπούν στρατιωτικούς της αποστολής, να μάθουν τα ονόματα αυτών των ανθρώπων για να στείλουν συλλυπητήρια τηλεγραφήματα στις οικογένειες τους, δεν πήραν απάντηση».

Απαξίωση από την Πολιτεία

Δύο χρόνια μετά οι συγγενείς των νεκρών θρηνούν τους ανθρώπους τους. Οι επιζώντες έχουν δικό τους Γολγοθά καθώς κάποιοι από αυτούς ταλαιπωρούνται ακόμη από τα τραύματά τους και όλοι προσπαθούν ακόμη να διαχειριστούν όχι μόνο το τραγικό γεγονός που έζησαν, αλλά και την ασύλληπτη απαξίωση της Πολιτείας. Για το μόνο που υπήρξε ενδιαφέρον, ήταν να «κουκουλωθεί» πάση θυσία το θέμα.

 

Αξιωματικός χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά της Πολιτείας έναντι των στρατιωτικών που συμμετείχαν στην αποστολή της Λιβύης, τουλάχιστον απαξιωτική.

 

Όπως δηλώνει έτερος στρατιωτικός που ήταν στην επιχείρηση θανάτου στη Λιβύη, «η προδοσία είναι το λιγότερο το οποίο νιώθουμε. Δεν υπάρχει εμπιστοσύνη και όταν δεν υπάρχει εμπιστοσύνη στην ηγεσία, φανταστείτε τι θα γίνει με τους υπόλοιπους.

Υπάρχει ένα αίσθημα προδοσίας. Υπάρχει τέτοιο αίσθημα γιατί όλοι μπήκαμε με κάποιες αρχές σε αυτό το επάγγελμα, θέλοντας να προσφέρουμε. Ταυτόχρονα πιστεύαμε ότι αν μας συμβεί κάτι, εφόσον προσφέρουμε τη ζωή μας γι’ αυτό, κάποιοι άλλοι θα υποστηρίξουν τις οικογένειες μας. Δεν το πράξανε, γιατί η υπόθεση πρέπει να κλείσει».

Μοιραστείτε το άρθρο
Χωρίς σχόλια

Αφήστε ένα σχόλιο