Σε κανένα βαθμό δεν θα εξυπηρετούσε τον σκοπό ανεύρεσης της ακριβούς αιτίας θανάτου –εξαιτίας του προφανούς της χαρακτήρα αλλά και του βίαιου και ακαριαίου τρόπου θανάτου– η διενέργεια ιστολογικών ή άλλων τοξικολογικών εξετάσεων». Αυτό ήταν το διά ταύτα του εισαγγελέα που αρχειοθέτησε μερικώς τον Ιούλιο του 2024 τη μήνυση 167 συγγενών θυμάτων για παράβαση καθήκοντος εις βάρος των ιατροδικαστών, καθώς κατέληξε από την εισαγγελική έρευνα στο ότι η διενέργεια τοξικολογικών δεν θα διαφοροποιούσε την αιτία θανάτου των θυμάτων. Η μήνυση αυτή ανασύρθηκε προχθές με εισαγγελική παραγγελία από το αρχείο και «ανοίγει» ξανά την έρευνα, στο πλαίσιο της οποίας θα ικανοποιηθούν τα αιτήματα εκταφής των συγγενών των θυμάτων. Σύμφωνα με τον εισαγγελέα, η παράλειψη διενέργειας τοξικολογικής εξέτασης για τον προσδιορισμό ανθρακυλαιμοσφαιρίνης στις απανθρακωμένες σορούς των θυμάτων του σιδηροδρομικού δυστυχήματος των Τεμπών, δεν αποκλείει την εκπλήρωση του ιατροδικαστικού καθήκοντος.
«Από αυτή την παράλειψη δεν πλήττεται η ορθότητα του συμπεράσματος της ιατροδικαστικής έκθεσης για την αιτία θανάτου, ακόμη κι αν πιθανολογείτο ότι ως εκ περισσού θα μπορούσε να έχει παραγγελθεί εξέταση ποσοτικού προσδιορισμού ανθρακυλαιμοσφαιρίνης σε ορισμένες από τις εν λόγω περιπτώσεις σορών, ενέργεια η οποία δυστυχώς δεν θα διαφοροποιούσε το τελικό αποτέλεσμα, αλλά υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε να συμβάλει στην απάντηση επιμέρους ερωτημάτων αναφορικά με το μάλλον πολύ βραχύ χρονικό διάστημα που προηγήθηκε του επελθόντος θανάτου συνεπεία της απολύτου βλαπτικής επίδρασης της φωτιάς. Η ως άνω δε ιατροδικαστική εξέταση που δεν πραγματοποιήθηκε στις τυχόν περιπτώσεις θυμάτων (απανθρακώσεως) κατά τις οποίες ήταν πρακτικά δυνατόν να λάβει χώρα, εναπόκειτο και αυτή, όπως το σύνολο των εργαστηριακών εξετάσεων μετά τη νεκροψία – νεκροτομή, στη διακριτική ευχέρεια των μηνυομένων ιατροδικαστών, τα ακραία όρια της οποίας, όπως προσδιορίζονται από τους κανόνες της ιατροδικαστικής επιστήμης και τεχνικής και την αρχή της χρηστής διοίκησης, δεν παραβιάστηκαν στην προκειμένη περίπτωση και δη υπαιτίως, με πρόθεση ή πολύ περισσότερο με περαιτέρω σκοπό βλάβης άλλων προσώπων, συγγενών των θυμάτων».
«Δεν υπήρξε αμφισβήτηση»
Από την κρίση των ιατροδικαστών εξαρτάται η διενέργεια τοξικολογικών και ιστολογικών εξετάσεων στις περιπτώσεις θανάτων από μαζικές καταστροφές, όπως αναφέρεται και στο Ειδικό Σχέδιο Διαχείρισης Ανθρωπίνων Απωλειών.
«Στην προκειμένη περίπτωση για καμία σορό δεν υπήρξε αμφισβήτηση ως προς την αιτία θανάτου, ώστε να απαιτηθεί διενέργεια ιστολογικών εξετάσεων, πράξη που καθίσταται ιατροδικαστικώς αναγκαία όταν η αιτία θανάτου δεν είναι εμφανής και τίθεται ζήτημα περαιτέρω διερεύνησης μέσω εργαστηριακών εξετάσεων σε ληφθέντα ιστοτεμάχια για τη μικροσκοπική διαπίστωση παθογνωμικών ευρημάτων που δεν είναι ορατά μακροσκοπικά», αναφέρει ο εισαγγελέας.
Αντίστοιχα, «απολύτως αλυσιτελής» κρίθηκε –σύμφωνα πάντα με τη διάταξη– η διενέργεια τοξικολογικών εξετάσεων, όπως για παράδειγμα για ανίχνευση αλκοόλης ή εξαρτησιογόνων ουσιών στις σορούς των επιβατών. «Ειδικά η αναζήτηση στους επιβάτες ανθρακυλαιμοσφαιρίνης (HbCO) μέσω τοξικολογικών εξετάσεων ομοίως κρίθηκε, σύμφωνα με τους ιατροδικαστές, ως μη αναγκαία και ως μη συνδεόμενη με την αιτία και τον μηχανισμό του θανάτου, διότι η ανωτέρω εξέταση ενδείκνυται για την απόδειξη της επέλευσης ασφυκτικού θανάτου».
Σχετικά με τις μη απανθρακωμένες σορούς, ο εισαγγελέας αναφέρει ότι «αιτία του άμεσου θανάτου ήταν οι διαπιστωθείσες βαρύτατες θανατηφόρες κακώσεις συνεπεία κυρίως των φυσικών δυνάμεων που αναπτύχθηκαν από τη σύγκρουση των αμαξοστοιχιών, κακώσεις οι οποίες λόγω του είδους αυτών δεν κατέλειπαν περιθώριο αμφισβήτησης του αιτίου που επέφερε τον θάνατο. Στις απανθρακωμένες σορούς ο θάνατος επήλθε λόγω της άμεσης επίδρασης της φωτιάς. Ως εκ τούτου, δεν υπήρχε επίσης περιθώριο προς διερεύνηση επέλευσης του θανάτου από άλλη αιτία, όπως από ανοξυγοναιμία που δημιουργείται λόγω εισπνοής ικανής ποσότητας παραχθέντος μονοξειδίου του άνθρακα (CO) σχηματίζοντας έτσι ανθρακυλαιμοσφαιρίνη».
Στην πράξη αρχειοθέτησης χαρακτηρίζεται «αδιαμφισβήτητο γεγονός» ότι ο θάνατος προκλήθηκε από τη φωτιά, γεγονός που –κατά τον εισαγγελέα– αποδεικνύεται από την κατάσταση της κάθε σορού, όπως για παράδειγμα από την πλήρη αφυδάτωση και την εξ αυτής μείωση του βάρους, τη συρρίκνωση του όγκου του σώματος, την αποξήρανση και συρρίκνωση του δέρματος και των υποκείμενων ιστών, του μελανού χρώματος, των διασχίσεων και διανοίξεων των αρθρώσεων και του αποχωρισμού των άκρων από το σώμα, τη διάρρηξη του κρανίου, διάνοιξη του θώρακα και της κοιλίας, την πλήρη καύση (απανθράκωση) τμημάτων του σώματος κ.λπ.
Οπως σημειώνει, «τα ευρήματα της νεκροψίας και νεκροτομής δεν κατέλειπαν κανένα περιθώριο αμφισβήτησης της αιτίας θανάτου στους επιβάτες που απανθρακώθηκαν και δεν υπήρχε περαιτέρω πεδίο επιστημονικής αναζήτησης άλλης αιτίας θανάτου.
Ο θάνατος στις απανθρακωμένες σορούς επήλθε αμέσως από την προκαλούμενη πήξη των λευκωματοειδών ουσιών και του “ψησίματος” του αίματος εντός των αγγείων με αποτέλεσμα την απότομη παύση όλων των λειτουργιών του οργανισμού».
Η παράλειψη διενέργειας τοξικολογικής εξέτασης δεν αποκλείει την εκπλήρωση του ιατροδικαστικού καθήκοντος, σύμφωνα με τον εισαγγελέα.
Η ακτινοβολία θερμότητας
Από την εισαγγελική έρευνα και το αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε, επισημαίνεται πως σε αντίθεση με την απανθράκωση, η οποία επιφέρει άμεσα τον θάνατο, «η ακτινοβολία θερμότητας πάνω στο σώμα ή η εισπνοή μονοξειδίου του άνθρακα δεν επιφέρουν άμεσα τον θάνατο και σε τέτοιου είδους περιπτώσεις θανάτου καθίσταται εκ των πραγμάτων χρήσιμη η τοξικολογική εξέταση για ανίχνευση ανθρακυλαιμοσφαιρίνης».
Για τον λόγο αυτό, κατά τον εισαγγελέα, ανάλογα με τις συνθήκες και τις περιστάσεις αποφασίζεται η διενέργεια τοξικολογικών εξετάσεων, με αποτέλεσμα να βλέπουμε άλλο χειρισμό στο Μάτι και στη φωτιά στην Ηλεία, υποθέσεις που διενεργήθηκαν εντέλει τοξικολογικές εξετάσεις για την ανίχνευση ανθρακυλαιμοσφαιρίνης.

«Σημειωτέον δε ότι και ο εντοπισμός αιθάλης σε όργανα του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος, ένδειξη ότι το άτομο ήταν εν ζωή κατά την εκδήλωση του φαινομένου της φωτιάς, αποδεικνύεται στην πράξη έργο δυσχερές να επιβεβαιωθεί στις περιπτώσεις πτωμάτων με καθολική απανθράκωση», λέει χαρακτηριστικά και συμπληρώνει ότι στην υπόθεση των Τεμπών υπήρχαν και επιπλέον λόγοι που ενισχύουν το συμπέρασμα ότι τυχόν ιστολογική και τοξικολογική διερεύνηση των συγκεκριμένων σορών δεν θα εισέφερε περαιτέρω στον μηχανισμό θανάτου.
«Ο προϊστάμενος της Κεντρικής Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας και προϊστάμενος κάθε ιατροδικαστή του υπουργείου Δικαιοσύνης Νικόλαος Καρακούκης, όσο και οι λοιποί παριστάμενοι ιατροδικαστές ουδεμία σχετική επισήμανση ή σύσταση υπέβαλαν για τη λήψη τοξικολογικών και ιστολογικών εξετάσεων, ούτε πρόβαλαν επιστημονική άποψη για την αναγκαιότητα και χρησιμότητα λήψης βιολογικών υλικών για περαιτέρω διερεύνηση. Προφανώς για τον ίδιο ακριβώς λόγο δεν υποβλήθηκε σχετικό αίτημα και δεν διατυπώθηκαν παρατηρήσεις ούτε από τους τεχνικούς συμβούλους που διορίστηκαν σε δύο περιπτώσεις κατόπιν αιτήματος συγγενών αποβιωσάντων και το καθήκον τους εκτελέστηκε αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νεκροψίας – νεκροτομής των σορών από την Ιατροδικαστική Λάρισας, οπότε και εξετάσθηκαν οι συγκεκριμένες σοροί για δεύτερη φορά (…)».
Ο εισαγγελέας που εξέτασε τη μήνυση, αναφερόμενος στην παράλειψη διενέργειας αυτοψίας στον τόπο της τραγωδίας, σημειώνει πως σύμφωνα με εξηγήσεις που παρείχαν οι μηνυόμενοι ιατροδικαστές της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Λάρισας αλλά και τη συνεκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, αυτό συνέβη επειδή η παρουσία ιατροδικαστή κατά τη διενέργεια αυτοψίας στον τόπο του συμβάντος (εγκλήματος) αποφασίζεται από την αρμόδια ανακριτική αρχή και αποσκοπεί στη βεβαίωση της πράξης και στην αποκάλυψη του δράστη.
«Στην περίπτωση του σιδηροδρομικού δυστυχήματος των Τεμπών δεν υπήρξε σχετική παραγγελία της αρμόδιας προανακριτικής αρχής αλλά ούτε και αντίστοιχη επισήμανση από την Ιατροδικαστική Υπηρεσία, καθώς εκτιμήθηκε ότι η συγκεκριμένη ανακριτική πράξη δεν θα εισέφερε ιδιαίτερα στοιχεία στη διαδικασία της αναγνώρισης των σορών και στη διερεύνηση των αιτίων θανάτου», αναφέρεται στη διάταξη αρχειοθέτησης.
Το σκεπτικό πίσω από την παράλειψη αυτή ήταν, όπως εξηγείται, «η φύση του συμβάντος και η επιβεβλημένη συνολική αντιμετώπισή του, αφού επρόκειτο για πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα με διαβαθμισμένο και μεγάλο επίσης αριθμό τραυματιών προσώπων, εν γένει μη δυναμένων να μετακινηθούν αυτοδυνάμως, και οι απολύτως αναγκαίες ενέργειες διάσωσης, όπως ενδεικτικά η άμεση προσέγγιση του χώρου από τα σωστικά συνεργεία με άρση – μετακίνηση τυχόν εμποδίων ενδεχομένως και σορών, η κατάσβεση της φωτιάς από την Πυροσβεστική Υπηρεσία με χρήση μεγάλων ποσοτήτων του κατάλληλου υλικού (νερού), κινήσεις προς εντοπισμό εγκλωβισμένων επιβατών και στη συνέχεια απομάκρυνση – απεγκλωβισμός τους, καθιστούσαν δεδομένη την ύπαρξη μεταβολών στον χώρο και κατά συνέπεια την εν πολλοίς μη εξαγωγή ιατροδικαστικώς σημαντικών συμπερασμάτων».
Μάλιστα, γίνεται αναφορά σε σχετικά πρόσφατες περιπτώσεις μαζικών θανάτων από φωτιά, όπως στην Ηλεία το έτος 2007 και στο Μάτι Αττικής το έτος 2018, όπου δεν διενεργήθηκε αυτοψία παρουσία ιατροδικαστών, όπως προέκυψε από απαντητικό έγγραφο του προϊσταμένου της Κεντρικής Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών Νικολάου Καρακούκη.
Βάσιμες εξηγήσεις
Κατά τον εισαγγελέα, οι παρεχόμενες εξηγήσεις των ιατροδικαστών, που θα κληθούν ξανά για εξηγήσεις μετά την ανάσυρση της δικογραφίας, «κρίνονται βάσιμες και σύμφωνες με τις συνήθειες που έχουν καθιερωθεί στην ιατροδικαστική πρακτική και η εν λόγω ενέργεια που παραλείφθηκε και εναπόκειτο αποκλειστικά στην επιστημονική κρίση των μηνυομένων ιατροδικαστών, δεν ήταν εκ των πραγμάτων απολύτως αναγκαία για την εξυπηρέτηση των επιδιωκόμενων κατά την ποινική διερεύνηση σκοπών».