Του Wesley Alexander Hill
Στις 22 Σεπτεμβρίου, ο υπουργός Εμπορίου των ΗΠΑ Χάουαρντ Λούτνικ ανακοίνωσε τη “μεγαλύτερη συμφωνία προμήθειας μηχανών τρένου στην ιστορία των ΗΠΑ” με το Καζακστάν. Ο ισχυρισμός του είναι ακριβής, αλλά υποτιμά τη σημασία αυτού του mega-deal. Τα ποσά της συναλλαγής είναι εντυπωσιακά και αντιπροσωπεύουν μια στρατηγική κίνηση των ΗΠΑ στις σχέσεις τους με την κεντρική Ασία και την επιθυμία της Ουάσιγκτον να ανταγωνιστεί τη Μόσχα και το Πεκίνο στους τομείς της ενέργειας, των επενδύσεων και των logistics σε αυτή την πλούσια σε πόρους περιοχή. Η κεντρική Ασία, που κάποτε θεωρούνταν αποκλειστικά υπό την επιρροή της Ρωσίας ή της Κίνας, είναι πλέον ανοιχτή στη Δύση.
Η συμφωνία ύψους 4,2 δισ. δολαρίων με τη Wabtec θα δώσει ώθηση στην αμερικανική βιομηχανία, κυρίως στην Πενσυλβάνια. Θα διοχετεύσει αμερικανικές επενδύσεις σε μηχανές τρένων και εξοπλισμό logistics στο Καζακστάν, το οποίο είναι στρατηγικά και οικονομικά ζωτικής σημασίας για τα συμφέροντα των ΗΠΑ. H χώρα της κεντρικής Ασίας διαθέτει τεράστια κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου, είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας ουρανίου στον κόσμο και έχει επίσης μεγάλα ανεκμετάλλευτα αποθέματα σπάνιων γαιών.
Η συμφωνία για τις μηχανές τρένων, που ανακοινώθηκε δύο ημέρες μετά την άφιξη του προέδρου του Καζακστάν Κασίμ Τζομάρτ Τοκάγεφ στις Ηνωμένες Πολιτείες για τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, σηματοδοτεί την ευθυγράμμιση των προτεραιοτήτων του Καζακστάν και των Ηνωμένων Πολιτειών σε γεωοικονομικό επίπεδο, λίγους μήνες μετά την υπογραφή των συμφωνιών για τους πυρηνικούς αντιδραστήρες μεταξύ Ρωσίας και Κίνας. Η ρωσική Rosatom απέκτησε έναν αντιδραστήρα και η κινεζική CNNC έναν άλλο.
Αμέσως μετά την ανακοίνωση της συμφωνίας για επενδύσεις στον τομέα των logistics στις ΗΠΑ, άνοιξαν ευκαιρίες για περισσότερες επενδύσεις στο Καζακστάν. Ο Τοκάγεφ συναντήθηκε με τους CEO ενεργειακών κολοσσών, όπως η ExxonMobil, αμερικανικών τραπεζών και επενδυτικών ομίλων, όπως η Blackstone, η VISA και η Citigroup, κολοσσών των logistics, του λιανεμπορίου και της παροχής υπηρεσιών, όπως η Amazon, και άλλων εταιρειών από τους κλάδους της μεταποίησης, της πληροφορικής, της εξόρυξης, των μεταφορών και της τεχνητής νοημοσύνης, όπως η Nvidia και η Meta.
Οι πολλές συναντήσεις και συμφωνίες μετά την ανακοίνωση για το deal με τις μηχανές τρένων σηματοδοτεί ότι οι επενδυτές είναι αισιόδοξοι για σημαντική πρόοδο στον τομέα των logistics.
Τα προβλήματα διαμετακόμισης της κεντρικής Ασίας
Τα κράτη της Διπλωματικής Πλατφόρμας “C5” (Καζακστάν, Κιργιζιστάν, Τατζικιστάν, Τουρκμενιστάν και Ουζμπεκιστάν) είναι πλούσια σε φυσικούς πόρους, συμπεριλαμβανομένων των ορυκτών που αναζητά η κυβέρνηση Τραμπ, τα οποία κατέχουν εξέχουσα θέση στις συναλλαγές της με την Ουκρανία, καθώς και άλλων εμπορευμάτων που από καιρό επιζητούν οι δυτικές βιομηχανίες και επενδυτές.
Το Καζακστάν, η οικονομική “ραχοκοκαλιά” της Κεντρικής Ασίας, και τα υπόλοιπα κράτη της C5 διατηρούν σχέσεις με τους δύο “γίγαντες” γείτονές τους: τη Ρωσία και την Κίνα. Έχει τα μεγαλύτερα σύνορα με τη Ρωσία από κάθε άλλη χώρα και αποκεί ξεκίνησε το 2013 η Κίνα την πρωτοβουλία “Μια Ζώνη, Ένας Δρόμος”.
Οι λαοί των χωρών της C5 είναι σχετικά μορφωμένοι, με υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης σε σύγκριση με κράτη με παρόμοιο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης και πλούτου. Η Τεχνητή Νοημοσύνη είναι υποχρεωτικό σχολικό μάθημα, όπως και τρεις γλώσσες στα σχολεία, προκειμένου να προσελκύσουν και να αξιοποιήσουν την ξένη εμπειρογνωμοσύνη και τις επενδύσεις. Πάνω από 20 δυτικά πανεπιστήμια έχουν παραρτήματα μόνο στο Καζακστάν, ανάμεσά τους το Colorado School of Mines, το οποίο έχει το καλύτερο πρόγραμμα εκπαίδευσης στον τομέα της εξόρυξης στον κόσμο.
Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Καζακστάν έχει λειτουργήσει ως καλός μεν ήπιος δε αγωγός της αμερικανικής ισχύος εδώ και πάνω από τρεις δεκαετίες. Υποστηρίζει την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, ακόμα και χωρίς το “μπόνους” των επενδύσεων.
Από την εποχή που κέρδισαν την ανεξαρτησία τους, οι χώρες της “C5”, και ιδίως το Καζακστάν, επιδιώκουν να προσελκύσουν δυτικές επενδύσεις και να εξασφαλίσουν πολιτική υποστήριξη για τη διαφύλαξη της κυριαρχίας και της οικονομικής τους ασφάλειας έναντι των πολύ μεγαλύτερων γειτόνων τους, της Κίνας και της Ρωσίας. Αυτή η πολυδιάστατη προσέγγιση αντιμετωπίζει τις δυτικές επενδύσεις όχι μόνο ως εργαλείο ανάπτυξης, αλλά και ως ενισχυτή ασφάλειας.
Οι δυτικές επενδύσεις και η οικονομική δύναμη θεωρούνται μέσα για την αποτροπή της ρωσικής ή κινεζικής ηγεμονίας. Πρόσφατα η Ρωσία περιόρισε την εμπορική της δραστηριότητα με την κεντρική Ασία.
Η αποδοχή από τους πολίτες ή οι συνθήκες της αγοράς δεν ήταν ποτέ τα βασικά εμπόδια για τις δυτικές επενδύσεις ή την επιρροή στη περιοχή. Η γεωγραφία και οι επιχειρηματικές πρακτικές ήταν τα μεγαλύτερα προβλήματα. Η πρόσβαση στην περιοχή απαιτεί τη διέλευση από γεωπολιτικούς ανταγωνιστές ή αντιπάλους, όπως το Ιράν, το Αφγανιστάν, η Κίνα και η Ρωσία. Ακόμη και οι κοντινές συγκρούσεις, όπως αυτές στο Κασμίρ και στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, έκαναν τους επενδυτές επιφυλακτικούς. Τώρα που η σύγκρουση στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ έχει επιλυθεί, υπάρχουν περισσότερες ευκαιρίες.
Η μόνη οδός που “ξεγλιστρά” από αυτά τα πολιτικά εμπόδια είναι ο “Μεσαίος Διάδρομος”, ο οποίος συνδέει την περιοχή με τη Δύση διασχίζοντας την Κασπία Θάλασσα και στη συνέχεια περνώντας από τον νότιο Καύκασο προς την Τουρκία ή τη Μαύρη Θάλασσα. Η επέκταση αυτής της διαδρομής είναι απαραίτητα για λόγους ασφάλειας αλλά και για τη διευκόλυνση των μεταφορών.
Οι επενδύσεις σε λιμάνια, δρόμους και σιδηροδρόμους έχουν αναβληθεί από τη δεκαετία του 1990, με βάση την παλαιότερη αντίληψη της Δύσης ότι θα υπήρχαν πάντα φθηνότερες διαδρομές μέσω της Ρωσίας ή της Κίνας, ανεξάρτητα από τις γεωπολιτικές αντιξοότητες. Ωστόσο, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2022 και η κινεζική πρωτοβουλία “Μια Ζώνη, Ένας Δρόμος” ανάγκασαν τη Δύση να επανεξετάσει τη σημασία του “Μεσαίου Διαδρόμου”. Οι δυτικές ΣΔΙΤ που επενδύουν στον “Μεσαίο Διάδρομο” αυξάνονται, υπογράφοντας μνημόνια συνεργασίας από τον εξορυκτικό τομέα μέχρι τη ναυτιλία.
Απαιτείται μεγαλύτερη συμμετοχή της κεντρικής Ασίας
Ενώ χρειάζονται ακόμη σημαντικές επενδύσεις σε ναυτιλιακές και λιμενικές εγκαταστάσεις στην Κασπία Θάλασσα, τόσο η δυτική όσο και η ανατολική προσέγγιση φαίνονται πλέον γεωπολιτικά ώριμες. Για τη Δύση, η ειρηνευτική συμφωνία μεταξύ Αζερμπαϊτζάν και Αρμενίας, που άνοιξε τον “Διάδρομο Τραμπ για τη Διεθνή Ειρήνη και Ευημερία” (TRIPP), ο οποίος συνδέει το Αζερμπαϊτζάν και την Τουρκία μέσω της νότιας Αρμενίας, ενισχύει το εμπόριο μέσω του Καυκάσου. Η TRIPP συμβάλλει στην ομαλή λειτουργία του δυτικού “Μεσαίου Διαδρόμου”, διπλασιάζοντας τη συνδεσιμότητά του.
Η νέα συμφωνία με το Καζακστάν ενισχύει το εμπόριο μεταξύ ανατολικού και δυτικού τμήματος του “Διαδρόμου”. Αυτό σημαίνει ότι είναι πιθανό να προσχωρήσουν περισσότερα κράτη του Καυκάσου και της κεντρικής Ασίας, επεκτείνοντας τον “Διάδρομο” και δημιουργώντας νέες οικονομικές και διπλωματικές ευκαιρίες για τις ΗΠΑ και τις αμερικανικές επιχειρήσεις.
Τη νέα συμφωνία για τις μηχανές τρένων και τα logistics, εάν εφαρμοστεί σωστά, θα την ακολουθήσουν επενδύσεις στις υποδομές της Κασπίας Θάλασσας. Αυτή η εξέλιξη δεν θα ωφελήσει μόνο την ανάπτυξη του Καζακστάν και τις δυτικές εταιρείες, αλλά και την αμερικανική εξωτερική πολιτική. Με το αρχικό κόστος και τις εξωτερικές επιπτώσεις να έχουν υποχωρήσει, η Ουάσιγκτον αξιοποιεί συνειδητά το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της εξωτερικής πολιτικής της —την οικονομική δύναμη— σε μια περιοχή που από καιρό θεωρείται εκτός των βασικών αρμοδιοτήτων των ΗΠΑ. Αυτό όχι μόνο δημιουργεί ευκαιρίες για νέες αγορές και εμπορικούς εταίρους εν καιρώ οικονομικής αβεβαιότητας που πυροδοτείται από τους δασμούς, αλλά και παρέχει ένα στρατηγικό πλεονέκτημα στις ΗΠΑ έναντι της Ρωσίας και της Κίνας.
Ασφαλώς, ούτε η Ρωσία ούτε η Κίνα θα παραμείνουν παθητικοί παρατηρητές. Η Κίνα θα προστατεύσει την επιρροή της στην περιοχή, ενώ η Ρωσία θα δυσανασχετήσει με την παρουσία της Αμερικής “στην αυλή της”. Ωστόσο, οι συμφωνίες μπορούν να υπερισχύσουν των πολέμων — έννοια κατανοητή στο Λευκόν Οίκο.
Το πρώτο “Μεγάλο Παιχνίδι”, η μάχη του 19ου αιώνα μεταξύ Ρωσίας και Βρετανίας διεκδικώντας επιρροή στην κεντρική Ασία, κατέληξε σε αδιέξοδο. Η Ρωσική Αυτοκρατορία και αργότερα οι Σοβιετικοί συνειδητοποίησαν ότι η Ινδία ήταν μια γέφυρα πολύ μακριά. Το πρώτο “Μεγάλο Παιχνίδι” ξεκίνησε με μια σειρά εμπορικών συμφωνιών και βρετανικών επενδύσεων σε οδικές και σιδηροδρομικές υποδομές. Η ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να κερδίσουν τον δεύτερο γύρο αυτού του παιχνιδιού εξαρτάται από τη διάθεσή τους να επενδύσουν σε ορυκτά, ιδίως ουράνιο, για να κατασκευάσουν υποδομές στην Κασπία και να παρέχουν σταθερή καθοδήγηση μέσω της διπλωματικής οδού και της οικονομικής εμπλοκής τους. Μεγάλο μέρος της διεθνούς τάξης και του μέλλοντος ανταγωνισμού μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών θα εξαρτηθεί από τις εξελίξεις σε αυτή τη στρατηγική περιοχή της Ευρασίας. Αν το παιχνίδι παιχτεί σωστά, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι ευημερία και πρόοδος για όλους.