Η Γαλλία εισέρχεται σε μια νέα φάση πολιτικής αβεβαιότητας μετά την καταψήφιση της κυβέρνησης του Φρανσουά Μπαϊρού.
Ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν καλείται τώρα να ορίσει τον πέμπτο πρωθυπουργό της δεύτερης θητείας του, με το ζητούμενο να είναι η έγκριση ενός προϋπολογισμού λιτότητας και η αποφυγή νέων πρόωρων εκλογών που θα μπορούσαν να ενισχύσουν περαιτέρω την ακροδεξιά της Μαρίν Λεπέν.
Οι επιλογές του εξαιρετικά περιορισμένες. Βιώσιμη λύση χωρίς κάλπες ίσως δεν υπάρχει, προειδοποιούν πολλοί, αν και επισημαίνουν ότι και η Λεπέν έχει τους δικούς της λόγους να μην θέλει εκλογές άμεσα – ακόμη και εάν τις ζητάει.
Πώς φτάσαμε εδώ
Ο Μπαϊρού επέλεξε να παίξει το πολιτικό του χαρτί ζητώντας ψήφο εμπιστοσύνης για το σχέδιο δημοσιονομικής προσαρμογής ύψους 44 δισ. ευρώ, που προέβλεπε αυξήσεις φόρων και περικοπές δαπανών. Και το έκανε χωρίς καμία διάθεση συνεννόησης με τους Σοσιαλιστές, που είχαν προτείνει ένα άλλο μείγμα με στόχο και πάλι τη μείωση του ελλείμματος στο 4,6% του ΑΕΠ το 2026 από 5,4% φέτος.
Το αποτέλεσμα ήταν καταλυτικό: 364 βουλευτές ψήφισαν κατά και μόλις 194 υπέρ, οδηγώντας στην πτώση της κυβέρνησης.

Πρόβλημα στρατηγικής
Η πρόκληση για τον Μακρόν δεν είναι μόνο το όνομα του επόμενου πρωθυπουργού αλλά και η στρατηγική του απέναντι σε ένα κοινοβούλιο χωρίς πλειοψηφία.
Η θητεία του προέδρου λήγει το 2027, όμως οι συνεχείς ανατροπές έχουν ήδη τραυματίσει σοβαρά την πολιτική του κληρονομιά. Ο ίδιος άλλωστε φρόντισε επανειλημμένα να δώσει την αίσθηση ενός ηγέτη που προτιμά τα διατάγματα από τις συναινέσεις.
Τα σενάρια για τον επόμενο πρωθυπουργό
Το ερώτημα τώρα είναι ποιος – και με τη στήριξη ποιων – θα μπορούσε να διαδεχθεί τον Μπαϊρού; Οι επιλογές για τον Μακρόν είναι οι ακόλουθες:
Οι μακρονιστές
Ονόματα όπως ο υπουργός Άμυνας Σεμπαστιάν Λεκορνί, ο Ζουλιέν Ντενορμαντί και η Κατρίν Βοτρίν ακούγονται. Πρόκειται για στενούς συμμάχους του Μακρόν, όμως η υπερβολική «αφοσίωση» μπορεί να αποδειχθεί εμπόδιο στις διαπραγματεύσεις με την αντιπολίτευση.
Στροφή προς τα αριστερά
Ο ηγέτης των Σοσιαλιστών Ολιβιέ Φορ έχει δηλώσει πρόθυμος να αναλάβει, με προϋπόθεση την προώθηση ατζέντας που περιλαμβάνει νέο φόρο πλούτου και ακύρωση της αύξησης του ορίου συνταξιοδότησης. Όμως μια τέτοια επιλογή θα αποξενώσει τη δεξιά.
Συντηρητικός υποψήφιος
Ο βετεράνος πολιτικός Ξαβιέ Μπερτράν θεωρείται πιθανή επιλογή, όμως θα προκαλέσει την άμεση αντίδραση της Λεπέν.
Η λύση του τεχνοκράτη
Ο υπουργός Οικονομικών Ερίκ Λομπάρ, ο πρώην σοσιαλιστής υπουργός Πιερ Μοσκοβισί ή ακόμη και ο διοικητής της Τράπεζας της Γαλλίας, Φρανσουά Βιλερουά ντε Γκαλό, προβάλλουν ως πιο «ουδέτερες» και «τεχνοκρατικές» επιλογές.
Ένα τέτοιο σενάριο θα έστελνε μήνυμα κατεπείγουσας ανάγκης για σταθερότητα, αλλά θα έμοιαζε και με παραδοχή πολιτικής αδυναμίας.
Η οικονομία στο μάτι του κυκλώνα
Η οικονομική διάσταση είναι εξίσου σοβαρή με την πολιτική. Η Γαλλία κουβαλά δημόσιο χρέος που έχει φτάσει το 114% του ΑΕΠ, με ετήσιες ανάγκες εξυπηρέτησης άνω των 100 δισ. ευρώ μέχρι το 2029.
Η χώρα τρέχει με πρωτογενές έλλειμμα σχεδόν 4% του ΑΕΠ, γεγονός που σημαίνει ότι για να σταθεροποιήσει τον λόγο χρέους/ΑΕΠ θα χρειαστεί μέτρα της τάξης του 5% του ΑΕΠ. Μιλάμε για προσαρμογή ανάλογη με αυτή που εφάρμοσαν χώρες της περιφέρειας στην κορύφωση της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη.
Η αγορά ομολόγων
Αυτό το χάσμα τρομάζει τις αγορές. Η διαφορά στην απόδοση (τα περιβόητα spreads) των γαλλικών ομολόγων έναντι των γερμανικών bunds έχει διευρυνθεί, υποδηλώνοντας ότι οι επενδυτές αρχίζουν να βλέπουν τη Γαλλία με όρους «περιφέρειας». Το κόστος δανεισμού της εξάλλου είναι υψηλότερο από εκείνο της Ελλάδας.
Την Παρασκευή αναμένεται νέα αξιολόγηση από τον οίκο Fitch, με τον κίνδυνο υποβάθμισης να πλανάται ήδη πάνω από το Παρίσι.
Η πολιτική αβεβαιότητα δυσκολεύει κάθε προσπάθεια δημοσιονομικής σταθεροποίησης. Κάθε νέο σχέδιο λιτότητας απορρίπτεται από την Εθνοσυνέλευση, ενώ οι συνεχείς κυβερνητικές ανατροπές υπονομεύουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών.
Το αποτέλεσμα είναι ένας φαύλος κύκλος: οι αγορές απαιτούν υψηλότερα επιτόκια δανεισμού, το κράτος δανείζεται ακριβότερα, η ανάπτυξη επιβραδύνεται, τα έσοδα μειώνονται και το χρέος διογκώνεται περαιτέρω.
Η Κριστίν Λαγκάρντ πρόεδρος της ΕΚΤ, δήλωσε ήδη ότι παρακολουθεί «πολύ στενά» τις εξελίξεις στα γαλλικά ομόλογα. Αν και η ΕΚΤ διαθέτει εργαλεία για να παρέμβει στις αγορές χρέους, το πολιτικό δίλημμα είναι μεγάλο: ο μηχανισμός αυτός σχεδιάστηκε για τις «περιφερειακές» οικονομίες και όχι για έναν από τους δύο βασικούς πυλώνες της Ευρωζώνης.
Γιατί μοιάζει, αλλά δεν είναι Ελλάδα
Οι ομοιότητες με την ελληνική κρίση χρέους είναι υπαρκτές: υπερβολικό χρέος, πολιτική ασυνεννοησία, αδυναμία οικοδόμησης συναίνεσης γύρω από μια αξιόπιστη στρατηγική.
Από την άλλη, η Γαλλία είναι μια σαφώς μεγαλύτερη οικονομία, με πολύ μεγαλύτερο βάρος στην Ευρωζώνη.
Επιπλέον, η ένωση του 2025 είναι πολύ πιο προετοιμασμένη σε σχέση με την Ευρώπη του 2010. Υπάρχουν θεσμοί και μηχανισμοί που μπορούν να αποτρέψουν την ανεξέλεγκτη μετάδοση της κρίσης. Με άλλα λόγια, ο «ιός» δεν είναι εύκολο να εξαπλωθεί όπως πριν από 15 χρόνια.
Κοινωνία σε αναβρασμό
Η κρίση δεν περιορίζεται στις αγορές. Στις 10 Σεπτεμβρίου έχουν προγραμματιστεί διαδηλώσεις κατά της λιτότητας, ενώ στις 18 Σεπτεμβρίου τα συνδικάτα ετοιμάζουν γενική απεργία. Οι κοινωνικές πιέσεις περιορίζουν περαιτέρω τη δυνατότητα εφαρμογής δημοσιονομικής πειθαρχίας και καθιστούν τον πολιτικό συμβιβασμό ακόμη πιο δύσκολο.
Με το Ελιζέ να δηλώνει ότι θα ανακοινώσει τον νέο πρωθυπουργό «τις επόμενες ημέρες», το διακύβευμα είναι σαφές: η έγκριση του προϋπολογισμού του 2026 και η αποτροπή ενός νέου γύρου εκλογών.
Όμως η πολιτική φθορά του προέδρου είναι εμφανής και η κοινωνία βράζει. Το ποιος θα επιλεγεί ίσως έχει μικρότερη σημασία από το αν θα μπορέσει να επιβιώσει σε ένα κοινοβούλιο που μοιάζει αποφασισμένο να μπλοκάρει κάθε απόπειρα δημοσιονομικής πειθαρχίας.