Για τον Αμερικανό πρόεδρο η Ε.Ε. δεν αντιμετωπίζεται ως ισότιμος εταίρος, αλλά ως πελάτης
Από τη Μαρία Δεναξά
Η επικείμενη συνάντηση του Ντόναλντ Τραμπ με τον Βλαντιμίρ Πούτιν στην Αλάσκα τον Δεκαπενταύγουστο, με την Ουκρανία απούσα και την Ευρώπη στο περιθώριο, δεν είναι μια απλή διπλωματική πρωτοβουλία. Είναι μια κίνηση που αποτυπώνει τη βαθύτερη στρατηγική προσέγγιση του Ντόναλντ Τραμπ. Για τον Αμερικανό πρόεδρο ο κόσμος χωρίζεται σε ζώνες επιρροής κυριαρχούμενες από υπερδυνάμεις όπως είναι οι ΗΠΑ, η Ρωσία ή η Κίνα, οι οποίες επιβάλλουν τους όρους τους στους γείτονές τους, αλλά και διεθνώς. Στο πλαίσιο αυτό η Ευρώπη δεν αντιμετωπίζεται ως ισότιμος εταίρος, αλλά ως πελάτης και εξαρτώμενος σύμμαχος από τις υπερδυνάμεις αυτές.
Η σχέση του Τραμπ με την Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν πάντοτε ψυχρή και συμφεροντολογική: η αμερικανική ισχύς αξιοποιείται για να αποσπά εμπορικά και στρατηγικά οφέλη, ενώ οι Ευρωπαίοι θεωρούνται δεδομένοι στη στήριξή τους. Αντίθετα, με τη Ρωσία ο Τραμπ βλέπει την ευκαιρία για ένα «μεγάλο deal» που μπορεί να παρουσιαστεί ως προσωπικό επίτευγμα, ακόμα κι αν αυτό υπονομεύει τις ευρωπαϊκές θέσεις και αφήνει την Ουκρανία εκτεθειμένη.
Από την πλευρά της, η Μόσχα επιδιώκει εδώ και καιρό έναν απευθείας διάλογο με την Ουάσινγκτον για το Ουκρανικό, παρακάμπτοντας το Κίεβο και τις Βρυξέλλες, όχι μόνο επειδή θεωρεί την Ε.Ε. αδύναμη, αλλά και επειδή η ευρωπαϊκή ηγεσία, με μια αλαζονεία που το Κρεμλίνο δεν ξεχνά, συμπεριφέρθηκε την τελευταία τριετία σαν να ήθελε να ταπεινώσει τη Ρωσία, μετατρέποντας τις κυρώσεις σε εργαλείο πολιτικής εξόντωσης.
Αυτό το κλίμα ταιριάζει απόλυτα στα σχέδια του Αμερικανού προέδρου που θέλει να τερματιστεί ο πόλεμος στην Ουκρανία γρήγορα για να στραφεί σε άλλες προτεραιότητες. Η προτίμηση του Τραμπ για τον Πούτιν αντί για την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και τους αυλικούς της έχει κι άλλη μια εξήγηση. Στον Ρώσο ομόλογό του αναγνωρίζει έναν ηγέτη με απόλυτο έλεγχο, ικανό να κλείσει μια συμφωνία πίσω από κλειστές πόρτες, παρακάμπτοντας τις χρονοβόρες και χαοτικές διαδικασίες των πολυμερών διαπραγματεύσεων, στις οποίες αναλώνονται οι Ευρωπαίοι.
Η Αλάσκα, συμβολικά φορτισμένη τοποθεσία για τη ρωσική ιστορική μνήμη (ανήκε στη Ρωσία μέχρι το 1867, χρονιά κατά την οποία πωλήθηκε στις ΗΠΑ από τον τσάρο Αλέξανδρο Β΄ αντί του ποσού των 7.200.000 δολαρίων), λειτουργεί ως σκηνικό για αυτό το «θέατρο ισχύος». Είναι μια κίνηση που στέλνει το μήνυμα πως οι μεγάλοι αποφασίζουν μόνοι τους και οι υπόλοιποι ασήμαντοι, όπως είναι η Ε.Ε., απλώς ενημερώνονται.
Η σκληρή επιχειρηματική λογική του
Πέρα από τη γεωπολιτική διάσταση, υπάρχει και η σκληρή επιχειρηματική λογική. Η Ρωσία είναι πλούσια σε πόρους: ενέργεια, μέταλλα, στρατηγικές πρώτες ύλες που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν σε έναν νέο κύκλο ρωσοαμερικανικών εμπορικών σχέσεων, εφόσον μειωθούν οι κυρώσεις. Η Ευρώπη, η μεγάλη χαμένη από μια τέτοια ανατροπή, αντίθετα, δεν προσφέρει στον Ντόναλντ Τραμπ κάτι εξίσου άμεσο: (σαν αποικία) είναι ήδη ανοιχτή στις αμερικανικές εξαγωγές, με περιορισμένα περιθώρια θεαματικών εμπορικών κερδών.
Επιπλέον, η Ρωσία είναι «παρθένο» έδαφος για ορισμένες αμερικανικές τεχνολογίες και επενδυτικά σχήματα, ειδικά σε τομείς όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη, η αεροδιαστημική ή η αμυντική βιομηχανία. Για τον δισεκατομμυριούχο πρόεδρο των ΗΠΑ η προοπτική είναι δελεαστική, την ώρα που η Ευρώπη -συν τοις άλλοις- εμφανίζεται κατακερματισμένη, χωρίς κοινή στρατηγική. Άλλες χώρες (Ουγγαρία, Σλοβακία) κλίνουν προς τη Μόσχα, άλλες (Βαλτικές, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ελλάδα) ζητούν πιο σκληρή στάση, ενώ η Γερμανία παραμένει επιφυλακτική. Έτσι, η έλλειψη ενιαίας φωνής καθιστά την Ε.Ε. ανίσχυρη να διαπραγματευτεί πάνω σε κρίσιμα ζητήματα που την αφορούν.
Κατά συνέπεια, το κενό στην ευρωπαϊκή ισχύ ο πλανητάρχης το βλέπει ως χρυσή ευκαιρία. Γιατί να μπλέκει με 27 ηγέτες και στρατιές συμβούλων, όταν μπορεί να τα βρει κατευθείαν με τον Πούτιν και να πουλήσει διεθνώς την εικόνα του αποφασιστικού ηγέτη που επιλύει διαφορές και κλείνει μεγάλες συμφωνίες;
Επίσης, όπως έχει αποδειχθεί, από τότε που ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας του ο Ντόναλντ Τραμπ δείχνει μεγαλύτερο σεβασμό σε ηγέτες που προβάλλουν πυγμή, ακόμα κι αν είναι αυταρχικοί, παρά σε εκείνους που τον προσεγγίζουν με διπλωματική ευγένεια. Αυτό εξηγεί την άνεσή του με τον Ερντογάν, τον Μπιν Σαλμάν ή τον ίδιο τον Πούτιν. Επιπροσθέτως, η αντίληψή του για τη διεθνή πολιτική είναι κυνική: η ηθική έχει μικρή θέση, η ισχύς και τα συμφέροντα έχουν τον πρώτο λόγο. Στο δικό του πλαίσιο η Ευρώπη δεν είναι ανταγωνιστής ισχύος, αλλά «προέκταση» της αμερικανικής σφαίρας επιρροής, που θα προσαρμοστεί σε ό,τι αποφασιστεί στην Ουάσινγκτον.
«Παράπλευρη απώλεια» η γηραιά ήπειρος
Η προσέγγιση αυτή έχει άμεσο κόστος: Η Ουκρανία κινδυνεύει να μετατραπεί σε διαπραγματευτικό χαρτί σε μια συμφωνία που θα εξυπηρετεί τις ανάγκες των μεγάλων, όχι τη δική της ασφάλεια ή την εδαφική της ακεραιότητα. Για την Ευρώπη, το μήνυμα είναι ακόμη πιο ανησυχητικό: η γηραιά ήπειρος αντιμετωπίζεται ως «παράπλευρη απώλεια» σε ένα σκληρό παζάρι συμφερόντων.
Το χειρότερο σενάριο για τους Ευρωπαίους είναι να βρεθούν θεατές σε μια συμφωνία που θα αλλάξει τον χάρτη της ανατολικής Ευρώπης, χωρίς να έχουν λόγο στη διαδικασία, ενώ η αμερικανική ομπρέλα ασφαλείας θα αποδυναμώνεται. Κάτι τέτοιο αναπόφευκτα θα δημιουργήσει ένα επικίνδυνο προηγούμενο: Οι κρίσιμες αποφάσεις για την ασφάλεια και τη σταθερότητα της Ευρώπης δεν θα λαμβάνονται πλέον στις Βρυξέλλες, στο Παρίσι ή στο Βερολίνο, αλλά αλλού…