Το πιο αισιόδοξο μήνυμα για την εποχή είναι ότι και αυτή θα περάσει. Όλα περνούν. Κι εμείς περαστικοί είμαστε…
Του Παναγιώτη Λιάκου
Το ελληνικό καλοκαίρι ζεις τον μύθο σου στην Ελλάδα και το πληρώνεις ακριβά. Όλοι οι μύθοι, άλλωστε, πωλούνται σε τιμές φαρμακείου, σαν κοσμήματα, όχι απλά σαν χρυσός (που λέει κι η διαφήμιση). Τα χειμερινά εισοδήματα (μισθοί, συντάξεις, ενοίκια, μισθώματα τύπου Αirbnb), αν υπάρχουν και στον βαθμό που εισπράττονται στην ώρα τους, εξανεμίζονται μέσα σε λίγες ημέρες τάχα «απόδρασης» από την καθημερινότητα. Και ποια απόδραση… Φεύγεις από τη μεγάλη φυλακή που ξέρεις για να πας σε μια κατά πολύ ακριβότερη και στενότερη, για να «τρακάρεις» εκεί κι άλλους δραπέτες της συμφοράς και να «χαλαρώσετε» παρέα, περιμένοντας τον λογαριασμό της αφέλειάς σας να νομίζετε ότι δραπετεύει κανείς από τη φυλακή της ύπαρξης και των χθόνιων βαρών της…
Τα ευρώ σας θερίζονται σαν τα στάχυα από τα μυδράλια των εστιατόρων, των ξενοδόχων και των καφετζήδων σε πόλεις, νησιά, χωριά και λόγγους. Πέφτουν σαν τους στρατιώτες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στις μάχες του Σωμ, του Υπρ, του Βερντέν και των άλλων σφαγείων της μαζικής παράνοιας του 1914-1918.
Η φρουρά των λιγοστών ευρώ, που κατόρθωσες να συγκεντρώσεις με τα χίλια ζόρια από τον ξεζουμίδη ταληροφονέα αφεντικούλη, πίπτει ηρωικά στις ταβέρνες που χρησιμοποιούν χιλιοτηγανισμένο ηλιέλαιο για να σου φτιάξουν «τοπικά πιάτα» (στραπατσάδα της πυρκαγιάς, τηγανητά κολοκύθια και ίχνη γαύρου, καρβουνιασμένα σαν μάγισσες στο Σάλεμ των ΗΠΑ κ.ά.). Το ελληνικό θέρος μπορεί να πει κάποιος ότι είναι το ακριβότερο φεστιβάλ ηλιελαίου στον πλανήτη. Πας στο νησί για να φας τηγανητά και να αρρωστήσεις με στιλ. Τα ευρώ σου πέφτουν και στις καφετέριες με τα κακοπληρωμένα και μονίμως στραβομουτσουνιασμένα γκαρσόνια, που σου σερβίρουν ταγκισμένο καφέ φτιαγμένο από μηχανή, η οποία έχει να συντηρηθεί από τον Α΄ Κριμαϊκό Πόλεμο.
Κι αν κατευθυνθείς σε νήσο, μπορεί να πας στο χωριό σου. Έχεις καιρό να δεις συγγενείς και «φίλους», και, επειδή γνωρίζεις ότι θα σε κουτσομπολέψουν ανηλεώς εκείνοι που προσποιούνται τους ενθουσιασμένους που σε είδαν, κερνάς. Κι ενώ κερνάς, για να μη σε πουν τσιφούτη, γνωρίζεις ότι ούτως ή άλλως θα σε θάψουν – κεράσεις δεν κεράσεις. Θα πουν ότι γέρασες, πάχυνες, χάλασες, είσαι άσπρος σαν χαρτί, κόκκινος σαν παντζάρι, κουρασμένος, η γυναίκα σου είναι λάμια και τα παιδιά σου ασέβαστα και κάνουν σαν τα λυσσασμένα, το αμάξι σου είναι κακαρούτα ή παραφαίνεται καλό και ακριβό, και είσαι κλέφτης, κομματόσκυλο, λαμόγιο και πάντοτε φαινόσουν ότι θα γίνεις κουμάσι.
Συνεχίζεται…