Ενημερωτικό Portal του Ράδιο Γάμμα 94 FM, Πάτρα
 

Η ελληνική «πρεσβυωπία»

Της Σωτηρίας Ορφανίδου*

Η ελληνική κοινωνία, όπως και μεγάλο μέρος του πλανήτη, φαίνεται ότι διανύει μια μετατραυματική περίοδο που νομοτελειακά διαδέχτηκε δύο σημαντικά και μεγάλης διάρκειας γεγονότα. Το πρώτο είναι η οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2008 και συνοδεύτηκε από την εφαρμογή μιας άκρως επώδυνης δέσμης μέτρων που άλλαξαν την καθημερινή ζωή των περισσότερων Ελλήνων προς το χειρότερο. Το δεύτερο ήταν η περίοδος του φόβου, του εγκλεισμού και των σκληρών μέτρων της πανδημίας – μέτρα που προκάλεσαν τραύματα σε πολλαπλά επίπεδα, αφήνοντας τους ανθρώπους μουδιασμένους και οικονομικά ακόμα πιο κατεστραμμένους.

Έτσι, η σημερινή ελληνική κοινωνία μοιάζει σαν να βρίσκεται υπό την επήρεια ενός ισχυρού μετατραυματικού σοκ. Η φτωχοποίηση είναι εμφανής και αποτελεί εμπειρία και όχι θεωρία, το κόστος ζωής και η φορολογία βρίσκονται στα ύψη, ενώ δεν φαίνεται να βελτιώνεται η κατάσταση στον ορίζοντα. Ενίοτε, τα επιδόματα-γλειφιτζούρια που χορηγεί το κράτος (συνήθως με πολλές προϋποθέσεις και προσφάτως αποκλειστικά με χρήση ψηφιακού χρήματος) γλυκαίνουν πρόσκαιρα το πικρό στόμα κάθε «ωφελουμένου», όπως ονομάζονται οι δικαιούχοι σε μια προπαγανδιστική προσπάθεια ανάδειξης μιας δήθεν θετικότητας.

Γεγονός πάντως είναι ότι όσα δυσάρεστα συμβαίνουν εντός της χώρας -ακρίβεια, πληθωρισμός, μειώσεις μισθών, διαρκής ψήφιση αντιλαϊκών μέτρων, εντεινόμενη ψηφιακή επιτήρηση- βρίσκουν τον Έλληνα πολίτη σε μια κατάσταση ακατανόητης ακινητοποίησης και παθητικότητας. Μοιάζει να παρακολουθεί σαν θεατής μια τραγωδία στην οποία στην πραγματικότητα πρωταγωνιστεί ο ίδιος. Ενημερώνεται καθημερινά από τα ΜΜΕ για τη διαδοχική ψήφιση δυσμενών νομοθετημάτων που θα κάνουν τη ζωή του ακόμα πιο αφόρητη, χωρίς αυτό να του προκαλεί κάποια δυναμική αντίδραση.

Όση πρόσκαιρη οργή υπάρχει για οποιαδήποτε κοινωνική αδικία διοχετεύεται κυρίως στα πληκτρολόγια των social media και πίσω από τις κλειστές πόρτες της οικογενειακής βίας. Άγχος, ανασφάλεια και αγωνία για το αύριο και για ένα πολύ δύσκολο σήμερα, που, όπως είναι αναμενόμενο, κάνει να φαίνεται μονόδρομος η φυγή στο εξωτερικό, σε καλύτερες συνθήκες για όσους είναι νέοι και κατέχουν κατάλληλα επαγγελματικά εφόδια, δηλαδή για το λεγόμενο «παραγωγικό δυναμικό» της χώρας.

Η φτώχεια και η φτωχοποίηση (δηλαδή, η διαρκής και συστηματική διαδικασία προς την πλήρη οικονομική εξαθλίωση) των Ελλήνων αντιμετωπίζονται από τα θύματά τους ως αναπότρεπτο κακό. Ο Έλληνας φορολογούμενος αναγνωρίζει ορισμένους φόρους ως παράλογους, αλλά στύβει τον εαυτό του ώστε να τους πληρώσει. Υποψιάζεται ότι η ακρίβεια στα βασικά αγαθά είναι αδικαιολόγητη, ωστόσο δεν απαιτεί συλλογικά την αποκατάσταση των αξιών ή τις προσαρμογές των αμοιβών του. Αντιμετωπίζει τους εκλεγμένους από εκείνον νομοθέτες ως μια αυταρχική ολιγαρχία, απέναντι στην οποία είναι εντελώς αδύναμος.

Αυτό το «πάγωμα» της θυματοποιημένης κοινωνίας κατάφερε αισθητά να σπάσει η υπόθεση των Τεμπών, που οδήγησε σχεδόν ένα εκατομμύριο ανθρώπους στους δρόμους ολόκληρης της επικράτειας, κινητοποιώντας επίσης τις ελληνικές κοινότητες εκτός συνόρων τον Ιανουάριο του 2025.

Αυτό που κάνει, όμως, εντύπωση είναι ότι κατά τη μετα-πανδημική περίοδο οι περισσότερες συζητήσεις για τα θέματα που απασχολούν τον καθημερινό άνθρωπο στη χώρα μας -εκτός από τις αθλητικές ομάδες και τη Eurovision- είναι εστιασμένες πολύ μακριά – Συρία, Γάζα, εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ, Ρωσία, Ουκρανία, Ιράν, ο πρόσφατος θάνατος του Πάπα κ.ο.κ. Πολύωρες συζητήσεις και αναλύσεις, εκτιμήσεις, προβλέψεις, τόσο στις παρέες και στα καφενεία όσο φυσικά και στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.

Σε αυτό το σημείο θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς το εξής: γιατί η ενέργεια του νου, της σκέψης και του διαλόγου κατευθύνεται τόσο πολύ σε γεγονότα που, γεωγραφικά τουλάχιστον, συμβαίνουν σε τόσο μεγάλη απόσταση; Πράγματι, έχουν γεωπολιτική σημασία και είναι κοινώς αποδεκτό ότι ζούμε σε έναν παγκοσμιοποιημένο πλανήτη, όπου τα φαινόμενα τύπου «ντόμινο» μπορούν εύκολα να κλονίσουν την παγκόσμια ειρήνη, τη γεωπολιτική ισορροπία και την παγκόσμια αλλά και την εγχώρια οικονομία.

Όμως, αναρωτιέται κανείς: είναι πιο σημαντικό για την καθημερινότητα, την ποιότητα ζωής και το άμεσο μέλλον μας τι κάνει ο Τραμπ στις ΗΠΑ από το τι κάνει η τοπική ή δημοτική Αρχή στην οποία ανήκει η γειτονιά που ζούμε; Από τύπους σαν τον Τραμπ εξαρτάται αν θα φυτευτούν δέντρα, αν θα μπαζωθούν πλατείες, αν θα υπάρχουν χώροι αναψυχής και στάθμευσης, πρόσβαση για ΑμεΑ, κατάλληλοι χώροι για παιδιά και ποδήλατα, υπηρεσίες καθαριότητας, καθαρά πεζοδρόμια, συγκοινωνίες που έρχονται στην ώρα τους, φώτα στους δρόμους που θα δουλεύουν όπως πρέπει; Ή μήπως ο Τραμπ ή οποιοσδήποτε μεγα-ηγέτης αποφασίζει αν θα διατεθούν τα απαραίτητα κονδύλια, ώστε να λειτουργήσουν στοιχειωδώς ομαλά ευαίσθητα ελληνικά κρατικά ιδρύματα, όπως νοσοκομεία και σχολεία;

Βέβαια, θα μπορούσε η ενασχόληση με κάτι που συμβαίνει πολύ μακριά και για το οποίο δεν έχουμε καμία συμβολή και έλεγχο να εξυπηρετεί κάποιες… ανάγκες. Όπως ότι σε τέτοια «μακρινά» ζητήματα δεν καλούμαστε να συμμετάσχουμε, να πάρουμε ουσιαστική πρωτοβουλία ή να αναλάβουμε κάποια ευθύνη για την επίλυσή τους. Ακόμα και η έκφραση της άποψής μας δεν θα έχει σημαντικό αντίκτυπο, ούτε καν θα χρεωθούμε εάν διατυπώσαμε κάτι λάθος. Τα μεγάλα και μακρινά προβλήματα κάνουν τα δικά μας κοντινά να μοιάζουν μικρότερα. Άρα, ίσως λιγότερο επώδυνα.

Με άλλοθι τη φιλοσοφία που υποδεικνύει ότι είναι καλό να κοιτάζουμε το δάσος και όχι το δέντρο, καταλήγουμε να αφήνουμε το δέντρο μας να ρημάζει, ενώ ζούμε πάνω σε αυτό, μέσα στο (ψηφιακό) δεντρόσπιτό μας. Δήθεν αφοσιωμένοι σε όσα συμβαίνουν μακριά, δικαιολογούμε στους εαυτούς μας την απραξία μας και αναλαμβάνουμε ένθερμα τους ρόλους του παρατηρητή και του σχολιαστή των προβλημάτων των άλλων. Ακριβώς όπως το κουτσομπολιό και η ενασχόληση με τις αναποδιές και τη δυστυχία των άλλων μάς δίνει μια κρυφή ικανοποίηση και ανακούφιση, ότι δήθεν η ζωή μας δεν είναι τόσο θλιβερή και μίζερη από όσο πραγματικά είναι.

Υιοθετώντας έναν τέτοιον μηχανισμό, ο Έλληνας πολίτης σήμερα δεν δείχνει να ενοχλείται από τα αυτονόητα: πεζοδρόμια ανύπαρκτα ή επικίνδυνα, ανομία στους δρόμους με αποτέλεσμα βαρύ φόρο αίματος (και, όχι, τα πρόστιμα δεν αποτελούν πρόληψη ούτε κυκλοφοριακή αγωγή), δημόσιες υπηρεσίες που επαφίενται στο φιλότιμο κάθε υπαλλήλου, σχολικά κτίρια ακατάλληλα, κενά εκπαιδευτικών λειτουργών, άκρως καταπονημένο δημόσιο σύστημα υγείας, υποστελέχωση νοσοκομείων και Πυροσβεστικού Σώματος, δυσβάσταχτη φορολογία και κόστος ζωής, ανεργία – και η λίστα δεν τελειώνει εδώ. Ο πολίτης απαξιώνεται καθημερινά από κάθε κατεύθυνση και υπομένει τη ζωή σε μια χώρα που διαρκώς του δημιουργεί δυσκολίες και εμπόδια, αντί να επιλύει. Ο ίδιος πασχίζει να επιβιώσει και να βιοποριστεί σε ένα κράτος που τον φορολογεί βαριά, σχεδόν τιμωρητικά. (Εδώ ας θυμηθούμε την ανέκδοτη φράση που λέει το εξής: «Πρόστιμο είναι χρήματα που πρέπει να πληρώσεις για κάτι που έκανες λάθος και φόροι είναι χρήματα που πρέπει να πληρώσεις για κάτι που έκανες σωστά»!)

Σαν να πάσχει η κοινωνία από πρεσβυωπία και να αδυνατεί να εστιάσει και να διαχειριστεί όσα συμβαίνουν κοντά, εδώ, κάτω από τη μύτη μας. Όμως, τα καλά νέα είναι πως αυτή η πρεσβυωπία είναι αυτοάνοση, άρα και αυτοϊάσιμη. Όλα εξαρτώνται από εμάς. Δεν υπάρχουν σωτήρες εκεί έξω. Αρκεί να πιστέψουμε ότι αξίζουμε ένα καλύτερο αύριο και -γιατί όχι;- ένα καλύτερο σήμερα και μια αξιοπρεπή αντιμετώπιση από θεσμούς και κράτος. Έτσι θα μπορέσουμε να αντιμετωπίζουμε και ο ένας τον άλλον, αλλά και τον ίδιο μας τον εαυτό, με αξιοπρέπεια.

*Συγγραφέας

Μοιραστείτε το άρθρο
Χωρίς σχόλια

Αφήστε ένα σχόλιο