Το κείμενο που είναι γνωστό ως το «Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας», υποβλήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 1913 στην Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη του Λονδίνου στις κυβερνήσεις των Έξι Μεγάλων Δυνάμεων.
Στο Πρωτόκολλο καθοριζόταν αναλυτικά η οροθετική γραμμή, η οποία σε γενικές γραμμές αποτελεί και τη γραμμή των σημερινών συνόρων Ελλάδας – Αλβανίας.
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ
«Υπογράφηκε από την Επιτροπή Διακανονισμού των συνόρων της Νότιας Αλβανίας στη Φλωρεντία στις 17 Δεκεμβρίου 1913».
Χάραξη της Οροθετικής Γραμμής
Η οροθετική γραμμή ξεκινά από το σημείο C (σε χάρτη αυστριακής εκδόσεως υψοδείκτης 1738, στα ΒΑ της θέσεως Μάντρα Νικολίτσα), όπου τα προς τα Νότια όρια του Καζά (Επαρχίας) της Κορυτσάς συναντιόνται με την κορυφογραμμή του Γράμμου. Κατευθύνεται προς τα Νότια ακολουθώντας την κορυφογραμμή του Γράμμου, μέχρι την Μαύρη Πέτρα, στη συνέχεια περνάει από τους υψοδείκτες 2536 (Ελληνικοί χάρτες 2520) και 2019 και ενώνεται με το Γκόλιο.
Από εκεί, αφού ακολουθήσει τη γραμμή που διαχωρίζει τα νερά, μέχρι τον υψοδείκτη 1740, περνάει ανάμεσα από τα χωριά Ραντάτι και Προσήλιο (Κουρσάκα), κατευθύνεται προς το λόφο ΒΑ του Κούκεσι, από όπου κατεβαίνει για να φτάσει στο Σαραντάπορο ποταμό.
Ακολουθεί την κοίτη του παραπάνω ποταμού μέχρι τη συμβολή του με τον Αωό (Βογιούσα) ποταμό, από όπου συναντά την κορυφογραμμή του όρους Τούμπα, περνώντας ανάμεσα στα χωριά Μολυβδοσκέπαστος (Δεπαλίτσα) και Μεσσαριά και στους υψοδείκτες 1956 και 2000.
Από την κορυφογραμμή της Τούμπας η οροθετική γραμμή κατευθύνεται προς τα Δυτικά στον υψοδείκτη 1621, περνώντας προς τα Βόρεια του χωριού Δρυμάδες.
Στη συνέχεια ακολουθεί τη γραμμή που διαχωρίζει τα νερά μέχρι τον υψοδείκτη στα ΒΑ του χωριού Επισκοπή (σύμφωνα με τις ενδείξεις του παραπάνω χάρτη).
Από εκεί κατευθύνεται προς τα Νότια ακολουθώντας την κορυφογραμμή ανάμεσα Ραντάτι, που παραμένει στην Αλβανία και Αργυροχώρι (Γαϊδοχώρι) που παραμένει στην Ελλάδα, κατεβαίνει προς την κοιλάδα του Δρίνου και διασχίζοντας τον ποταμό ανεβαίνει προς το λόφο της Κακκαβιάς, αφήνοντας τα χωριά Βάλτιστα (σημ. ιστολογίου: σημερινή Χαραυγή) και την Καστάνιανη στην Ελλάδα και την Κοσοβίτσα στην Αλβανία και φτάνει στη Μουργκάνα, υψοδείκτης 2124 (Ελληνικοί χάρτες 1806). Από εκεί συναντά τη Στρουγγάρα και από το Βερτόπι και τον υψοδείκτη 750, αφήνοντας τα χωριά Γιάνναρη και Βέρβα στην Αλβανία, περνάει από τους υψοδείκτες 1014, 675, 839, κατευθύνεται προς τα ΒΔ και αφήνοντας την Κονίσπολη στην Αλβανία, ακολουθεί την κορυφογραμμή των λόφων Στύλος και Όρμπα και προτού φτάσει στον υψοδείκτη 254, στρέφεται προς τα Νότια και συναντά τον όρμο Φτελιά».
Με τη διακοίνωση τους οι Μεγάλες Δυνάμεις προς την Ελλάδα, ανακοίνωναν την απόφαση τους να δοθούν στο ελληνικό κράτος όλα τα νησιά του Αιγαίου, που στην πραγματικότητα κατέχονταν ήδη από αυτό, με εξαίρεση την Ίμβρο και την Τένεδο, που αποδίδονταν στην Τουρκία. Η οριστική εκδίκαση των νησιών δεν θα ίσχυε παρά μόνο όταν τα ελληνικά στρατεύματα εκκένωναν τα εδάφη της Βόρειας Ηπείρου που είχαν απελευθερώσει κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου και τα οποία είχαν επιδικασθεί με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας στην Αλβανία. Επίσης απαιτούσε από την Ελληνική Κυβέρνηση να δεσμευθεί και τυπικά ότι δεν θα πρόβαλε καμία αντίσταση, ούτε θα υποστήριζε ή θα ενθάρρυνε άμεσα ή έμμεσα κανενός είδους αντίδραση κατά του καθεστώτος που οι Έξι Δυνάμεις είχαν θεσπίσει στη «Νότια Αλβανία».
Η εκκένωση θα άρχιζε την 1η Μαρτίου 1914 με την αποχώρηση των Ελληνικών δυνάμεων από την περιοχή της Κορυτσάς και το νησί Σάσωνα και θα τερματιζόταν στις 31 Μαρτίου από την περιοχή Δελβίνου.
Η Ελλάδα μπροστά στον εκβιασμό «Αιγαίο ή Βόρειος Ήπειρος» και έχοντας μόλις βγει από δύο συνεχόμενους Βαλκανικούς Πολέμους – με μία Βουλγαρία και μία Τουρκία που καιροφυλακτούσαν για εκδίκηση από τις πρόσφατες συντριβές τους και γνωρίζοντας ότι δεν θα έχει καμία βοήθεια από πουθενά αλλού – αποφάσιζε να υποκύψει στη θέληση των ισχυρών και να εγκαταλείψει αυτή την πανάρχαια ελληνική γη που μόλις πριν λίγους μήνες είχε απελευθερώσει με ποταμούς αιμάτων…
Πηγή: Hellas-now