Του Γιώργου Κ. Στράτου
Η κατάσταση όχι μόνο με την εγκληματικότητα, αλλά και με τη συμπεριφορά ικανού αριθμού εφήβων, έχει φτάσει δυστυχώς στο απροχώρητο. Τραγικά συμβάντα, θλιβερά γεγονότα, ανήκουστες συμπεριφορές εκτυλίσσονται καθημερινά σε σχολεία, πλατείες, γειτονιές όλης της χώρας. Η κοινωνία, οι οικογένειες και οι θεσμοί μας παρακολουθούν αποσβολωμένοι, αμήχανοι και εκ του αποτελέσματος ανίκανοι να αντιδράσουν. Η «δημοκρατία» έχει θίξει κατ’ επανάληψη το θέμα ακόμα και σε πρόσφατο πρωτοσέλιδο τίτλο και στο κύριο άρθρο της.
Δεν θα επιχειρήσουμε να υποκαταστήσουμε τους ειδικούς επιστήμονες στην αναζήτηση των αιτίων για το φαινόμενο και στις προτάσεις για την αντιμετώπισή του. Δεν είναι δα και λίγοι όσοι θα έπρεπε να εμπλέκονται ήδη από τους αρμοδίους να τους απασχολήσουν για τον σκοπό αυτό. Θα καταγράψουμε μερικές προφανείς παρατηρήσεις που φανερώνουν την παχυλή άγνοιά μας και την ασυγχώρητη επιπολαιότητά μας επί του προκειμένου. Δεν είμαστε αθώοι του αίματος!
Οι σημερινοί έφηβοι έχουν γεννηθεί μέσα στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Σε χρόνο που συμπίπτει με την έναρξη των Μνημονίων και τη μεγάλη οικονομική κρίση που καταβαράθρωσε τη χώρα μας συνολικώς. Ακολουθώντας την κλασική απόσταση των τριάντα χρόνων που χωρίζουν τις γενιές μεταξύ τους, οι γονείς τους είναι γεννημένοι γύρω στη δεκαετία του ’80 και οι παππούδες τους σ’ αυτήν του ’50. Από την παράθεση και μόνο των χρονολογιών αντιλαμβάνεται κανείς τις κοσμοϊστορικές αλλαγές που έχουν συμβεί στο διάβα αυτών των δεκαετιών. Από την κατεστραμμένη, διχασμένη και πεινασμένη Ελλάδα της Μεταπολεμικής και Μετεμφυλιακής περιόδου, στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, με τη σταθερότερη και πληρέστερη Δημοκρατία που γνώρισε ποτέ ο τόπος μας μαζί με τον άκρατο και άκριτο καταναλωτισμό και από εκεί στην απόλυτη καλωδίωση και τη ζωή και την κοινωνική συνύπαρξη κυρίως μέσω κινητών και υπολογιστών.
Από τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες και ταινίες, στο TikTok και το Instagram, από τον πληθυντικό αριθμό στους μεγαλύτερους, τα χειροφιλήματα στις γιαγιάδες, το κατηχητικό, τους προσκόπους και τις πολιτικές νεολαίες στις συμμορίες των τράπερ και στα μαχαιρώματα στα σχολικά προαύλια. Αυτήν την κοσμογονία εμείς την αντιμετωπίσαμε σαν «ένα τσιγάρο δρόμος»! Γονείς και εκπαιδευτικοί, οικογένειες και κράτος, με μία πρωτοφανή και ασυγχώρητη αφέλεια θεωρήσαμε ότι όλα αυτά θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν χωρίς τη συνδρομή ειδικών επιστημόνων μέσα στα σχολεία αλλά και στις οικογένειές μας! Η παχυλή μας άγνοια γέννησε μία ιδιότυπη αυταρέσκεια, που μας έκανε να πιστέψουμε ότι οι ίδιοι χωρίς τη βοήθεια και την καθοδήγησή τους θα μπορούσαμε μόνοι μας να διαχειριστούμε την ανατροφή των βλαστών μας! «Άξιος ο μισθός μας»!
Και τώρα κλαίμε σαν τις μετανοούσες Μαγδαληνές πάνω από την καρδάρα με το χυμένο γάλα. Δαιμονοποιούμε την εφηβεία ως περίπου «ψυχική διαταραχή», αυστηροποιούμε τις ποινές για τους παραβάτες λες και η καταστολή προηγείται της πρόληψης και δεν λέμε κουβέντα για τις αιτίες που έχουν οδηγήσει μία ολόκληρη γενιά παιδιών να περιφέρεται μέσα στον απόπατο που άλλοι έχουν φτιάξει γι’ αυτήν, δίχως να τους προτείνουμε ούτε υπόνοια διεξόδου. Χωρίς να αναρωτιόμαστε καν: σε ποια γλώσσα θα επικοινωνούσαμε αδιαμεσολάβητα με τη γενιά των «μπρο», του «μπιφ» και των «γιόλο»; Μήπως ήρθε η ώρα να ρωτήσουμε; Μήπως η ερημιά που περιζώνει τα παιδιά μας πρέπει να γίνει η αφορμή να ξαναδούμε και τις δικές μας ερημιές και σκοτεινιές, μπας και ξαναβγούμε μαζί στο ξέφωτο;