Mετά την πανδημία καταγράφηκε μια ευρεία απροθυμία των ανθρώπων να χάνουν την ώρα τους σε εργασίες που δεν αγαπούν σε μέσα μεταφοράς για να πάνε σε αυτές.
Ξαφνικά απόκτησε νόημα ο χρόνος και τι κάνεις με αυτόν. Πολλοί είδαν να αξίζει περισσότερο μια βόλτα στην παραλία με λίγα ευρώ στην τσέπη, από έναν μισθό που έτσι κι αλλιώς δεν τους φτάνει.
Το φαινόμενο καταγράφεται και στην Ελλάδα και μάλιστα δυναμικά. Ο ένας στους δυο νέους – γεννηθέντες από το 1994 και μετά – δεν πάει για δουλειά.
Οι αριθμοί λένε ότι σε αυτή την ηλικία δεν εργάζονται 500.000 Έλληνες είτε γιατί παρατείνουν τις σπουδές τους, είτε γιατί δεν βρίσκουν μια δουλειά αντάξια των προσόντων τους, είτε πολύ απλά γιατί δεν θέλουν.
Μαζί με την Ιταλία έχουμε την χειρότερη μη απασχόληση στην Ευρώπη για την λεγόμενη generation Z. Έχει μια αξία να κατανοήσουμε τους λόγους για το φαινόμενο αυτό.
– Οι προσφερόμενες δουλειές είναι σερβιτόροι, ντιλιβεράδες και γενικώς εργασίες αναντίστοιχες με τα προσόντα τους
– Οι μισθοί είναι χαμηλοί και κάποια στιγμή συνειδητοποιούν ότι είτε εργάζονται είτε όχι πάλι άφραγκοι είναι.
– Τα υψηλά ενοίκια δεν τους επιτρέπουν να φύγουν από το πατρικό, έτσι πιο εύκολα αποφασίζουν την αεργία.
Τι κάνουν λοιπόν σήμερα όσοι νεαροί Έλληνες εργάζονται; Πέντε στους 100 εργάζονται σε επιχείρηση της οικογένειας, 83 στους 100 είναι μισθωτοί με χαμηλό εισόδημα και οι 11 σε θέσεις υποαπασχόλησης.
Τι δεν καταγράφουν οι μετρήσεις της ΕΛΣΤΑΤ; Εργαζόμενους σε υψηλές, σημαντικές θέσεις. Είναι φανερό ότι σε αυτή την ηλικία ή κάθονται γιατί κανείς δεν τους βλέπει, ή έχουν φύγει στο εξωτερικό. Η χώρα δεν πάει καλά αλλά ποιο κόμμα θα μας πει πως θα διορθώσουμε και αυτό το πρόβλημα;