Από τις λέξεις της ελληνικής με την αναμφισβήτητη σημιτική προέλευση μπορούμε να αντλήσουμε πολύ σημαντικές πληροφορίες για τις πρώιμες ελληνοσημιτικές επαφές
Η πρωτοτυπία μιας γλώσσας έγκειται, ως γνωστόν, στις λέξεις της που δημιουργήθηκαν ανά τους αιώνες για να αποδώσουν την ξεχωριστή φυσιογνωμία ενός τόπου εγκατάστασης, τις χαρακτηριστικές δραστηριότητες ενός πληθυσμού, καθώς και έννοιες που σχετίζονται με τον πνευματικό κόσμο αυτού. Η εξέλιξη και –κυρίως– η μετάδοση των ειδικών όρων του ενός ή του άλλου ιδιώματος φανερώνουν εμμέσως περαιτέρω ανάπτυξη και επέκταση δραστηριοτήτων, μετακινήσεις, αλλά και την αίγλη εκείνων που χρησιμοποιούν το ιδίωμα αυτό. Επομένως, ο δανεισμός των εν λόγω ιδιαιτεροτήτων συνιστά αναμφίβολα μια πολύτιμη πηγή πληροφοριών για τη μελέτη της διαδρομής ενός λαού μέσα στο χρόνο.
Έχοντας κατά νουν τα ανωτέρω, αντιλαμβανόμαστε ότι οι ξένες λέξεις που απαντούν στη μυκηναϊκή γλώσσα, στα κείμενα δηλαδή της Γραμμικής Β –τα πρώτα, θυμίζουμε, γνωστά ελληνικά κείμενα–, αντανακλούν τις επαφές και τις ανταλλαγές μεταξύ των πρώτων Ελλήνων που έφθασαν στις ακτές της Μεσογείου και των εγγύτερων ή πλέον απομακρυσμένων γειτόνων τους. Πέραν ορισμένων προσηγορικών (κοινών) ονομάτων που δανείστηκαν από τους γηγενείς πληθυσμούς και ήταν αντιπροσωπευτικά του όλου μεσογειακού χώρου, οι έποικοι αυτοί υιοθέτησαν και λέξεις που προέρχονταν από τη σημιτική Ανατολή. Τα σπάνια δείγματα τέτοιου είδους σε μυκηναϊκές πινακίδες αφορούν δύο ονόματα μπαχαρικών (κύμινον και σήσαμον, ήτοι σουσάμι), ένα πολύτιμο μέταλλο (χρυσός) και ένα ύφασμα – ένδυμα κατασκευασμένο από λινό (χιτών). Το γεγονός αυτό υποσημαίνει την προέλευση των σημιτικών αυτών δανείων από το πεδίο των εμπορικών ανταλλαγών, που πρέπει να διεξάγονταν κατά κύριο λόγο με δύο γειτονικές πόλεις της μεσογειακής ακτογραμμής, την Τύρο και τη Σιδώνα (δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι το εμπόριο χρυσού αποτελούσε τη βάση της ανθηρής οικονομίας των Φοινίκων).
Πολύ περισσότερα και πιο σύνθετα είναι τα δάνεια σημιτικής προέλευσης που περιλαμβάνουν τα κείμενα σε αλφαβητική γραφή (η Γραμμική Β, όπως έχουμε αναφέρει κατ’ επανάληψιν, ήταν προαλφαβητική γραφή). Στα εν λόγω κείμενα χρησιμοποιείται μια ολόκληρη σειρά σημιτικών όρων που δηλώνουν φυτά, μέταλλα, υφάσματα, ενδύματα και δοχεία για τη μεταφορά εμπορευμάτων, ενώ δεν απουσιάζει και η τεχνική ή εμπορική ορολογία. Από τις λέξεις αυτές της ελληνικής με την αναμφισβήτητη σημιτική προέλευση μπορούμε να αντλήσουμε πολύ σημαντικές πληροφορίες για τις πρώιμες ελληνοσημιτικές επαφές.
Κατ’ αρχάς, πέρα από το «κύμινο» και το «σουσάμι» που προαναφέραμε, πέρασε στην ελληνική ικανός αριθμός σημιτικών λέξεων που δηλώνουν αρωματικά ή χρωστικά φυτά, μπαχαρικά και θυμιάματα: κασσία και κιννάμωμον (δύο ποικιλίες κανελόδεντρου, λέξεις που πρωτοεμφανίζονται στη Σαπφώ και στον Ηρόδοτο), κρόκος (η ζαφορά ή το σαφράνι, λέξη που χρησιμοποιείται ήδη στην Ιλιάδα του Ομήρου), μύρρα (η αραβική μυρτιά ή μυρσίνη ως θυμίαμα αλλά και ως δέντρο, όρος που συναντάται ήδη στην εποχή της Σαπφούς), κύπρος (η χένα, φυτική χρωστική καλλυντική ουσία).
Πηγή: in.gr