Του Ανδρέα Κοσιάρη
Ο μοναδικός λόγος που το ζήτημα του εγκλήματος των Τεμπών βρίσκεται ακόμα στη δημοσιότητα είναι η προσπάθεια συγκάλυψής του από την κυβέρνηση. Τα βασικά του ερωτήματα έχουν απαντηθεί εδώ και καιρό.
Έγινε στα Τέμπη ένα έγκλημα και όχι απλά ένα δυστύχημα;
Οι αρμόδιοι γνώριζαν ότι ο σιδηρόδρομος είναι επικίνδυνος και χωρίς δικλείδες ασφαλείας σε περίπτωση λάθους. Δεν ενημέρωσαν το κοινό και δεν έλυσαν επί χρόνια τα ζητήματα ασφαλείας, με άμεσο αποτέλεσμα να μην μπορεί τίποτα να σταματήσει μια πολύνεκρη σύγκρουση. Στοιχειοθετείται, λοιπόν, τουλάχιστον εγκληματική αμέλεια. Οι αρμόδιοι ήξεραν ή θα έπρεπε να ξέρουν ότι οι πράξεις και οι παραλείψεις τους θα στοιχίσουν ζωές.
Ποιον πρέπει να κατηγορήσουμε;
Οι Αμερικανοί έχουν μια φράση που την αποδίδουν στον πρόεδρο Χάρι Τρούμαν — αν και προέρχεται από το πόκερ και το παρατσούκλι «buck» για τη μάρκα που δείχνει ποιος μοιράζει στον γύρο. «The buck stops here», «η ευθύνη σταματά εδώ» έγραφε μια πλακέτα που είχε στο γραφείο του ο Τρούμαν και, ό,τι και να έχει να πει κανείς για εκείνον, η φράση αποδίδει μια συγκεκριμένη οπτική για την πολιτική (και όχι μόνο). Στην πυραμίδα της ιεραρχίας, ο ευρισκόμενος στην κορυφή έχει και τις ανάλογες ευθύνες.
Στην κορυφή της ιεραρχίας των ευθυνών, λοιπόν, για το ζήτημα των σιδηροδρομικών μεταφορών, ήταν ο υπουργός του αντίστοιχου υπουργείου, Κωνσταντίνος Αχ. Καραμανλής. Ήταν δε σε αυτήν τη θέση από την ημέρα που πρωτοσχηματίστηκε κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη, την 1η Ιουλίου 2019 και παρέμεινε σε αυτήν μέχρι μία ημέρα έπειτα από τη σύγκρουση στα Τέμπη, την 1η Μαρτίου 2023. Τέσσερα χρόνια παρά τέσσερις μήνες. Από πάνω του, υπάρχει μόνο ο πρωθυπουργός, που έχει την ευθύνη να ξέρει τι πράττουν οι υπουργοί του.
Ήξερε ο Καραμανλής για την έλλειψη ασφάλειας;
Κι αυτό το ερώτημα έχει απαντηθεί, από πολύ νωρίς μάλιστα. Πλείστες επιστολές είχαν προειδοποιήσει το υπουργείο και τον υπουργό προσωπικά για το πρόβλημα. Από όσο έχω καταλάβει, ούτε από χείλη στελέχους της κυβέρνησης δεν έχει ακουστεί ότι ο υπουργός δεν γνώριζε, όσο κι αν ο ίδιος αυτογελοιοποιήθηκε προσπαθώντας με ύφος να δημιουργήσει διάκριση μεταξύ «μη ασφάλειας» και «ζητημάτων ασφάλειας».
Γνώριζε, λοιπόν, ο Καραμανλής ότι δεν υπάρχει τίποτα να σταματήσει μια σύγκρουση σε περίπτωση λάθους που, λόγω των πολιτικών που και ο ίδιος επί τέσσερα σχεδόν χρόνια εφάρμοζε, ήταν πιο πιθανό να συμβεί — τα ρουσφέτια, η υποστελέχωση, η κερδοσκοπική ιδιωτικοποίηση, είναι όλα παράγοντες που αυξάνουν τις πιθανότητες ενός λάθους.
Έκανε κάτι για να το αποτρέψει;
Όχι απλά δεν έκανε τίποτα, ούτε για να αποτρέψει τυχόν δυστύχημα αλλά ούτε καν για να προειδοποιήσει τους πολίτες — οκτώ μόλις μέρες πριν τη σύγκρουση στις 20 Φεβρουαρίου 2023 έλεγε ανερυθρίαστα ψέματα και παρίστανε τον εξοργισμένο από το υπουργικό του βήμα στη Βουλή:
«Είναι ντροπή και ντρέπομαι, που θέτετε θέματα ασφαλείας. Θα ήθελα να ανακαλέσετε αμέσως», έλεγε κουνώντας το δάχτυλο προς βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ από τη Μαγνησία που είχε καταθέσει επίκαιρη ερώτηση για τραίνο που κάνει δρομολόγιο στο Πήλιο. «Είναι ντροπή. Όταν σας εξήγησα και σας το ξαναλέω. Διασφαλίζουμε την ασφάλεια. Είστε αδιάβαστος, δυστυχώς όπως πολλοί συνάδερφοι σας. Έχετε μπερδέψει την κατάσταση», συνέχισε και έπειτα παρομοίασε την ασφάλεια της διαδρομής του Πηλίου με την ασφάλεια της διαδρομής Θεσσαλονίκη-Αθήνα, για την έλλειψη της οποίας όπως είδαμε πιο πάνω γνώριζε. «(…Ο) επιβάτης μπορεί να αισθάνεται το ίδιο επίπεδο ασφαλείας» με τη γραμμή όπου οκτώ μέρες αργότερα σκοτώθηκαν 57 άνθρωποι, είπε. Τόνιζε μάλιστα με στόμφο «(θ)α συμφωνήσετε και εσείς ότι μία υπεύθυνη Πολιτεία δεν μπορεί να παίζει με την ασφάλεια των επιβατών».
Όμως η ελληνική «υπεύθυνη Πολιτεία» σίγουρα έπαιζε. Πέραν όλων των άλλων, την επομένη του δυστυχήματος ο πρωθυπουργός ήταν προγραμματισμένος να εγκαινιάσει κέντρο τηλεδιοίκησης Βορείου Ελλάδας — της ίδιας τηλεδιοίκησης που δεν υπήρχε για να σταματήσει τα δύο τραίνα. Τα εγκαίνια ακυρώθηκαν άρον-άρον και κανένας δημοσιογράφος, από εκείνους που έχουν πρόσβαση σε κυβερνητικά στελέχη, δεν ρώτησε ποτέ κανένα από αυτά τι ακριβώς θα εγκαινίαζε εκεί ο Μητσοτάκης.
Γιατί έλεγε ψέματα;
Την απάντηση σε αυτό μας την είχε δώσει — κι αυτήν πολύ νωρίς μετά τη σύγκρουση — ο πανταχού παρών Άδωνις Γεωργιάδης, και θα πρέπει να τον ευχαριστήσουμε γι’αυτό, καθώς προσέφερε μια εκ παραδρομής και «εξ αγχιστείας» ομολογία δόλου.
«Είσαι ο υπουργός Μεταφορών, μπορείς να πας στη Βουλή και να πεις “ναι, έχουμε πρόβλημα ασφάλειας στα τραίνα”;», αναρωτιόταν δήθεν αθώα ο Γεωργιάδης σε εκπομπή του καναλιού Blue Sky, οκτώ μέρες μετά τη σύγκρουση στις 7 Μαρτίου 2023. Καθώς δημοσιογράφος ξεκίνησε να του απαντά «Βεβαίως…», εκείνος έσπευσε «Μα αν το πεις αυτό, δεν θα μπει αύριο άνθρωπος στα τραίνα». Φαίνεται να συνειδητοποιεί τι ακριβώς λέει και το τέλος της φράσης ακούγεται κάπως ψελλισμένο. Αλλά μετά από σύντομη σκέψη επαναδιατυπώνει το «επιχείρημα» με μπόλικη αποποίηση ευθύνης: «Είναι πιθανόν ο υπουργός να σκέφτηκε, είναι πιθανόν, ότι αν εγώ ως υπουργός Μεταφορών βγω να πω ότι έχουμε πρόβλημα στα τραίνα αύριο τα τραίνα δεν θα λειτουργούν στην Ελλάδα» — και πάλι το τελευταίο κομμάτι βγαίνει κάπως μασημένο από τα χείλη του.
Ήταν βλέπετε οι πρώτες μέρες — όλοι έπρεπε να εμφανίζονται συντετριμμένοι τότε, με χαρακτηριστικό παράδειγμα εκείνη τη δακρύβρεχτη φωτογράφιση στο υπουργικό συμβούλιο της 9ης Μαρτίου. Έτσι και ο Γεωργιάδης δεν μπορούσε να σηκώσει ψηλά τους τόνους, να είναι εριστικός και ειρωνικός — όπως θα ήταν πολλούς μήνες αργότερα ως πρόεδρος της εξεταστικής ο Μαρκόπουλος ή όπως είναι σήμερα ο ίδιος ο Γεωργιάδης που μιλά για «κανιβαλισμό» απέναντι στον Καραμανλή ο οποίος «δεν έχει ποινικές ευθύνες» για τη σύγκρουση που «δυστύχημα ήταν όχι έγκλημα».
Όμως από το πιο πάνω ρητορικό σχήμα, εκείνο που σύμφωνα με τον Γεωργιάδη ήταν «πιθανόν ο υπουργός να σκέφτηκε» προκύπτει όχι μόνο πιθανή ποινική ευθύνη αλλά και πιθανός δόλος. Το σχήμα «αν έλεγε την αλήθεια – δεν θα έμπαινε κανείς στα τραίνα/τα τραίνα δεν θα λειτουργούσαν» αποτελεί αφενός παραδοχή εξαπάτησης του επιβατικού κοινού και αφετέρου την εισαγωγή ενός πιθανού αιτίου για αυτήν την εξαπάτηση. Η φράση μπορεί να ερμηνευτεί πολλαπλά, ως «θα χάσει η εταιρεία έσοδα», «θα κοπεί στα δύο η εμπορική μεταφορική δυνατότητα της χώρας», «θα ρεζιλευτεί η χώρα/η κυβέρνηση/ο υπουργός» ΄η άλλα ή και όλα αυτά — όμως σε όλα υπάρχει η έννοια του οφέλους, ιδίου, εταιρικού ή κρατικού-κυβερνητικού/κομματικού.
Το ακριβώς για ποιους λόγους είπε ψέματα ο Καραμανλής, και για ποιους λόγους δεν ολοκλήρωσε σε σχεδόν τέσσερα χρόνια ευθύνης την εφαρμογή συστημάτων ασφαλείας στους σιδηρόδρομους, θα έπρεπε να είναι (κατά το κλισέ) «θέμα της δικαιοσύνης». Ξέρουμε όμως ότι είπε ψέματα, ότι δεν έκανε όσα έπρεπε, και ότι ενδεχομένως το έκανε με δόλο.
Γιατί δεν είναι στο δικαστήριο;
Εδώ είναι που ξεκινά η συγκάλυψη. Αφενός, η συγκάλυψη υποθέσεων πολιτικών σκανδάλων είναι κωδικοποιημένη στην ίδια τη λειτουργία του πολιτικού συστήματός μας, μέσω του άρθρου 86 του Συντάγματος και του νόμου Περί Ευθύνης Υπουργών.
Από το νομικό αυτό τερατούργημα, που υιοθετήθηκε υποτιθέμενα για την προστασία των υπουργών από άδικες ποινικές κατηγορίες των αντιπάλων τους, συνάγεται η ουσιαστικά πλήρης απαγόρευση ποινικής δίωξης υπουργού για πλημμελήματα ή κακουργήματα που πιθανώς διέπραξε κατά την τέλεση των καθηκόντων του από τη Δικαιοσύνη — ακόμη κι αν υποθέταμε ότι έχουμε ή θα ήταν πιθανό να έχουμε Δικαιοσύνη που να ενδιαφέρεται να ελέγξει πράξεις υπουργών. Η Δικαιοσύνη δεν έχει τη δυνατότητα ούτε καν να διερευνήσει ουσιαστικά την εμπλοκή ενός υπουργού σε μια τέτοια υπόθεση, αλλά οφείλει να την προσκομίσει στο κοινοβούλιο μόλις εμφανιστεί το όνομά του σε αυτήν — το αρ. 86Σ απαγορεύει ρητά «Δίωξη, ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση» χωρίς την άδεια της Βουλής.
Ουσιαστικά ένας υπουργός μπορεί να οδηγηθεί σε δίκη μόνο από τους συναδέλφους του στο Κοινοβούλιο: απόλυτη πλειοψηφία 151 βουλευτών μπορεί να υπερψηφίσει δημιουργία Προανακριτικής Επιτροπής, μονάχα η οποία μπορεί να διενεργήσει προανάκριση για την υπόθεση, και προτείνει την άσκηση ή μη δίωξης, η οποία επίσης πρέπει να εγκριθεί από 151 βουλευτές. Έπειτα δημιουργείται Δικαστικό Συμβούλιο από υψηλόβαθμους δικαστές το οποίο εξετάζει τη δίωξη και προτείνει την παραπομπή σε δίκη ή την απαλλαγή με βούλευμα. Αν αποφασιστεί παραπομπή, συγκροτείται Ειδικό Δικαστήριο. Μονάχα τότε μπορεί να δει υπουργός αίθουσα δικαστηρίου ως κατηγορούμενος.
Η παραπάνω παράγραφος είναι μια συντομευμένη εκδοχή της διαδικασίας, αλλά ακόμα κι έτσι είναι εμφανές πόσο εσκεμμένα δύσκολη είναι. Ένα κυβερνόν κόμμα με αυτοδυναμία και καλή εσωτερική πειθαρχία στις ψήφους των βουλευτών του, μπορεί να προστατεύσει έναν νυν ή πρώην υπουργό σε απόλυτο βαθμό, ακόμα και από την παραμικρή δικαστική διερεύνηση των πράξεών του. Σε οποιαδήποτε τμήμα της διαδικασίας μέχρι την παραπομπή σε δίκη, μάλιστα, μια απόλυτη πλειοψηφία βουλευτών μπορεί να σταματήσει ανά πάσα στιγμή τη δίωξη. Η δίωξη ενός υπουργού είναι ουσιαστικά σχεδόν αδύνατη.
Συγκαλύπτει και η κυβέρνηση;
Από τα παραπάνω συνάγεται πως μόνο το κυβερνόν κόμμα θα μπορούσε, εάν το επιθυμούσε, να υποχρεώσει τον Καραμανλή να λογοδοτήσει — να δώσει απαντήσεις δηλαδή, κατ’ αντιπαράσταση με αντίλογο και στοιχεία. Θεωρητικά, αυτό θα μπορούσε να είχε γίνει και με την Εξεταστική Επιτροπή που πραγματοποιήθηκε για το δυστύχημα των Τεμπών, και η οποία είχε ανακριτικές εξουσίες και μπορούσε να προτείνει δημιουργία Προανακριτικής — όμως, η πλειοψηφία στις Εξεταστικές Επιτροπές καθορίζεται από την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο. Και έτσι, πάλι η Νέα Δημοκρατία μπορούσε να επιβάλει ποιοι θα κληθούν σε αυτήν, τον τρόπο με τον οποίο θα εξεταστούν, ποια στοιχεία θα εισαχθούν, αλλά και το τι θα λέει το υιοθετημένο από την πλειοψηφία πόρισμα. Όλοι είδαμε τον πρόεδρο της Επιτροπής Μαρκόπουλο με τη δύναμη της πλειοψηφίας από πίσω του να παρεμβαίνει για να προστατεύσει τον Καραμανλή και να σταματήσει με μπόλικη ειρωνεία επικίνδυνες για την κυβέρνηση ερωτήσεις σε αυτόν και άλλους μάρτυρες.
Δεν χρειάζεται να υπεισέλθει κανείς σε κανένα άλλο ζήτημα που να δείχνει την κυβερνητική συγκάλυψη: ούτε για την επικοινωνιακή διαχείριση χρειάζεται να μιλήσουμε, ούτε για το μπάζωμα, ούτε για τη βιαστική απόρριψη στοιχείων, ούτε για πορίσματα χημικών αναλύσεων, ούτε για εξαφανισμένα βίντεο από σταθμούς, ούτε για ανακριτικές αρχές που δεν κάνουν τις απαραίτητες έρευνες, ούτε για την παρεμπόδιση της ευρωπαϊκής εισαγγελείας, ούτε για τίποτα από όλα όσα έχουν ριχθεί στην επικοινωνιακή αρένα γύρω από τα Τέμπη, υπαρκτά ή μη.
Η πραγματικότητα είναι μία και αποκαλύπτεται προτού καν φτάσουμε σε όλα αυτά: Μονάχα η κοινοβουλευτική πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας έχει την εξουσία να αποφασίσει εάν θα διαλευκανθεί η υπόθεση ή όχι. Όσοι προκλητικά αρθρώνουν τη φράση «θα αποφασίσει η Δικαιοσύνη», προσπερνούν πάντοτε αυτό το καίριας σημασίας κομμάτι. Ακόμα κι αν είχε την πρόθεση, η Δικαιοσύνη δεν μπορεί ούτε καν να διερευνήσει τον Καραμανλή αν οι βουλευτές της ΝΔ δεν δώσουν την άδεια.
Η κυβέρνηση, και ο πρωθυπουργός προσωπικά, συγκαλύπτουν την υπόθεση του εγκλήματος των Τεμπών.
Άρα…
Γιατί το συζητάμε ακόμα;
Το συζητάμε ακόμα μονάχα γιατί υπάρχει αυτή η συγκάλυψη. Εάν ο υπουργός Καραμανλής είχε παραπεμφθεί σε προανακριτική διαδικασία, δεν θα χρειαζόταν καμία περαιτέρω συζήτηση. Θα κατατίθεντο στοιχεία, ο Καραμανλής θα έδινε απαντήσεις υπό την ποινή της ψευδορκίας σε επίσημες αρχές που θα λειτουργούσαν με δικαστικές εξουσίες και η υπόθεση θα προχωρούσε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
Θα μαθαίναμε και τις απαντήσεις σε όλα εκείνα τα παρεμπίπτοντα ερωτήματα που μονοπωλούν τον μιντιακό αέρα και θολώνουν το κύριο και βασικό ερώτημα, όπως τι μετέφεραν τα βαγόνια της εμπορικής, γιατί έγινε μπάζωμα και ποιος έδωσε εντολή για αυτό κ.ο.κ. Ή έστω θα μαθαίναμε ποιος ευθύνεται που δεν ξέρουμε αυτές τις απαντήσεις.
Δεν θα χρειαζόταν ούτε οι συγγενείς των θυμάτων να υποκεινται στο βασανιστήριο διαρκείας του να τρέχουν να διεκδικήσουν το δίκιο τους σε ευρωπαϊκά όργανα, να δέχονται συνεχείς συκοφαντίες και ειρωνείες από τον κάθε επώνυμο ή ανώνυμο κυβερνητικό τσάτσο, να τους νουθετούν παπάδες και εισαγγελείς για το πώς να μην εκφράζουν τον πόνο τους, να τους κάνουν προσβλητικές ερωτήσεις οι δημοσιογράφοι.
Για όλα αυτά, για τον τόνο, τον τρόπο και το περιεχόμενο των συζητήσεων γύρω από το έγκλημα των Τεμπών, για την ίδια την ύπαρξη της ανάγκης για συζητήσεις, τη μοναδική και απόλυτη ευθύνη έχει η κυβέρνηση και ο επικεφαλής της, Κυριάκος Μητσοτάκης, που με μία και μόνο απόφαση θα μπορούσε να τα είχε αποφύγει όλα αυτά.
Είναι, συνεπώς, μάλλον τραγικωμικό αν όχι απλά γελοίο, να παραπονιούνται κυβερνητικά στελέχη και προβεβλημένες δημοσιογραφικές πένες για «τοξικότητα», «αμφισβήτηση του κράτους δικαίου», «συνωμοσιολογία», «λαϊκισμό», και να επιτίθενται σε συγγενείς θυμάτων, σε συμπαραστάτες τους και στη συλλογή υπογραφών εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων. Τίποτα από αυτά δεν θα υπήρχε εάν δεν υπήρχε η συγκάλυψη.