Του Πάνου Σώκου
Mπορεί το 41% του Κυριάκου Μητσοτάκη και τα χαμηλά ποσοστά των κομμάτων της Κεντροαριστεράς να προϊδεάζουν για μία νέα άνετη νίκη του και στις ευρωεκλογές του Ιουνίου, όμως αυτή η εκλογική αναμέτρηση κάθε άλλο παρά αδιάφορη είναι για τους μελλοντικούς κομματικούς συσχετισμούς, χωρίς φυσικά από αυτούς να εξαιρείται και η δεξιά παράταξη στο σύνολό της.
Η κυβέρνηση ήδη στις δημοσκοπήσεις εισπράττει τη συνεχώς διογκούμενη κοινωνική δυσαρέσκεια, αποτέλεσμα ποικίλων πολιτικών επιλογών της (γάμος ομόφυλων ζευγαριών, ακρίβεια, κοινωνική αβεβαιότητα και ανασφάλεια, Τέμπη κ.λπ.), που την απομακρύνουν από κοινωνικά στρώματα τα οποία τη στήριξαν και από τα δεξιά της και από το κέντρο.
Βρίσκεται ήδη δημοσκοπικά στο 27-28% και αν δεν κατορθώσει να ανέβει πολύ πάνω από το 30% στις ευρωεκλογές, τότε θα χάσει την αίσθηση της παντοδυναμίας που έχει και θα αποδυναμωθεί η ηγετική εικόνα του κ. Μητσοτάκη – εν όψει προφανώς και των μελλοντικών ευρωπαϊκών, προσωπικών του στόχων.
Στο εσωτερικό της Ν.Δ. οι δυνάμεις εκείνες που θεωρούν ότι βρίσκονται απομονωμένες από την κεντρώα εκσυγχρονιστική στροφή του κ. Μητσοτάκη, όπως είναι η λαϊκή Δεξιά αλλά και η σαμαρική πτέρυγα, θα διεκδικήσουν περισσότερο ζωτικό χώρο και θα δημιουργήσουν προβλήματα στον πρωθυπουργό. Επίσης, δεν θα παίζει μόνη της στο πολιτικό πεδίο και θα είναι υποχρεωμένη να φυλάει τα νώτα της, καθώς θα δημιουργηθούν συνθήκες ανάκαμψης της αντιπολίτευσης και από τα αριστερά της και από τα δεξιά της. Σε αυτήν την περίπτωση θα ενισχυθεί η Κεντροαριστερά (ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ), ανεξαρτήτως ποιος από τους δυο θα είναι δεύτερο κόμμα και ποιο τρίτο.
Ωστόσο ακόμα ένας κίνδυνος που ελλοχεύει για τη Ν.Δ. είναι η ενίσχυση των κομμάτων από τα δεξιά της. Ήδη η Ελληνική Λύση στις δημοσκοπήσεις έχει πολύ αυξημένα ποσοστά και η ΝΙΚΗ κρατάει τις δυνάμεις της, που σημαίνει πως είναι υπαρκτός ο κίνδυνος για τη Ν.Δ. Η ενίσχυση των δύο αυτών κομμάτων θα δημιουργήσει νέα δεδομένα όμως και στην Κεντροαριστερά (ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ), που πλέον θα πρέπει να σκεφτεί σοβαρά το ενδεχόμενο μελλοντικών συγκλίσεων και συνεργασιών για να μη χάσει -σε πρώτη φάση- το πλεονέκτημα του δεύτερου πόλου στην πολιτική σκηνή και -σε δεύτερη φάση- το ενδεχόμενο κυβερνητικής συνεργασίας επί ίσοις όροις, αν το εκλογικό αποτέλεσμα στις βουλευτικές εκλογές του 2027 το επιτρέψει.
Αρνητικό μείγμα
Όλα τα παραπάνω είναι ένα αρνητικό μείγμα για τη Ν.Δ. και ο πρωθυπουργός το έχει καταλάβει, γι’ αυτό το τελευταίο διάστημα στις ομιλίες του λέει και ξαναλέει ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για «ανέξοδη ψήφο διαμαρτυρίας». Στην πραγματικότητα, αυτή είναι η μεγαλύτερη απειλή για τον κ. Μητσοτάκη, γιατί μία ψήφος διαμαρτυρίας, αν δεν ληφθεί αμέσως υπόψη, μετά θα γίνει μία μόνιμη αρνητική ψήφος για το κυβερνών κόμμα.
Οι δημοσκοπήσεις ήδη προειδοποιούν και χτυπάνε το καμπανάκι. Σύμφωνα με την τελευταία δημοσκόπηση της Alco, έξι στους 10 πολίτες βλέπουν τις ευρωεκλογές ως ευκαιρία για ψήφο διαμαρτυρίας. Συγκεκριμένα, το 63% όσων δηλώνουν αναποφάσιστοι είπε πως οι ευρωεκλογές είναι ευκαιρία για ψήφο διαμαρτυρίας, ενώ το 28% απάντησε αρνητικά. Επίσης, ένας στους δύο πολίτες δηλώνει ότι δεν είναι ικανοποιημένος από τις πολιτικές του Κυριάκου Μητσοτάκη και της Νέας Δημοκρατίας. Σύμφωνα με τα ευρήματα της δημοσκόπησης, το 46% των ερωτηθέντων απάντησε πως δεν είναι «καθόλου» ικανοποιημένο από την κυβέρνηση, όταν τον Ιανουάριο η απάντηση αυτή συγκέντρωνε 41%. Τον Φεβρουάριο το ποσοστό άγγιζε το 45%. Στην ίδια έρευνα καταγράφεται απόλυτη έλλειψη εμπιστοσύνης στο κράτος και στη Δικαιοσύνη, προκειμένου να αποδοθούν ευθύνες για την πολύνεκρη τραγωδία στα Τέμπη, στοιχείο που επίσης είναι αρνητικό για την κυβέρνηση. Ειδικότερα, το 77% δηλώνει πως γίνεται προσπάθεια συγκάλυψης, έναν χρόνο μετά το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη, απαντώντας στο ερώτημα αν υπάρχουν ή όχι πολιτικές ευθύνες.
Ωστόσο, αν αυτή η διογκούμενη δυσαρέσκεια που καταγράφεται έως τώρα στα ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία των δημοσκοπήσεων δεν εκδηλωθεί στην κάλπη των ευρωεκλογών, τότε ο κ. Μητσοτάκης όχι μόνο θα έχει μια ανέφελη κυβερνητική θητεία έως το 2027, αλλά θα έχει βάλει και τις βάσεις για τρίτη τετραετία. Σε αυτή την περίπτωση πάλι η Κεντροαριστερά είναι αυτή που θα πληρώσει το μάρμαρο, με τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ να είναι κοντά στην ολοκλήρωση του πολιτικού τους κύκλου.