Του Γιώργου Χατζηδημητρίου
Ο Γιώργος Νταλάρας έχει βαλθεί να μας κάνει να πεθάνουμε άκεφοι. Κανένας δεν έχει ανάγκη τον διδακτισμό του αυτές τις σκληρές εποχές. Ειδικά όσοι από μας -μια και η στήλη επιτρέπει το πρώτο πρόσωπο- έχουμε βιβλιάριο ανηλίκου, όπως καυχιέται κι ο ίδιος, και δεν περάσαμε εύκολα παιδικά χρόνια.
Σε ανθρώπους της φάρας μας, ο Νταλάρας δεν έχει να πει και πολλά. Δεν γλεντάμε με τα τραγούδια του. Γιατί, παρά την τεχνική του αρτιότητα, αποτέλεσμα μιας σκληρά κατακτημένης τεχνικής, που απαιτεί μόνο σεβασμό, ο τρόπος του δεν έχει ψυχή.
Προσπάθησε να βγει πάνω από τα τραγούδια που ερμήνευσε. Και, με έναν τρόπο βασανιστικό για τους συνεργάτες του, απογείωσε τη φωνή του σε απρόσιτα όρια. Εξαντλήθηκε τελικώς στις περιοχές μιας άγονης τεχνικής. Παράγει φιλότιμα άψογο ηχητικό αποτέλεσμα, ξερό όμως από τον πυρήνα της μουσικής: το βάσανο – άλλοι το λένε «άλγος», κοινώς «νταλκά». Η εμμονή του για ένα αποτέλεσμα χωρίς ψεγάδια, όπου αξιώνει από τους μουσικούς του να παίξουν το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά, στεγνώνει στο τέλος το συναίσθημα. Του το ’χει πει ο Μίνος Μάτσας που στάθηκε Μαικήνας του, ενίοτε και εις βάρος άλλων φωνών. Στον κύκλο μου δεν υπάρχει ψυχή που πάνω στα κέφια της να παραγγέλνει όταν παίζουμε μουσική «πιάσε έναν Νταλάρα»… Όλοι ζητάνε Στέλιο, Βιτάλη, Στράτο, Μανώλη, Χαρούλα, Ρίτα, Μητσιά, Ζαφείρη και άλλους δικούς μας «αγίους».
Η εύθραυστη Φλέρυ Νταντωνάκη, όταν τραγουδούσε τον «Μεγάλο Ερωτικό» και άλλα ανεπανάληπτα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι, αντιμετώπιζε το τραγούδι σαν κίνδυνο. Όπως έλεγε, διακινδύνευε την ίδια της την ύπαρξη εκείνη την ώρα. Και τον Στέλιο, όταν τον ακούς να άδει μέσα στην κατασταλαγμένη στεναχώρια μας για το δράμα του Εμφυλίου Κακογιάννη σε μουσική Μίκη, «Μάνα, σε ξεκληρίσανε άπονες εξουσίες/Ψυχή δεν σου αφήσανε, μόνο φωτογραφίες», ξέρεις ότι σε αφορά προσωπικά. Όπως και η ξύλινη φωνή του Μπιθικώτση, όταν ραγίζει (πάλι σε τραγούδι του Μίκη) τραγουδώντας το Έπος της Πίνδου και το μεγαλείο του λαού μας με τα λόγια «Για το μέτωπο σαν έφυγα, μανούλα/εσύ δεν ήρθες να με δεις/ξενοδούλευες και πήρα μόνος μου/ το τρένο που με πήρε πέρα απ’ τη ζωή».
Ο Νταλάρας δεν μπορεί να τα πει αυτά. Περνάει ξώφαλτσα. Δεν υπάρχει στα τζουκ μποξ στην Τούμπα, λόγου χάρη, όπου εμείς γουστάρουμε ακούγοντας Στέλιο και συζητώντας για τις βιοτικές μέριμνες, για να καταλήξουμε προβλέψιμα στον ΠΑΟΚ. Αναμφίβολα, ο Νταλάρας είναι ένας άνθρωπος που έχει έναν σκληρό πυρήνα αρχών. Ο τρόπος του όμως δείχνει κάποιον που δεν μπορεί να υπερβεί τον εαυτό του και καθηλώνεται μέσα σε ένα πλέγμα ενοχών. Κανένας δεν μπορεί να του κλέψει το δίκιο για το πόσο σκληρά έχει μοχθήσει. Αλλά κουράστηκε τόσο, ώστε τα τραγούδια του τα στράγγισε από ψυχή. Το «Εφτά νομά» («στου Χαροκόπου») του μέγιστου Άκη Πάνου, στον οποίο, ανάμεσα σε άλλους, φέρθηκε προσβλητικά, ήταν ό,τι λαϊκότερο έχει πει. Όλοι, όμως, προσπαθούν να φανταστούν πώς θα το ’λεγε ο Στέλιος…