Η ΝΔ δεν έχει προσδιορίσει ακόμη πού θέτει τον δικό της πήχη. Τα όρια πάντως είναι ευμετάβλητα. Στις δυο τελευταίες εθνικές κάλπες του καλοκαιριού είχε κινηθεί στο 40%. Στις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές του 2019 είχε πάρει 39,85% αλλά στις ευρωεκλογές που είχαν προηγηθεί, πριν από μερικές εβδομάδες, το ποσοστό της ήταν πολύ χαμηλότερο, στο 33,12%.
Σε εκείνη την αναμέτρηση ο ΣΥΡΙΖΑ είχε κρατηθεί στο 23,75%. Η διαφορά τους στις τελευταίες ευρωκάλπες ήταν δηλαδή περίπου 10 ποσοστιαίες μονάδες για να εκτιναχθεί, μεταξύ Μαΐου και Ιουλίου, στις 22 μονάδες.
Επομένως ένα πρώτο ερώτημα που απασχολεί τους πολιτικούς καφενέδες είναι τι ακριβώς θα «μετρήσει»: Τα ποσοστά των κομμάτων ή η μεταξύ τους απόσταση –η «ψαλίδα»- σε σύγκριση με το παρελθόν; Και ποιες εκλογές επίσης θα ληφθούν ως βάση: οι ευρωεκλογές ή οι εθνικές εκλογές; Έχει κι αυτό τη σημασία του αφού φέτος τον Ιούνιο η διαφορά πήγε κοντά στις 23 μονάδες.
Άρα, το εύρος μεταξύ των 10 και 23 μονάδων προσφέρεται για ποικίλες προσεγγίσεις και ερμηνείες, παράλληλα με το ποσοστό που θα πάρει κάθε κόμμα. Και τα «στοιχήματα» θα μπαίνουν κατά το δοκούν…
Όλα αυτά βεβαίως υπό την αίρεση ότι δεν θα αλλάξει η σημερινή κατάταξη των κομμάτων. Διότι αυτομάτως ανατρέπονται όλα εάν είναι π.χ. άλλο το δεύτερο κόμμα. Και ποιο μπορεί να είναι αυτό;
Είναι κοινό μυστικό ότι το ΠΑΣΟΚ ποντάροντας στη διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ ευελπιστεί ότι περάσει αυτό στη δεύτερη θέση έστω κι αν δεν βελτιώσει πολύ τα ποσοστά του. Τον Ιούνιο είχε πάρει 11,84% κι αυτή είναι η δική του βάση. Ούτως η άλλως η πρόκληση για τον κ. Ανδρουλάκη είναι όχι απλώς να «περάσει» τον Κασσελάκη αλλά να έχει και σημαντική άνοδο που επί του παρόντος δεν διαφαίνεται.
Αφήστε που υπάρχει και το …αουτσάιντερ ΚΚΕ που καλοβλέπει τη δεύτερη θέση (!) ελπίζοντας να επωφεληθεί από το μπάχαλο στον ΣΥΡΙΖΑ.