Ο πλανήτης παράγει αρκετά τρόφιμα για να θρέψει όλον τον κόσμο, ωστόσο η επισιτιστική ανασφάλεια αυξάνεται διαρκώς καταδεικνύοντας την αποτυχία του αγροδιατροφικού μοντέλου που εφαρμόζεται και φαίνεται ότι δεν αντέχει σε κλυδωνισμούς είτε αυτοί προέρχονται από την κλιματική κρίση είτε την πανδημία ή τον πόλεμο στην Ουκρανία. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει μεταξύ άλλων το κείμενο – απάντηση της Greenpeace, που μέσα από 11 ερωταπαντήσεις, επιχειρεί μία ανάλυση της επισιτιστικής κρίσης στην Ευρώπη και όχι μόνο.
Σύμφωνα με την περιβαλλοντική οργάνωση, παρά το γεγονός ότι τον τελευταίο καιρό έχουν ανατροφοδοτηθεί οι συζητήσεις σχετικά με την ανάγκη αύξησης της γεωργικής παραγωγής, η λύση δεν είναι η παραγωγή περισσότερων τροφίμων: «Δε λείπουν τρόφιμα για να τραφούμε. Η παγκόσμια γεωργική παραγωγή επαρκεί για να τραφεί ολόκληρος ο πληθυσμός της γης! Σήμερα πετάμε το 30% της παραγόμενης τροφής (αξίας περίπου $940 δις τον χρόνο!), χρησιμοποιούμε το 80% της παγκόσμιας αγροτικής γης για καλλιέργεια ζωοτροφής (αντί τροφής για ανθρώπους!), ενώ το 62% των σιτηρών της Ευρώπης καλλιεργείται για ζωοτροφή και όχι για ανθρώπινη κατανάλωση!» σημειώνει η οργάνωση.
Ξεκαθαρίζει ότι η εξωφρενική άνοδος των τιμών, οι ελλείψεις σε βασικά είδη και η επισιτιστική κρίση δεν οφείλονται στην έλλειψη προσφοράς τροφίμων, αλλά στις διαρθρωτικά αποτυχημένες διεθνείς αγορές.
Κατά τα έξι τελευταία έτη, η διατροφική ανασφάλεια αυξάνεται σε όλον τον κόσμο. Το 2020, σχεδόν ένα στα τρία άτομα (2,37 δισεκατομμύρια) ερχόταν αντιμέτωπο με διατροφική ανασφάλεια και 768 εκατομμύρια άτομα υποσιτίζονταν. Πρόκειται για μια πραγματικότητα που επηρεάζει τόσο τον Βορρά όσο και τον Νότο: 10% του πληθυσμού της Ευρώπης υποφέρει από διατροφική ανασφάλεια, 41% στη Λατινική Αμερική, 60% στην Αφρική και 26% στην Ασία. Το θέμα αυτό επηρεάζει κατά κύριο λόγο τις χώρες που έχουν εκχωρήσει τα τρόφιμά τους σε διεθνείς αγορές (70% των ατόμων που υποφέρουν από πείνα ζούσαν το τελευταίο έτος σε αυτές τις χώρες).
Στο κείμενο επισημαίνεται ότι το τρέχον παγκοσμιοποιημένο βιομηχανικό αγροτικό σύστημα δεν είναι ανθεκτικό σε κλυδωνισμούς. Οι πολλές κρίσεις που αντιμετωπίζει ο πλανήτης (υγεία, κλίμα, ενέργεια ή γεωπολιτική) τονίζουν την αδυναμία του, είτε στη Γαλλία, στην Ευρώπη ή στον υπόλοιπο κόσμο.
Ενδεικτικτό είναι το γεγονός ότι η COVID-19 ώθησε 320 εκατομμύρια άτομα επιπλέον σε διατροφική ανασφάλεια. Οι οικονομικές συνέπειες της πανδημίας είχαν σημαντικές επιπτώσεις στο παγκοσμιοποιημένο αγροτικό και διατροφικό σύστημά μας – τονίζει η Greenpeace – συμβάλλοντας σε μια απότομη αύξηση των τιμών κατά τα δύο τελευταία έτη (+30% στο διάστημα μεταξύ Ιανουαρίου και Δεκεμβρίου 2021).
Σύμφωνα με τους συγγραφείς της έκθεσης, αυτή η αύξηση των τιμών, που προϋπήρχε της ουκρανικής κρίσης, τροφοδοτήθηκε επίσης από τα αυξανόμενα ακραία καιρικά φαινόμενα λόγω της κλιματικής αλλαγής, την αυξανόμενη χρήση αγροκαυσίμων, ή την κρίση των τιμών ενέργειας, ενώ ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι συνέπειές του καταδεικνύουν για ακόμα μία φορά τον εύθραυστο χαρακτήρα των παγκοσμιοποιημένων αγροτικών και διατροφικών συστημάτων.
Τα ποσοστά μιλούν από μόνα τους. Η Ρωσία και η Ουκρανία αντιπροσωπεύουν το 12% του συνόλου των εξαγωγών τροφίμων που διακινούνται διεθνώς. Αυτές οι δύο χώρες αντιπροσωπεύουν το 23% των παγκόσμιων εξαγωγών σιταριού (1η και 5η μεγαλύτεροι παραγωγοί στον κόσμο), που αντιπροσωπεύει το 7% της παγκόσμιας κατανάλωσης, καθώς επίσης και το 16% των παγκόσμιων εξαγωγών καλαμποκιού, που αντιπροσωπεύει το 3% της παγκόσμιας κατανάλωσης. Αντιπροσωπεύουν επίσης το 73% του εμπορίου ηλιελαίου (κυρίως από την Ουκρανία). Η Ρωσία είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας λιπασμάτων στον κόσμο, ο 2ος μεγαλύτερος εξαγωγέας πετρελαίου και ο 1ος εξαγωγέας ορυκτού αερίου στον κόσμο.
Η κερδοφορία των κολοσσών συνεχίζεται
Σύμφωνα με την ανάλυση της Greenpeace, την ώρα που άνθρωποι πεινάνε, οι περισσότερες εταιρίες του αγροδιατροφικού τομέα και της ενέργειας αυξάνουν κέρδη και δημοσιεύουν προβλέψεις για ακόμη πιο κερδοφόρα επόμενη χρονιά.
Όπως αναφέρεται και στην ανάλυση “Αποκρυπτογράφηση σε 11 ερωτήσεις”, η Cargill (ένας από τους μεγαλύτερους διακινητές αγροτικών προϊόντων παγκοσμίως) ανακοίνωσε 5 δισεκατομμύρια καθαρά έσοδα, η Total (ένας από τους παγκόσμιους ηγέτες σε ορυκτά καύσιμα, ιδιαίτερα πετρέλαιο) ανακοίνωσε προσαρμοσμένο καθαρό εισόδημα της τάξης των $9 δισεκατομμυρίων για το πρώτο τρίμηνο του 2022, τριπλάσιο από το προσαρμοσμένο καθαρό εισόδημα του πρώτου τριμήνου του 2021, η Yara (παγκόσμιος ηγέτης στην παραγωγή αζωτούχων λιπασμάτων) τετραπλασίασε τα έσοδά της ανά μετοχή, αντισταθμίζοντας τις υψηλότερες τιμές ενέργειας και τις χαμηλότερες ποσότητες που πωλήθηκαν με υψηλότερες τιμές πώλησης.
«Γίνεται σαφές ότι σε μια περίοδο όπου κολοσσοί παραγωγής και διακίνησης τροφής κερδοφορούν ενώ διακυβεύεται η διατροφική ασφάλεια εκατομμυρίων ανθρώπων στον πλανήτη, η πείνα αποτελεί κατά κύριο λόγο διαρθρωτικό και οικονομικό ζήτημα και δεν αντιμετωπίζεται με την αύξηση παραγωγής τροφίμων αλλά με πολιτικές αποφάσεις που βάζουν φρένο στις αυξήσεις τιμών, τερματίζουν τις αδικίες και αναδιαμορφώνουν το αγροδιατροφικό μοντέλο της Ευρώπης και φυσικά παγκοσμίως», υπογραμμίζει η οργάνωση.
Η σπατάλη τροφίμων
Βάσει του κειμένου, ο πλανήτης παράγει σε παγκόσμιο επίπεδο επαρκή ποσότητα τροφίμων, ενώ οι «καθαρές» ποσότητες θερμίδων που είναι διαθέσιμες παγκοσμίως αρκούν για να καλυφθούν οι διατροφικές ανάγκες του πληθυσμού του πλανήτη.
Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι ενώ οι καθημερινές ανάγκες ενός ατόμου σε θερμίδες είναι μεταξύ 1.800 και 2.600 κατά μέσο όρο, η ποσότητα των θερμίδων που παράγονται κατά κεφαλή είναι υψηλότερη από κάθε άλλη φορά. Κάθε χρόνο σε όλον τον κόσμο καλλιεργείται ανά άτομο ημερησίως το ισοδύναμο 5.935 θερμίδων και από αυτές:
- 934 θερμίδες προορίζονται για μη διατροφικές χρήσεις (κυρίως για αγροκαύσιμα),
- 1.738 θερμίδες χρησιμοποιούνται για τη σίτιση των εκτρεφόμενων ζώων (η κατανάλωση των οποίων θα αποδώσει με τη σειρά της 594 θερμίδες),
- 1.329 θερμίδες χάνονται ή σπαταλούνται.
«Θεωρητικά, απομένουν κατά μέσο όρο καθημερινά 2.530 θερμίδες κατά κεφαλή, αριθμός αρκετά μεγαλύτερος από τις συστάσεις του ΠΟΥ για μια υγιεινή και δραστήρια ζωή» υπογραμμίζει η περιβαλλοντική οργάνωση εξηγώντας ότι από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι «το πρόβλημα της παγκόσμιας πείνας δεν είναι ένα ζήτημα που σχετίζεται με την παραγόμενη ποσότητα αλλά με την οικονομική πρόσβαση και διανομή. Εν ολίγοις, πρόκειται για ένα ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης».
Ποιες χώρες είναι πιο ευάλωτες στην αύξηση των τιμών των τροφίμων
Σύμφωνα με την Greenpeace, αν και η απότομη αύξηση των τιμών των τροφίμων θα έχει παγκόσμιο αντίκτυπο, υπάρχουν χώρες, οι οποίες θα επηρεαστούν ιδιαίτερα. Αυτές είναι:
- Οι περισσότερο χρεωμένες χώρες, καθώς η αποπληρωμή του χρέους μειώνει την αγοραστική τους ικανότητα στις παγκόσμιες αγορές. Η λήξη του μορατόριουμ για την αποπληρωμή του χρέους (Ιανουάριος 2022) τις βύθισε σε μια κρίσιμη δημοσιονομική κατάσταση.
- Χώρες που πλήττονται από ακραία καιρικά φαινόμενα λόγω της κλιματικής αλλαγής: π.χ. οι χώρες της Μέσης Ανατολής, όπως το Ιράκ, που υπέστη σοβαρές ξηρασίες το περασμένο καλοκαίρι και η παραγωγή του οποίου επηρεάστηκε άμεσα.
- Χώρες που βιώνουν ή βίωσαν ένα σημαντικό εθνικό ή περιφερειακό οικονομικό κλυδωνισμό. Π.χ. ορισμένες χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Ασίας αντιμετωπίζουν αυτή τη στιγμή πληθωρισμό σε επίπεδα ρεκόρ.
Αναφορικά με τους πληθυσμούς που επηρεάζονται, περισσότερο ευάλωτες ομάδες θεωρούνται οι γυναίκες, ενώ σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες, οι εργαζόμενοι στον αγροτικό τομέα και τα φτωχά στρώματα των αστικών περιοχών θα είναι οι πρώτοι που θα επηρεαστούν, με αυτούς που βρίσκονται σε πιο επισφαλή κατάσταση να ξοδεύουν ήδη το 60% του εισοδήματός τους σε τρόφιμα.
Η λύση της αγροοικολογίας
Το μοναδικό αγροτικό μοντέλο που μπορεί να εγγυηθεί διατροφική ασφάλεια, επάρκεια, κυριαρχία και ανθεκτικότητα στις κρίσεις είναι η δίκαιη, βιώσιμη και ανθεκτική γεωργία (αγροοικολογία) που στρέφεται σε τοπικά και διαφοροποιημένα αγροδιατροφικά μοντέλα, τονίζει η Greenpeace.
Ειδικά σε ό,τι αφορά την ελληνική γεωργία, το ελληνικό γραφείο της οργάνωσης έχει δημοσιεύσει 4 άξονες προτεραιότητας για την αναδιαμόρφωση του αγροδιατροφικού μοντέλου στη χώρα και συγκεκριμένα:
- ενίσχυση εγχώριας παραγωγής,
- προώθηση μεσογειακής διατροφής,
- απεξάρτηση από συνθετικά λιπάσματα και
- συμμετοχή σε ενδυνάμωση ευρωπαϊκών πολιτικών.
«Με αυτόν τον τρόπο, η ελληνική γεωργία μπορεί να παρέχει επαρκή, θρεπτική, υγιεινή τροφή προσιτής τιμής σε κάθε πολίτη, δίκαιο σταθερό εισόδημα στους παραγωγούς με έμφαση σε όσους παράγουν με αγροοικολογικές μεθόδους, διατροφική κυριαρχία στη χώρα και ανθεκτικότητα στις αλληλένδετες κρίσεις: πόλεμος στην Ουκρανία, πανδημία, οικονομική κρίση, κατάρρευση κλίματος και βιοποικιλότητας. Ήδη, 6.500 πολίτες στηρίζουν τα αιτήματά μας κι απαιτούν από την κυβέρνηση να αναλάβει δράση άμεσα», καταλήγει.