Του Νίκου Γ. Μερτζάνη
Έψαχνα και έψαχνα στο βολικό διαδίκτυο να μου δώσει δεδομένα να γράψω και χρησιμοποιούσα λέξεις-κλειδιά όπως «η ενημέρωση στα βράχια», «η δεοντολογία της πλάκας», «η απαξιωμένη δημοσιογραφία και οι απαξιωμένοι δημοσιογράφοι». Τίποτα δεν μου έβγαλε, παρά μόνο ένα κείμενο από το μακρινό 2016, που είχε δημοσιευτεί στον Παρατηρητή της Θράκης. Σε αυτό το κείμενο διάβασα και την παράγραφο που παραθέτω: «Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι η δημοσιογραφία ειδικά έτσι όπως ασκείται στην πρωτεύουσα και φτάνει στο πανελλήνιο έχει από καιρό απαξιωθεί στη συνείδηση της κοινωνίας. Γνωστά είναι εξάλλου από χρόνια τα συνθηματικού χαρακτήρα κοσμητικά επίθετα που συνοδεύουν τη λέξη δημοσιογράφος» (πηγή: www.paratiritis-news.gr).
Έπειτα από οκτώ χρόνια, τι έχει αλλάξει; Έπειτα από τόσες πολλές καθόδους στις κατηφόρες της απαξίωσης, πώς μπορούμε σήμερα να διεκδικήσουμε τον σεβασμό από τους πολίτες, όταν έχουμε «κατοχυρώσει» τη θέση 107 στην ενημέρωση; Όταν είμαστε οι πλέον απαξιωμένοι εργαζόμενοι της Ευρώπης, ως κλάδος, ως επαγγελματίες, όλα μαζί, ό,τι θέλετε κρατάτε, πώς είναι δυνατόν να επανακτήσουμε την εμπιστοσύνη αυτών που υποκριτικά διαλαλούμε ότι υπηρετούμε;
Στη συνείδηση της κοινής γνώμης είμαστε στην ίδια κατηγορία με τους πολιτικούς και αυτό δεν περιποιεί τιμή σε κανέναν από μας που αυτοπροσδιορίζεται ως δημοσιογράφος, σε κανένα δημοσιογραφικό σωματείο, σε κανένα μέσο ενημέρωσης που θέλει να κρατήσει έστω και ένα μικρό ψήγμα αντικειμενικότητας. Είναι πολλά τα επιχειρήματα που έχουν συσσωρευτεί τα τελευταία χρόνια και δείχνουν την απαξίωση της δημοσιογραφίας, αλλά θα αρκεστώ στα όσα έχουν γίνει τις τελευταίες δύο εβδομάδες. Όχι δεν περνούν στη λήθη τα «εγκλήματα» που έχουμε κάνει ως κλάδος στην κάλυψη μεγάλων γεγονότων, όπως οι υποκλοπές, τα Τέμπη και άπειρων οικονομικών σκανδάλων, αλλά αυτό που συνέβη την περασμένη Τρίτη το απόγευμα στην Πεντέλη είναι το τελευταίο καρφί στην καταπληγωμένη ελληνική δημοσιογραφία.
Θα αφήσω στην άκρη την κάλυψη της καταστροφικής πυρκαγιάς που άρχισε από τον Βαρνάβα και έφτασε στο Χαλάνδρι, αλλά θα βάλω ακόμα έναν χαρακτηρισμό, ο οποίος δεν τονίστηκε αρκετά. Η φωτιά αυτή ήταν και φονική. Μία γυναίκα κάηκε στην εταιρία όπου εργαζόταν. Θα αφήσω στην άκρη το γεγονός ότι στις τηλεοπτικές οθόνες κατά τη διάρκεια των ενημερώσεων και των συνεντεύξεων των αρμοδίων όλοι μας αρκεστήκαμε στη διαβεβαίωση ότι «η φωτιά στην αρχή της αντιμετωπίστηκε αμέσως, μέσα σε πέντε λεπτά, αλλά μετά ξέφυγε». Δεν έμεινε αναπάντητο το «γιατί». Απλώς δεν έγινε η ερώτηση. Ή κι αν έγινε η ερώτηση, χάθηκε μέσα στο πλήθος των εικόνων της φωτιάς και της ανησυχίας για το πού θα σταματήσουν οι φλόγες και δεν την άκουσα.
Θα σταθώ στα όσα έγιναν έξω από το δημαρχείο Πεντέλης, όπου είχαν συγκεντρωθεί εκατοντάδες άνθρωποι, οι οποίοι διαμαρτύρονταν για την αδυναμία του κράτους να προστατέψει τις περιουσίες τους. Είναι γεγονός ότι υπήρχαν μεγάλη ένταση και πολλά υβριστικά συνθήματα, που είχαν στόχο τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και τους υπουργούς που έκαναν «παρέλαση», για να συμμετάσχουν σε μια σύσκεψη-παρωδία. Αυτή, λοιπόν, η συγκέντρωση, έξω από το δημαρχείο Πεντέλης, σύμφωνα με πολλά μέσα ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένης της ΕΡΤ, δεν έγινε ποτέ. Δεν έπαιξε ούτε ένα πλάνο στο δελτίο της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, δεν ακούστηκε ούτε ένα από τα συνθήματα. Ελάχιστες εικόνες «βρήκαν» χώρο και στα δελτία ειδήσεων των υπόλοιπων τηλεοπτικών σταθμών, ενώ την επόμενη μέρα ελάχιστες εφημερίδες, όπως η «δημοκρατία», είχαν στην πρώτη σελίδα την αντίδραση των πολιτών απέναντι στον πρωθυπουργό.
Πόσο τιμητικό είναι για όλους εμάς αυτή η προσπάθεια απόκρυψης ενός γεγονότος; Πότε θα σταματήσει η δημοσιογραφία να είναι η υπηρέτρια της εξουσίας;