Του Μανώλη Κοττάκη
«Ο άνθρωπος είχε 150 αμνοερίφια. Η αγορά τον Αύγουστο τον περίμενε. Εάν έσφαζε και διέθετε το κρέας στην αγορά, το κέρδος του θα έφθανε, σου το λέω μετά λόγου γνώσεως, τα 15.000 ευρώ. Ποσό αξιοσημείωτο για έναν κτηνοτρόφο, καθώς με αυτό θα μπορούσε να αγοράσει τις ζωοτροφές του και τις προμήθειες για το κοπάδι για όλο τον χειμώνα. Αλλά όταν τα αμνοερίφια ζύγιζαν 11 κιλά και έπιαναν καλή τιμή επειδή το κρέας τους ήταν τρυφερό, ήρθε διαταγή από την Αθήνα: stop. Τώρα, σιτεμένα, ζυγίζουν 15 κιλά και ο άνθρωπος δεν μπορεί να τα πουλήσει και θα βγει και ζημιωμένος από πάνω. Γιατί όλο αυτό το διάστημα τα τάιζε, άρα επένδυε πόρους πάνω σε αυτά! Δυστυχώς κάποιοι στην Αθήνα δεν καταλαβαίνουν ότι, για να γίνει ένα κοπάδι παραγωγικό, χρειάζεται να περάσουν δύο έως τρεις γενιές και πως, αν αυτό διαταραχθεί, δύσκολα διορθώνεται. Την ίδια στιγμή που μιλάμε οι Ρουμάνοι κτηνοτρόφοι θησαυρίζουν. Έχουν OK από την Ευρωπαϊκή Ένωση και σφάζουν».
Μια απλή ερώτηση έκανα σε μια βραδινή βεγγέρα σε έναν άνθρωπο που εμπλέκεται στην αλυσίδα πώλησης κρέατος στην Ελλάδα και έλαβα οικονομική ανάλυση για τις επιπτώσεις της πανώλης και τον σπασμωδικό τρόπο με τον οποίο αντιδρά η Πολιτεία με σαφή αντίκτυπο στον κτηνοτροφικό τομέα. Οι κοινοί θνητοί συνήθως δεν ασχολούνται με το τι ακριβώς συμβαίνει μέχρι να φτάσει στο πιάτο τους ένα κομμάτι κρέας. Σπανίως έχουν ερωτήσεις. Ωστόσο, αν αρχίσεις και ρωτάς, εντυπωσιάζεσαι από αυτό που πραγματικά μαθαίνεις ότι συμβαίνει. Και τι είναι αυτό που συμβαίνει; Η κτηνοτροφία στην πατρίδα μας υποχωρεί ραγδαία. Ακόμα και σε νησιά του Αιγαίου με παράδοση σε αυτήν, όπως η ορεινή Νάξος και η Πάρος. Όσο εκτινάσσεται ο τουρισμός και αποκτά αξία η γη τόσο περισσότερο υποχωρεί η κτηνοτροφία, καθώς ένας στάβλος αλλάζει χρήση εν ριπή οφθαλμού: μετατρέπεται πολύ εύκολα σε ενοικιαζόμενα, στα οποία μπορεί κανείς να έχει εισόδημα χωρίς κόπο. Ένας εργαζόμενος κτηνοτρόφος επίσης πολύ εύκολα μετακινείται σε τουριστικά επαγγέλματα με τα ίδια και καλύτερα χρήματα. «Αν βάλεις έναν σκληραγωγημένο κτηνοτρόφο να κάνει τον ψήστη, είναι διασκέδαση, παιχνιδάκι γι’ αυτόν, σε σύγκριση με τις δυσκολίες τις προηγούμενης δουλειάς του. Και πληρώνεται και καλύτερα για λιγότερες ώρες!» μου ελέχθη. Έτσι, σιγά σιγά και οι ιδιοκτήτες και οι εργαζόμενοι εγκαταλείπουν, αφού έτσι κι αλλιώς το κράτος δεν τους δίνει σημασία.
Παρά ταύτα, ο συνομιλητής μου, ο οποίος εξηγεί ότι οι Έλληνες διατροφικά αγοράζουν κυρίως μοσχάρι και κοτόπουλο και δευτερευόντως χοιρινό (και ας μην είναι μουσουλμάνοι), πιστεύει βαθιά μέσα του ότι κάποια στιγμή ο κύκλος θα γυρίσει και ότι η ελληνική κτηνοτροφία θα ακμάσει πάλι. «Είναι μαθηματικώς βέβαιο ότι ως έθνος πρέπει να μπούμε στο παιχνίδι της αυτάρκειας» μου λέει και προσθέτει χαμογελώντας: «Αλλιώς θα πεινάσουμε».