Του Γιώργου Βενέτη
Τις πρώτες εβδομάδες μετά την έναρξη της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντιμίρ Ζελένσκι συμφώνησε σε διαπραγματεύσεις, αλλά υπό την πίεση των Δυτικών, αποφάσισε να εγκαταλείψει μία ειρηνική διευθέτηση. Το μοιραίο λάθος του είχε σαν συνέπεια την καταστροφή της χώρας του και το πιο τραγικό, εκατοντάδες χιλιάδες Ουκρανοί να χάσουν τη ζωή τους στο πεδίο της μάχης.
Συγκλονιστικές είναι οι αποκαλύψεις του Foreign Affairs για τη χαμένη ευκαιρία μίας ειρήνης στην Ουκρανία μέσω των διαπραγματεύσεων, που είχαν αρχίσει το 2022, λίγες μέρες μετά την έναρξη της ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης της Ρωσίας. Όπως γίνεται φανερό από το δημοσίευμα, που είναι προϊόν εξαντλητικής έρευνας, η Δύση δεν επιθυμούσε ποτέ τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων για ειρήνευση στην Ουκρανία και αντ’ αυτού πρόσφερε στον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντιμίρ Ζελένσκι, αυξημένη στρατιωτική βοήθεια. Δύο χρόνια μετά, είναι προφανές πως η Δύση πιθανώς να μετανιώνει που παρεμπόδισε την επίτευξη ειρήνης, καθώς η Ρωσία άντεξε στις πρωτοφανείς δυτικές κυρώσεις, ενώ βγαίνει πιο ισχυρή απ’ αυτόν τον αχρείαστο πόλεμο.
Ο ρόλος του Μπόρις Τζόνσον
Πηγαίνοντας πίσω στο 2022, ήταν ο τότε Βρετανός πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον που τορπίλισε τις διαπραγματεύσεις, καθώς ήθελε να διατηρηθεί το ουκρανικό στην επικαιρότητα επιδιώκοντας την πολιτική του επιβίωση, εν μέσω των προσωπικών του σκανδάλων. Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν επεσήμανε μάλιστα ότι οι συζητήσεις διακόπηκαν, όταν ο Τζόνσον παρέδωσε εκ μέρους του «αγγλοσαξονικού κόσμου» την εντολή στο Κίεβο να «πολεμήσει τη Ρωσία μέχρι να επιτευχθεί η νίκη και η Ρωσία να υποστεί μια στρατηγική ήττα». Υπενθυμίζεται ότι ήδη από τις 30 Μαρτίου 2022, ο Τζόνσον δήλωνε: «Πρέπει να συνεχίσουμε και να εντείνουμε τις κυρώσεις μέχρι να φύγουν όλα τα ρωσικά στρατεύματα από την Ουκρανία», δείχνοντας ότι ποτέ δεν ενδιαφερόταν για την επίτευξη ειρήνης. Δέκα μέρες αργότερα, ο τότε Βρετανός πρωθυπουργός έφτανε στο Κίεβο, όντας ο πρώτος ξένος ηγέτης που το επισκεπτόταν, μετά την αποχώρηση των ρωσικών δυνάμεων από την πολιορκία της ουκρανικής πρωτεύουσας. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης, ο Τζόνσον είπε στον Ουκρανό πρόεδρο ότι «οποιαδήποτε συμφωνία με τον Πούτιν θα ήταν άθλια». «Θα ήταν νίκη για αυτόν, αν του δώσετε κάτι. Αυτό απλώς θα το κρατήσει και μετά προετοιμαστείτε για την επόμενη επίθεσή του».
Αν και η Δύση αρνείται κατηγορηματικά ότι ο Τζόνσον είναι υπεύθυνος για την κατάρρευση των διαπραγματεύσεων, ο Ντανίντ Αρακάμια, ο κοινοβουλευτικός ηγέτης του κόμματος του Ζελένσκι και αρχηγός της πρώτης ουκρανικής αντιπροσωπείας που συναντήθηκε με Ρώσους αξιωματούχους λίγες μέρες μετά την έναρξη του πολέμου, είπε σε μια συνέντευξη το φθινόπωρο του 2023, ότι ο Βρετανός πρώην πρωθυπουργός πίεζε για το τέλος των διαπραγματεύσεων και ζητούσε πόλεμο. «Όταν επιστρέψαμε από την Κωνσταντινούπολη. Ο Τζόνσον ήρθε στο Κίεβο και μας είπε ότι δεν θα πρέπει να υπογράψουμε απολύτως τίποτα με τους Ρώσους, πρέπει να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε», αποκάλυψε ο Αρακάμια.
Εν τέλει τα ξένα συμφέροντα εξαφάνισαν κάθε δυνατότητα των Ουκρανών να διαπραγματευτούν με κάποιους ευνοϊκούς όρους. Όπως επισημαίνει το περιοδικό Foreign Affairs, η Δύση δεν ενδιαφερόταν ποτέ για την επίτευξη ειρήνης και ήταν γεμάτη αλαζονεία και πίστη ότι θα μπορούσε να αναγκάσει τη Ρωσία να υποταχθεί στις απαιτήσεις της μέσω του πολέμου και του οικονομικού καταναγκασμού. Δύο χρόνια μετά, η Δύση βλέπει το μοιραίο λάθος της, καθώς η Ρωσία ανθίζει οικονομικά και επεκτείνεται εδαφικά ενώ η ίδια αντιμετωπίζει αδιέξοδα. Το βαρύτερο τίμημα βέβαια το πληρώνει το θύμα, η Ουκρανία, που δεν θα είναι ποτέ η ίδια.
Τα επίχειρα της Δυτικής πολιτικής στην Ουκρανία
Οι άμεσες και έμμεσες επεμβάσεις της Ουάσιγκτον ανά τον κόσμο, υπαγορευόμενες από τους Νεοσυντηρητικούς και από τα συμφέροντα του στρατιωτικό-βιομηχανικού συμπλέγματος, έχουν διαχρονικά αρνητικά αποτελέσματα για τα αμερικανικά συμφέροντα. Παρ’ όλα αυτά αυτή η τάση παραμένει η κυρίαρχη ιδεολογία που αποσκοπεί στη διατήρηση της αμερικανικής ηγεμονίας. Οι εξελίξεις στην Ουκρανία τείνουν να επιβεβαιώσουν αυτόν τον κανόνα. Οι εξελίξεις επί του πεδίου δεν δικαιώνουν τις προσδοκίες, Οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας, οδήγησαν τη Μόσχα στην αγκαλιά του Πεκίνου γεγονός αντίθετο στα συμφέροντα της Ουάσιγκτον. Επίσης οι στενότερες σχέσεις της Ρωσίας με το Ιράν και τη Βόρειο Κορέα έχουν συνέπειες, τις οποίες οι ΗΠΑ θα βρούν μπροστά τους. Πρόσφατα ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν δήλωσε: «Βλέπουμε να χρησιμοποιούνται τεχνολογίες στον ρωσικό αμυντικό τομέα, οι οποίες προέρχονται από τη Βόρεια Κορέα, το Ιράν και την Κίνα», προσθέτοντας «αυτό προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία στην Ουάσιγκτον και τους συμμάχους της στην Ευρώπη».
Στην ιστορική διαδρομή, οι σχέσεις της Ρωσίας, του Ιράν και της Κίνας ήταν λιγότερο φιλικές, συχνά ανακατεύονταν ο ένας στα χωράφια του άλλου και διαγκωνίζονταν για τον έλεγχο των εμπορικών δρόμων της Ασίας. Ο πόλεμος στην Ουκρανία σύσφιξε τους δεσμούς τους, εξαιτίας του κοινού εχθρού. Οι τρεις τους τώρα προωθούν μια κοινή εξωτερική πολιτική, απότοκο της οποίας είναι η εκκόλαψη ενός πολυπολικού κόσμου, βασιζόμενου σε ισχυρούς οικονομικούς δεσμούς, που θα αποτελούν τη βάση της συμμαχίας. Για την Αμερική και τους συμμάχους της, όλο αυτό είναι εφιάλτης, που οι ίδιοι προκάλεσαν. Ένας ακμάζων αντιδυτικός άξονας θα μπορούσε να αποφεύγει τις κυρώσεις, να κερδίζει πολέμους και να στρατολογεί κι άλλους παίκτες. Οι ΗΠΑ προειδοποιούν επίσης εδώ και μήνες, για την εμβάθυνση των στρατιωτικών σχέσεων μεταξύ της Μόσχας και της Τεχεράνης. Η συνεργασία αυτή είναι προφανώς επιζήμια για την Ουκρανία, ενώ εγείρει ανησυχίες στους γείτονες του Ιράν.
Η βαθύτερη στρατηγική εταιρική σχέση μεταξύ της Μόσχας και της Τεχεράνης ανησυχεί τις ΗΠΑ και το Ισραήλ. Η Τεχεράνη προμήθευσε τη Ρωσία μεταξύ άλλων, με μεγάλο αριθμό βαλλιστικών πυραύλων και με μη επανδρωμένα αεροσκάφη Shahed. Σε αντάλλαγμα σύμφωνα με επαναλαμβανόμενες αμερικανικές κατηγορίες η Τεχεράνη επιδιώκει να αποκτήσει τεχνολογία από τη Ρωσία για την κατασκευή πυρηνικών όπλων και πυραύλων. Η Τεχεράνη υπογράμμισε ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν στοιχεία για να στηρίξουν τους ισχυρισμούς τους και επισήμανε ότι οι σχέσεις Ιράν – Ρωσίας είναι απολύτως “διαφανείς” και σύμφωνες με τους διεθνείς κανόνες. Εν τω μεταξύ ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου Σάντι Μπέργκερ ανακοίνωσε κυρώσεις σε βάρος τριών ρωσικών ινστιτούτων, με την κατηγορία ότι παρέχουν πυραυλική ή πυρηνική βοήθεια στο Ιράν.
Ρωσική τεχνολογία στη Β. Κορέα
Μεγάλη ανησυχία προκαλεί η νέα εκτόξευση κατασκοπευτικού δορυφόρου της Βόρειας Κορέας, η οποία όπως ανέφερε η Πιονγκγιάνγκ ενισχύει την ικανότητα στόχευσης. Έως τώρα η Βόρεια Κορέα είχε αναπτύξει ένα ισχυρό οπλοστάσιο πυραύλων, αλλά δεν διέθετε ικανότητα απομακρυσμένης αναγνώρισης για τον εντοπισμό, την παρακολούθηση και την επίθεση εναντίον στρατιωτικών στόχων των ΗΠΑ, της Νότιας Κορέας και της Ιαπωνίας. Οι δυνατότητες του δορυφόρου, καθώς και το αν ενσωματώνει ρωσική τεχνολογία, παραμένουν άγνωστες. Είναι πιθανό η Ρωσία να παρείχε τεχνολογία για τη βελτίωση των δυνατοτήτων εκτόξευσης δορυφόρων της Βόρειας Κορέας σε αντάλλαγμα για τις αποστολές τεράστιων ποσοτήτων πυρομαχικών πυροβολικού από την Πιονγκγιάνγκ στη Μόσχα. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του Κιμ Τζονγκ-ουν στο Βλαδιβοστόκ τον Σεπτέμβριο του 2023, ο Πρόεδρος Πούτιν άφησε ανοιχτό το ζήτημα αυτό.
Δυστυχώς, το πολιτικό κατεστημένο των ΗΠΑ, δεν φαίνεται να μαθαίνει από την ιστορία, επαναλαμβάνει τα ίδια λάθη επιδιώκοντας να διατηρήσει την ηγεμονική του θέση στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Η πολιτική της Ουάσιγκτον στην Ουκρανική κρίση και η κατ’ ουσίαν χωρίς όρους στρατιωτική υποστήριξη της στο Ισραήλ, δημιούργησε συμμαχίες καθώς επίσης ρηγμάτωσε περαιτέρω τις σχέσεις της με τον αραβικό κόσμο. Αντίθετα η σύγκρουση στην Ουκρανία είναι… big business για τους αμερικανικούς εργολάβους άμυνας, τους λεγόμενους «Big Five», στέλνοντας τις μετοχές τους σε δυσθεώρητα ύψη και εκτινάσσοντας τα κέρδη τους. Στη γεωπολιτική όμως σκακιέρα, η συνεργασία Ρωσίας-Κίνας-Ιράν –Β. Κορέας και οι επιπτώσεις που αυτή θα επιφέρει στο διεθνές σύστημα, είναι τα επίχειρα μίας αμετροεπούς ηγεμονικής πολιτικής. Η βοήθεια στην αντιμετώπιση των δυτικών κυρώσεων και η παροχή όπλων στη Ρωσία δεν έγινε άνευ ανταλλαγμάτων. Όπως φαίνεται η Μόσχα παρείχε στρατιωτική και τεχνολογική υποστήριξη ως αντιπαροχή, με ό,τι αυτό θα σημάνει μελλοντικά για τα αμερικανικά στρατηγικά συμφέροντα Το γεγονός αυτό προκαλεί επίσης ανησυχία και σε χώρες της ευρύτερης περιοχής.
Συνοψίζοντας, αντί να προκριθεί η συνύπαρξη με τη Μόσχα, ώστε η Ουάσιγκτον να στραφεί στον Ινδοειρηνικό, επελέγη ο πόλεμος δια αντιπροσώπου με στόχο, την στρατιωτική και οικονομική αποδυνάμωση της Ρωσίας και η αποτροπή κυριαρχίας της στην Ευρασία. Ο δεύτερος στόχος ήταν η διάρρηξη των σχέσεων της Ευρώπης (κυρίως της Γερμανίας) με τη Ρωσία, καθώς το γεγονός αυτό θα περιόριζε την αμερικανική επιρροή στην ευρωπαϊκή ήπειρο, με απώτερο φόβο να επαληθευτεί η ρήση του Μπρεζίνσκι: «Το μεγάλο γεωστρατηγικό παιχνίδι του εικοστού πρώτου αιώνα, σαν μια πατρίδα σκάκι, θα παιχτεί στην περιοχή της Ευρασίας. Όποιος ελέγχει την περιοχή αυτή, θα ελέγξει και τις παγκόσμιες εξελίξεις».
Πηγή: militaire.gr