Του Κωνσταντίνου Σχοινά
Τὸ ῥολόι ἔδειχνε εἴκοσι λεπτὰ πρὶν τὶς δώδεκα. Εἶχαν ἀρχίσει νὰ συγκεντρώνονται πολλοὶ πέριξ τῆς ἐκκλησίας. Κάποιος δυσανασχέτησε ποὺ δὲν κυκλοφοροῦσαν μηχανάκια delivery καὶ ἔτσι ἐτίθεντο περιορισμοὶ στὶς ἐπενδύσεις καὶ τὴν αὔξηση τοῦ ΑΕΠ, ἀλλὰ δὲν κατόρθωσε νὰ ἐξάψει τὸ ἐνδιαφέρον. Πιὸ πολλοὶ εἶχαν στήσει αφτὶ γιὰ ν’ ἀκούσουν τὸν διάλογο δύο ἄλλων παραπέρα, οἱ ὁποῖοι συζητοῦσαν γιὰ τὶς εὐεργετικὲς ἐπιδράσεις στὰ σπασμένα πλακάκια τῶν πεζοδρομίων τοῦ παραφινέλαιου ποὺ στάζει ἀπὸ τὶς λαμπάδες. Συμμετεῖχε καὶ ὁ πλανόδιος πωλητὴς λαμπάδων, ποὺ ἐτόνιζεν ὅτι τὸ λάδι τῆς λαμπάδας τὸν ἔχει βοηθήσει νὰ ξεπεράσει παλαιότερα μερικοὺς πόνους στὸ στομάχι. Ἀναρωτήθηκεν ἕνα γηραιὸν ζεῦγος ἄν θὰ ἤτον τέλος πάντων ὠφελιμότερον νὰ εἶχαν μάθει κι αὐτοὶ ὅπως οἱ τσιγγάνοι πλανόδιοι, ἀντὶ νὰ κυνηγοῦν σήμερον τὸ ἐλαιόλαδον γιὰ νὰ γιάνουν τὰ γαστρικά τους. Μιὰ παρέα ποὺ ἔκαμε νεύματα στὰ πηγαδάκια γιὰ νὰ ἡσυχάσουν, δείχνοντας στὸ ῥολόι τὸ «παρὰ τέταρτο», ἀγνοήθηκεν ἐπιδεικτικῶς. Τὸ Φῶς ἄρχισε νὰ μοιράζεται στὸ πλῆθος, μὲ πλησίασε κάποιος ἐνῶ χασμουριόταν, τοῦ ἔδωσα Φῶς καὶ εἶπε:
– Στὴν ὥρα του πάντα αὐτὸ τὸ ἀεροπλάνο. Μόνο ἀλλοῦ ξέρουν νὰ καθυστεροῦν.
– Πρέπει νὰ σοῦ ἔχει στοιχίσει πολὺ κάποια καθυστέρηση μισῆς ὤρας ποὺ εἶχες καλοκαίρι πετῶντας γιὰ Ἰκαρία…
Ὁ ἄνδρας πάγωσε, χλώμιασε καὶ σταγονίδια ἱδρῶτος ἐμφανίσθηκαν στὸ κούτελό του. Τοῦ εἶπα πὼς «οὐδεὶς προφήτης στὸν τόπο του» -ἄρα οὔτε κι ἐγὼ- γιὰ νὰ τὸν καθησυχάσω καὶ νὰ μὴν ἀρχίσει νὰ μὲ προσκυνᾶ.
Οἱ παρευρισκόμενοι ἔπαυσαν νὰ κοιτοῦν πρὸς τὸ μέρος μας ὅταν ἐμφανίσθηκε ἕτερον θέαμα. Τετραμελὴς γυναικοπαρέα ἐστάθη στὸ κεντρικότατον σημεῖον, μὲ ἀπαστράπτοντα ἐνδύματα φορτωμένα μὲ στράς, κρόσια καὶ γιρλάντες ποὺ περισότερο σὲ Χριστούγεννα παρέπεμπαν. Μιὰ γριούλα τὶς καμάρωσε καὶ τὶς ῥώτησε γιὰ ποῦ θὰ τὸ ἔβαζαν μετὰ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη». Ἀπεκρίθησαν πὼς πουθενὰ καὶ ὅτι μόνον εἶχαν ντυθεῖ γιὰ τὶς ἀναστάσιμες φωτογραφίες. Ἡ κυρία δὲν κατάλαβε καὶ μόνον τοῦς εἶπε νὰ κλείσουν τὴ μουσικὴ ἀπὸ τὰ κινητά, διότι εἶχε πάει παρά πέντε. Ὁ τύπος μὲ τὴν ἀργοπορημένη πτήση, πάνω στὴ στιγμὴ τοῦ «Σοφία ὀρθοί», προχώρησε πρὸς τὴν τετράδα, ἀλλά, κομψευόμενος ὅπως ἐβάδιζεν, ἴσως πάτησε ἐπάνω σὲ μικρὰν λίμνην παραφινελαίου. Εἶχε προλάβει νὰ ψελλίσει μόνον ἕνα «Καλησπ…» ὅταν εὑρέθη ξαπλωμένος στὸ ὁδόστρωμα, ἔχοντας προλάβει καὶ νὰ πυρπολήσει μὲ τὴν λαμπάδα τὴν κόμην τῆς μίας ἐκ τῶν τεσσάρων. Οἱ ὑπόλοιπες κατέσβεσαν τὴν πυρκαϊάν, πρᾶξις ποὺ ἐπαινέθηκε ἀπὸ τὸν ἀποσβολωμένο δράστη, καθὼς ἐπεδείχθησαν ταχύτερα ἀντανακλαστικὰ σὲ σχέση μὲ τὸν Ἔβρο ἤ τὸ Μάτι. Ἡ παθοῦσα ἐδήλωσεν καταγοητευμένη ἐκ τῆς προσεγγίσεως, καθὼς εἶχε βαρεθεῖ τὰ συνηθισμένα καὶ πλέον ἐπεθύμει κίνδυνον.
Αἰσίως ἔφθασαν καὶ φέτος τὰ μεσάνυκτα.