Ενημερωτικό Portal του Ράδιο Γάμμα 94 FM, Πάτρα
 

Αναζητείται οδός διαφυγής από το «χαράτσι Ουκρανίας»

Αν η πρόταση του γ.γ. του ΝΑΤΟ εγκριθεί με την παρούσα μορφή της, οι ελληνικές καταβολές στον κοινό προϋπολογισμό της Συμμαχίας θα είναι συνολικά 1 δισ. € την περίοδο 2025-2030

Του Αλέξανδρου Τάρκα*

Η ελληνική κυβέρνηση, χωρίς να μεταβάλλει την πολιτική της έναντι της Μόσχας και του Κιέβου και χωρίς να διαφοροποιείται από τις κεντρικές επιλογές της Ατλαντικής Συμμαχίας για τον εν εξελίξει πόλεμο, αναμένεται ν’ αναζητήσει οδό διαφυγής από την πρόταση του γενικού γραμματέα Γ. Στόλτενμπεργκ για την παροχή βοήθειας 100 δισ. € στην Ουκρανία την προσεχή πενταετία.

Αν η πρόταση του γ.γ. του ΝΑΤΟ εγκριθεί με την παρούσα μορφή της, κατά τη σύνοδο κορυφής της Ουάσινγκτον στις 9 Ιουλίου 2024, οι ελληνικές καταβολές στον κοινό προϋπολογισμό της Συμμαχίας, προς ενίσχυση της Ουκρανίας, θα είναι μεγαλύτερες από 200.000.000 € κάθε χρόνο ή, συνολικά, 1 δισ. € την περίοδο 2025-2030.

Κύριος σκοπός του πενταετούς πακέτου βοήθειας είναι η αναβάθμιση των αμυντικών δυνατοτήτων της Ουκρανίας, ώστε -ανεξαρτήτως του χρόνου λήξης του πολέμου και της ένταξης ή μη στο ΝΑΤΟ- τα συστήματα των ενόπλων δυνάμεών της να αποκτήσουν «διαλειτουργικότητα» με τα αντίστοιχα συμμαχικά.

Η ετήσια ελληνική βοήθεια θα μπορεί να καταβάλλεται και σε χρήμα και σε είδος μέσω του ΝΑΤΟ με αναλογική κατανομή, που θα αποφασίζεται από την κυβέρνηση. Ωστόσο, το σημαντικό στοιχείο από οικονομικής σκοπιάς δεν είναι μόνο το καθαυτό μεγάλο ποσό, αλλά ότι θα προστεθεί στην ήδη παρεχόμενη διμερή βοήθεια (σχεδόν 300.000.000 από τον Φεβρουάριο του 2022 μέχρι σήμερα) και -ενδεχομένως- στην εθνική συνεισφορά προς τη λεγόμενη Συνεκτική Δέσμη Αρωγής (CAP) που παρέχει το ΝΑΤΟ στο Κίεβο. Ως αποτέλεσμα, η προσφερόμενη ελληνική βοήθεια θα είναι -το λιγότερο- άνω των 200.000.000 κάθε χρόνο, χωρίς να μπορεί να προβλεφθεί η ανώτατη οροφή της και χωρίς να συνυπολογίζεται η παρεχόμενη συνδρομή μέσω του Ευρωπαϊκού Ταμείου για την Ειρήνη (EPF).

Η κατάσταση επιβαρύνεται από την έλλειψη έγκαιρου σχεδιασμού εκ μέρους του Μεγάρου Μαξίμου, το οποίο στα τέλη του 2023 αρνήθηκε να λάβει ένα μεγάλο αμυντικό δάνειο, ως και $ 2 δισ., από τις ΗΠΑ. Πρόοδος δεν έχει υπάρξει ούτε ως προς την εναλλακτική αμερικανική πρόταση για άλλο δάνειο, ως $ 200.000.000, ειδικά για τη χρηματοδότηση της εξαγωγής ελληνικών όπλων στην Ουκρανία. Σχετική αναφορά υπήρχε στην επιστολή του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Αντ. Μπλίνκεν προς τον πρωθυπουργό Κυρ. Μητσοτάκη, η οποία δημοσιοποιήθηκε στις 27 Ιανουαρίου 2024.

Πάντως, το βαρύ κόστος της 5ετούς συνδρομής προς την Ουκρανία προβληματίζει βαθύτατα όχι μόνον τα υπουργεία Εξωτερικών και Εθνικής Άμυνας της Ελλάδας, αλλά και τις κυβερνήσεις των περισσότερων μελών του ΝΑΤΟ. Εξαίρεση αποτελεί η ομάδα των «αδιάλλακτων» έναντι της Ρωσίας, όπως η Βρετανία, η Ολλανδία, η Πολωνία και οι χώρες της Βαλτικής.

Κατά μία εκδοχή, στη σύνοδο της Ουάσινγκτον θα εκφραστεί η συλλογική βούληση ή θα ληφθεί πολιτική απόφαση, αλλά ως τότε δεν θα έχει καταστεί δυνατόν να διευκρινιστούν οι περισσότερες από τις επιμέρους οικονομικές πτυχές. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και στις ΗΠΑ, αν και οι αμυντικές τους βιομηχανίες θα λάβουν τη μερίδα του λέοντος από τις παραγγελίες των 100 δισ. ευρώ, δεν θα υπάρξει σχετική απόφαση του Κογκρέσου τους επόμενους μήνες.

Ταυτόχρονα, η ηγεσία της Γερμανίας -μετά τον επί δεκαετίες εθισμό της στην αμυντική θωράκιση με μέσα και χρήματα άλλων- έχει πανικοβληθεί με την πρόταση Στόλτενμπεργκ και προβλέπεται πως θα ζητήσει συμψηφισμούς με τη διμερή βοήθειά της και την CAP. Επίσης, επειδή οι γερμανικές αμυντικές βιομηχανίες δεν είναι έτοιμες για την εξασφάλιση σημαντικών παραγγελιών από τις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις, το Βερολίνο δεν είναι επισπεύδον. Η δε Γαλλία, που θα επιδιώξει μεγάλες πωλήσεις των δικών της αμυντικών συστημάτων, φέρεται ότι συνδέει τη χρηματοδότηση με τους τόκους και τα κέρδη (από τη δευτερογενή αγορά) των «παγωμένων» ρωσικών κεφαλαίων σε τράπεζες της Δύσης.

Η ελληνική κυβέρνηση εκτιμάται πως θα μπορούσε να συνταχθεί με τις προτάσεις είτε της Γαλλίας είτε της Γερμανίας ή με ένα μείγμα τους, αλλά και πάλι τα ποσά ίσως αποδειχθούν από πολύ υψηλά ως απαγορευτικά για την εθνική οικονομία.

* Εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη

Μοιραστείτε το άρθρο
Χωρίς σχόλια

Δυστυχώς, η φόρμα σχολίων είναι ανενεργή αυτή τη στιγμή.