Τον δεύτερο υψηλότερο πληθωρισμό τροφίμων στην Ευρώπη, τουλάχιστον με βάση τον κατάλογο των χωρών που έχουν ήδη δημοσιεύσει τα σχετικά στοιχεία, εμφανίζει η Ελλάδα για τον Φεβρουάριο, καθώς, ενώ ο εναρμονισμένος δείκτης παρέμεινε αμετάβλητος στο 3,2%, ο δείκτης στον οποίο εντάσσονται και τα είδη διατροφής κατέγραψε αύξηση 5,8%.
Η αποκλιμάκωση του ρυθμού αύξησης των τιμών στα τρόφιμα -σημειώθηκε μεταβολή 7,6% τον Δεκέμβριο και 7,1% τον Ιανουάριο- είναι μια ένδειξη προς τη σωστή κατεύθυνση, ωστόσο δεν συνιστά και λόγο πανηγυρισμού.
Κυρίως, διότι σε μεγάλο βαθμό η συγκράτηση του ρυθμού αύξησης των τιμών οφείλεται σε τεχνικούς λόγους. Η μεταβολή του κλαδικού δείκτη προκύπτει από τη σύγκριση της φετινής τιμής με την αντίστοιχη περσινή. Από τη στιγμή όμως που ο παρονομαστής του κλάσματος είναι υψηλός, εύλογο είναι το ποσοστό να μειώνεται. Και ο παρονομαστής στην προκειμένη περίπτωση είναι υψηλός επειδή το επώδυνο για τα νοικοκυριά ράλι στις τιμές των τροφίμων ήταν ήδη σε εξέλιξη και τον Φεβρουάριο του 2023.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο κλαδικός δείκτης τροφίμων, ποτών και καπνικών προϊόντων της Ε.Ε. έφτασε τον Φεβρουάριο στις 130 μονάδες, που σημαίνει ότι πλέον οι συσσωρευμένες ανατιμήσεις σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα έχουν ξεπεράσει το 30%.
Τα αναλυτικά στοιχεία για την πορεία του πληθωρισμού στην Ελλάδα θα δημοσιευτούν την επόμενη Παρασκευή και τότε αναμένεται να αποτυπωθεί αυτό που ήδη διαφάνηκε από τα χθεσινά στοιχεία της Eurostat: τα συνεχιζόμενα ρεκόρ ακρίβειας σε βασικές κατηγορίες τροφίμων.
«Πρωταθλητής» και για τον Φεβρουάριο θα είναι και πάλι το ελαιόλαδο. Η ίδια η Eurostat με σχετική έρευνα ανέδειξε την Ελλάδα ως δευτεραθλήτρια Ευρώπης όσον αφορά το ποσοστό ανατίμησης του συγκεκριμένου προϊόντος. Το 67% που καταγράφηκε στην Ελλάδα ήταν το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό μετά το 69% της Πορτογαλίας, ενώ ακολούθησε η Ισπανία στην 3η θέση με το 63%. Ο μέσος όρος για την Ευρωζώνη διαμορφώθηκε στο 50%.
Ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών για τον Φεβρουάριο διαμορφώθηκε στην Ελλάδα στο 3,2%, ποσοστό αντίστοιχο με αυτό του Ιανουαρίου. Η Ελλάδα ξεπερνά τον μέσο όρο της Ευρωζώνης που διαμορφώθηκε στο 2,6%, ενώ σε επίπεδο δομικού πληθωρισμού (είναι ο δείκτης που καταγράφει την πορεία όλων των τιμών με εξαίρεση τα τρόφιμα και τα καύσι-
μα) καταγράφηκε μεταβολή 3% στην Ελλάδα έναντι 3,1% στην Ευρωζώνη.
Ο κλαδικός δείκτης των τροφίμων είχε αύξηση 5,8%, με το ποσοστό να υποχωρεί συγκριτικά με το αντίστοιχο του Ιανουαρίου (7,1%). Στοιχεία για την πορεία του κλαδικού δείκτη τροφίμων, ποτών και καπνικών προϊόντων δεν έχουν δώσει όλες οι χώρες ακόμη.
Από αυτές που έχουν ανακοινώσει, πάντως, η Ελλάδα έχει τον δεύτερο υψηλότερο ποσοστό. Ο μέσος όρος της Ευρωζώνης διαμορφώνεται αυτή τη στιγμή στο 4%, με τη Γερμανία να έχει αύξηση 2,9% στον συγκεκριμένο δείκτη, την Ιταλία 3,9% και την Κύπρο 2,3%. Προς το παρόν, μεγαλύτερο ποσοστό συγκριτικά με τη χώρα μας εμφανίζει μόνο η Μάλτα, με κλαδικό πληθωρισμό της τάξεως του 5,9%.
Η ενέργεια είναι για ακόμη έναν μήνα «στήριγμα» στην προσπάθεια συγκράτησης του γε-
νικού δείκτη. Ωστόσο, η θετική επίδραση φαίνεται πλέον να εξασθενεί και σε ελληνικό αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο και αυτό διότι οι τιμές των ενεργειακών προϊόντων -και κυρίως των πετρελαϊκών- δεν είναι πλέον πολύ φθηνότερες από τις αντίστοιχες περσινές.
Ιδιαίτερα θετικό είναι πάντως το γεγονός ότι η τιμή του φυσικού αερίου παραμένει σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα συγκριτικά με πέρυσι. Στην Ελλάδα, ο δείκτης της ενέργειας υποχώρησε κατά 2,8% τον Φεβρουάριο, ενώ στην Ευρωζώνη το αντίστοιχο ποσοστό διαμορφώθηκε στο 3,7%. Δεδομένου ότι τον Μάρτιο αναμένονται νέες και μάλιστα σημαντικές μειώσεις στις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος, η πτωτική πορεία στην Ελλάδα μπορεί να συνεχιστεί, αρκεί να μην έχουμε νέο κύκλο αύξησης στη διεθνή τιμή του πετρελαίου.
Στα στοιχεία για τον πληθωρισμό του Μαρτίου θα αποτυπωθούν τα πρώτα αποτελέσματα από τα νέα μέτρα αντιμετώπισης της ακρίβειας που ενεργοποίησε το υπουργείο Ανάπτυξης.
Σε επίπεδο δείκτη τιμών καταναλωτή, το μεγαλύτερο όφελος αναμένεται να προκύψει αφενός από την απαγόρευση προσφορών σε όσους προχωρήσουν σε ανατιμήσεις (αυτό περιορίζει σε έναν βαθμό τις νέες πληθωριστικές πιέσεις) και αφετέρου από τη μείωση των αρχικών τιμών σε 3.000 κωδικούς προϊόντων.
Ο υπουργός Ανάπτυξης προσδιόρισε το εύρος των μειώσεων από 5% έως και 42%, αλλά αυτό που μένει να αποσαφηνιστεί είναι αν στο «καλάθι» που μετράει η ΕΛΣΤΑΤ μετρούν περισσότερο οι αρχικές τιμές ή αυτές που διαμορφώνονται μετά την έκπτωση.