Του Δημήτρη Γαρούφα*
Με απογοήτευση και θλίψη παρακολουθούν οι Έλληνες πολίτες όσα συμβαίνουν εδώ και αρκετά χρόνια στη χώρα μας, τα οποία, δυστυχώς, φιλοτεχνούν εικόνα παρακμής της.
Είναι αλήθεια ότι οι πολίτες καταμαρτυρούσαν και καταμαρτυρούν ακόμη πολλά στους εκπροσώπους τους στο Κοινοβούλιο και στην εκτελεστική εξουσία, που διαχρονικά δεν σέβεται τη διάκριση των εξουσιών, ενώ θυμούνται πάντα το πώς και γιατί το ελληνικό Κοινοβούλιο είχε πριν από χρόνια σχεδόν διπλάσιους υπαλλήλους από το αντίστοιχο γερμανικό, και τις φωτογραφικές τροπολογίες για να ευνοηθούν κάποιοι προστατευόμενοι από την εκτελεστική εξουσία.
Κι ενώ πολλά καταμαρτυρούσαν οι πολίτες στην εκτελεστική εξουσία, αντίθετα υπήρχε εκτίμηση και εμπιστοσύνη σε θεσμούς όπως η Δικαιοσύνη, οι Ένοπλες Δυνάμεις, το Πυροσβεστικό Σώμα, η Εκκλησία κ.λπ., για τους οποίους πίστευαν ότι λειτουργούσαν με ανεξαρτησία και πέρα από τη μικροπολιτική.
Εδώ και χρόνια, όμως, είδαμε να καταθέτουν σε προανακριτική επιτροπή της Βουλής για τη Novartis αρκετοί εισαγγελικοί λειτουργοί κι από δημοσιεύματα που αναφέρονταν στις καταθέσεις τους είδαμε να αλληλοκαταγγέλλονται για ολιγωρίες, για παρεμβάσεις στο έργο τους, ενώ για άλλες υποθέσεις είδαμε φαινόμενα διαφθοράς και δίωξης αστυνομικών, κι έτσι βλέποντας όλα αυτά ο μέσος πολίτης αρχίζει να πιστεύει ότι οι παθογένειες του πολιτικού κόσμου δυστυχώς έχουν επηρεάσει και διαβρώσει και άλλους θεσμούς, και φυσικά κλονίζουν την πίστη του πολίτη στην εν γένει λειτουργία των θεσμών και του κρατικού μηχανισμού.
Παράλληλα με όλα αυτά, τα τελευταία χρόνια βλέπουμε βουλευτές που στη διάρκεια της θητείας τους αλλάζουν πολιτικά κόμματα με μοναδικό γνώμονα την πολιτική τους επιβίωση και ο απλός πολίτης, βλέποντάς τα αναρωτιέται: Ποιες οι αρχές αυτών που συχνά αλλάζουν δύο τρία κόμματα; Τι εκπροσωπούν; Γιατί τα κόμματα εξουσίας προσφέρουν στέγη στους «γυρολόγους» της πολιτικής; Δεν κατανοούν ότι αντιμετωπίζοντας ως φυσιολογικό το φαινόμενο αυτό συμβάλλουν στην περαιτέρω υποβάθμιση της πολιτικής ζωής;
Σε συνδυασμό με όλα αυτά, με ανησυχία βλέπουν οι πολίτες τη μη ενασχόληση του πολιτικού κόσμου με τα μεγάλα θέματα, όπως π.χ. το Δημογραφικό, και τη σκόπιμη ενασχόληση με θέματα μικροπολιτικής, ενώ π.χ. δεν ασχολούνται σχεδόν καθόλου με όσα γίνονται στη βαλκανική γειτονιά μας, όπου φτάσαμε σε σημείο να μην μας υπολογίζει ούτε η Αλβανία.
Ήμουν για 13 χρόνια (1995-2008) μέλος της ελληνικής αντιπροσωπίας στην Ένωση Βαλκανικών Δικηγορικών Συλλόγων και διατηρώ δίκτυο φίλων σε όλες σχεδόν τις βαλκανικές χώρες… Από παντού το μήνυμα είναι ότι η Ελλάδα εγκαταλείπει τα ερείσματα που είχε δημιουργήσει στις βαλκανικές χώρες (οι θυγατρικές των Ελληνικών τραπεζών έχουν εκποιηθεί) και το κενό το καλύπτει επιμελώς η Τουρκία, έχοντας μακρόχρονες στοχεύσεις…
Μήπως θα πρέπει η χώρα μας να χαράξει νέα βαλκανική πολιτική, λειτουργώντας ως παράγοντας ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή; Μήπως πρέπει να αξιοποιήσουμε την έλξη που ασκεί στην ευρύτερη περιοχή ο ελληνικός πολιτισμός και η ελληνική γλώσσα που μιλούν αρκετοί πολίτες γειτονικών χωρών; (Θυμίζω ενδεικτικά ότι στο τμήμα Νεοελληνικής φιλολογίας που συνεστήθη το 1993 στο πανεπιστήμιο της Σόφιας για πολλά χρόνια υπήρχαν κάθε χρόνο κατά μέσο όρο 2.600 υποψήφιοι για 25 θέσεις, ενώ για το Τμήμα Αγγλικής Φιλολογίας οι υποψήφιοι ήταν πολύ λιγότεροι.)
Δεν έχει νόημα να πούμε περισσότερα. Η Ελλάδα πρέπει να ξεφύγει από την παρακμή, με ουσιαστική και σωστή λειτουργία των θεσμών, δημιουργώντας νέα προοπτική για το μέλλον. Για να γίνει αυτό πρέπει ο πολιτικός κόσμος να λειτουργήσει ηγετικά, με όραμα και οδηγό τις αρχές του οικουμενικού Ελληνισμού, κι εμείς οι πολίτες να λειτουργούμε καθημερινά ως ενεργοί πολίτες. Για να ξεφύγουμε από την παρακμή, όπως έλεγε ο ποιητής, πρέπει όλοι μας «λίγο ακόμα, να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα».
*Δικηγόρος, πρώην πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης