Ο Βασίλης Καρράς φεύγοντας άφησε ένα καλό όνομα στην κοινωνία και ένα παράδειγμα. Και αυτό η κοινωνία τού το ανταπέδωσε
Του Μανώλη Κοττάκη
«Ρε σεις, σπίτια δεν έχετε; Ακόμη εδώ είστε;» Ακόμη αντηχεί στα αυτιά μου η φωνή του Βασίλη Καρρά, πέντε το πρωί, κάποιο Σάββατο, στις αρχές της δεκαετίας του ’90 στο θρυλικό Αβαντάζ της Θεσσαλονίκης. Όταν έβγαινε για το τελευταίο μέρος του προγράμματος με το λευκό πουκάμισο έξω, χωρίς κοστούμι, για να τραγουδήσει μέσα σε ένα σύννεφο από καπνό μια τελευταία φορά «για τη νύχτα την ξελογιάστρα» και για να μας πει το κλασικό «καλημέρα σας!» Να σφυρίξει τη λήξη, δηλαδή, λίγο πριν από την ανατολή.
Ήμασταν νέοι, ήμασταν φοιτητές, οδηγούσαμε πέντε ώρες από την Κομοτηνή μέχρι τη Θεσσαλονίκη -δεν υπήρχε η Εγνατία τότε- για να διασκεδάσουμε, διπλοπαρκάραμε σε παρακείμενες οδούς και μετά τρέχαμε στον επίσης θρυλικό διοικητή της Τροχαίας Θόδωρο Αθανάσαρο για να μας σβήσει την κλήση. Αν γινότανε. Ήταν η εποχή που τα τραγούδια του νεοεμφανιζόμενου Καρρά κυκλοφορούσαν σε δισκάκια της εταιρίας VASIPAP, από τα αρχικά του ιδρυτή της: Βασίλης Παπαδόπουλος.
Έκανε εντύπωση σε πολλούς αυτό που συνέβη με τον θάνατο του λαϊκού τραγουδιστή από το Κοκκινοχώρι της Καβάλας. Η αγάπη του κόσμου, ειδικά του βορρά, στο πρόσωπό του. Δεν ήταν ο ποιοτικός του έντεχνου, όμως έπειτα από 35 χρόνια παρουσίας στις πίστες και στο πεντάγραμμο είχε καταφέρει να εκφράσει την ψυχή μιας πόλης και μιας ολόκληρης περιοχής. Με το χιούμορ του και με το χαμόγελό του. Ήταν για τα δύσκολα, όχι για τα εύκολα. Δεν ήταν κάτι φοβερά σπουδαίο για να μπει στο πάνθεον του πενταγράμμου, αλλά με τις λέξεις του, με τις παράδοξες εικόνες που έφτιαχνε («από τον βορρά μέχρι τον νότο, να σ’ αγαπώ δεν βρήκα τρόπο») και με τις μουσικές του κατάφερνε κάθε βράδυ να κάνει τις καρδιές που χοροπηδούν, να ηρεμούν και να ταξιδεύουν. Χρειάζεται ταλέντο για να κάνεις τους στενοχωρημένους χαρούμενους και τους χαρούμενους στενοχωρημένους. Να τους χαϊδεύεις ευαίσθητες χορδές. Να τους ξυπνάς συναισθήματα. Να τους κάνεις να αφήνονται χωρίς καθωσπρεπισμούς. Στο έλεος των αισθήσεών τους.
Αναρωτήθηκα στο άκουσμα της είδησης της απώλειας του Καρρά, πέρα από τις νεανικές αναμνήσεις που έφερε υποχρεωτικά στον νου μου, κάτι ευρύτερο:
Τι είναι αυτό που κάνει τη βόρεια Ελλάδα, από τα Τρίκαλα και πάνω, να γεννά ασταμάτητα, ανεξαρτήτως εποχών, συνθέτες και τραγουδιστές που μπορούν να εκφράσουν το ανθρώπινο παράπονο, τον καημό, τη χαρά, τον ενθουσιασμό, τον δισταγμό, την απογοήτευση, την πτώση, την άνοδο, την ελπίδα, την αδικία, την αμφιβολία. Προφανώς και τα μεγέθη δεν είναι όλα ίδια. Σκέφτομαι όμως ότι ο Καζαντζίδης, ο Τσιτσάνης, ο Μητροπάνος, ο Νταλάρας, η Μαρινέλλα, ο Στράτος Διονυσίου, ο Παπάζογλου, ο Χρήστος Νικολόπουλος, ο Άκης Πάνου, και από τις νεότερες γενιές με διαφορετικό ύφος ο Τερζής, ο Καρράς, η Θεοδωρίδου, ο Ρέμος, η Ασλανίδου και πολλοί άλλοι που αυτή τη στιγμή μπορεί και να ξεχνώ, κατέβηκαν στην Αθήνα και την αναστάτωσαν. Έδωσαν νέα πνοή στη νύχτα. Στο παρελθόν και η υπόλοιπη Ελλάδα γεννούσε τραγουδιστές και συνθέτες που μπορούσαν να εκφράσουν με μεγάλη πληρότητα το λαϊκό αίσθημα. Ο Ζαμπέτας από το Αιγάλεω, ο Βοσκόπουλος από τη Νίκαια, ο Μπιθικώτσης από τη Δραπετσώνα, και πολλοί άλλοι. Ο καθένας με το ύφος του πάντοτε.
Σταδιακά όμως το κλεινόν άστυ άρχισε να γίνεται κυνικό και η διασκέδασή του ψεύτικη, να χάνει την ταυτότητά της. Τη δυνατότητα τού να εκφράσει γνησίως τις λαϊκές πλειοψηφίες. Οι οποίες, όσο και αν δεν αρέσει σε κάποιους κύκλους, αγαπούν πολύ το λαϊκό τραγούδι σε κάθε του μορφή. Είτε είναι ρεμπέτικο είτε παλιό λαϊκό ή το σημερινό πλαστικό λαϊκό με ήχους που μας ξεπερνούν κατά πολύ καμιά φορά και μας πάνε στη βαθιά Ανατολή.
Αλλά ο Έλληνας ως γεννήτωρ της Δύσης δεν φοβάται την Ανατολή. Δεν φοβάται τους ήχους της. Είναι συμφιλιωμένος μαζί τους. Την παραμονή των Χριστουγέννων το βράδυ, το πρώτο κανάλι της ελληνικής τηλεόρασης έδειχνε μία συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής με τον αξεπέραστο Διονύση Σαββόπουλο (και αυτός ανθρωποκεντρικός, έβαλε πολύ συναίσθημα στη σκληρή μεταπολιτευτική εποχή του πολιτικού τραγουδιού) και το δεύτερο κανάλι μια παλιά χριστουγεννιάτικη εκπομπή του «Καλλιτεχνικού καφενείου» με τον Μίμη Πλέσσα, τον Βασίλη Τσιβιλίκα και τον Κώστα Φέρρη, στην οποία πρωταγωνιστούσαν η Πόλυ Πάνου, η Τζένη Βάνου, ο Γιώργος Μητσάκης, η Χαρούλα Λαμπράκη και «Τα παιδιά απ’ την Πάτρα». Δεν έχω αμφιβολία ποια εκπομπή είδαν οι περισσότεροι. Αν αναζητήσει κανείς λοιπόν γιατί τόση λατρεία για τον Βασίλη Καρρά με την μπάσα φωνή θα ανακαλύψει ότι κάθε φτωχοδιάβολος, κάθε ασήμαντος, κάθε σημαντικός γλέντησε στις χαρές του και έκλαψε στις λύπες του με το ακατέργαστο «φορτηγατζίδικο» ηχόχρωμα της φωνής αυτού του τραγουδιστή που γεννήθηκε στις… «Ηνωμένες Πολιτείες της Καβάλας». Έτσι αποκαλούν οι ντόπιοι όλα τα παραθαλάσσια χωριά του γιαλού που είναι το ένα δίπλα στο άλλο, μεταξύ των οποίων και το Κοκκινοχώρι. Η αλήθεια κερδίζει παντού. Ακόμα κι αν μας τη λένε άνθρωποι «κατωτέρας μορφώσεως» σε σύγκριση με τις διάτρητες διάνοιες των σαλονιών. Τον Καρρά μπορούσε να συμπαθεί κανείς γι’ αυτό που ήταν, μπορούσε και να μην τον συμπαθεί, αλλά ήταν βέβαιο ότι αυτό που έβλεπε μπροστά του ήταν αληθινό. Γνήσιο. Στην εποχή των ψεμάτων αρέσουν τα ατελή πρότυπα. Η Θεσσαλονίκη τίμησε με τρόπο σπάνιο την απώλεια του Καρρά παίζοντας τη μουσική του και τα τραγούδια του επί τρεις ολόκληρες ημέρες στα κέντρα της. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος συνήθιζε να λέει ότι «αυτή η πόλη σε πατάει όσο είσαι μικρός και σε τιμάει όταν γίνεσαι μεγάλος». Κάθε πόλη έτσι είναι. Σε γενικές γραμμές. Διότι οι τιμές δεν αποδίδονται πάντα. Ο Πεντζίκης έγραφε κάτι φαινομενικά πιο σκληρό για τη Θεσσαλονίκη, ότι «σ’ αυτή την πόλη πρέπουν οι κηδείες». Δεν τον καταλάβαιναν όμως. Εννοούσε ότι η Θεσσαλονίκη γεμάτη από αγγέλους της διπλανής πόρτας είναι αναστάσιμη πόλη.
Ο Καρράς φεύγοντας άφησε ένα καλό όνομα στην κοινωνία και ένα παράδειγμα. Και αυτό η κοινωνία τού το ανταπέδωσε. Πέρα από την όποια καλλιτεχνική του αξία -η μνήμη είναι το μέτρο του αποτυπώματος ενός εκάστου-, το σημαντικότερο τελικά στη ζωή είναι αυτό. Τι ψυχή θα παραδώσεις! Και σε ποιους.