Του Δημήτρη Γαρούφα*
Ο Τζον Κένεντι, προτού εκλεγεί πρόεδρος των ΗΠΑ, είχε γράψει το βιβλίο με τίτλο «Σκιαγραφία των γενναίων», στο οποίο βιογραφεί οκτώ πολιτικούς των ΗΠΑ που σε κάποια φάση της πολιτικής τους ζωής χρειάστηκε -υπηρετώντας τη συνείδησή τους- να έλθουν σε σύγκρουση με το κόμμα τους και με την κοινή γνώμη. Θαυμάζει το θάρρος τους και γι’ αυτό αφιερώνει το βιβλίο στην πιο θαυμαστή ανθρώπινη αρετή, το θάρρος, όπως επισημαίνει. Όπως γράφει, κάποιοι δικαιώθηκαν για την απόφαση που πήραν, κάποιοι άλλοι όχι, αλλά όλοι τους με τις αποφάσεις που πήραν εξύψωσαν το κύρος του θεσμού και δημιούργησαν παράδοση υψηλού ήθους και ανεξαρτησίας για την πολιτική ζωή των ΗΠΑ.
Ξαναθυμήθηκα το βιβλίο του Τζον Κένεντι, με αφορμή πρόσφατες δηλώσεις βουλευτών της Ν.Δ., οι οποίοι δήλωσαν ότι διαφωνούν με την τροπολογία που έφερε ξαφνικά η κυβέρνηση, για νομιμοποίηση υπό κάποιες προϋποθέσεις μεταναστών οι οποίοι βρίσκονται για τρία χρόνια παράνομα στη χώρα, και όχι για εφτά, όπως πρόβλεπε παλιότερη διάταξη. Κάποιοι άλλοι σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις χαρακτήρισαν καταστροφική την τροπολογία, αλλά λόγω κομματικής πειθαρχίας την ψήφισαν… Οι βουλευτές αυτοί λειτούργησαν με γνώμονα την πολιτική επιβίωση και δεν είχαν το θάρρος των πολιτικών που εξύμνησε στο βιβλίο του ο Τζον Κένεντι, δηλαδή να λειτουργήσουν με γνώμονα τη συνείδησή τους.
Βεβαίως, τα πολιτικά κόμματα είναι θεσμός και αποτελούν τους πνεύμονες του δημοκρατικού πολιτεύματος, ενώ πρέπει να λειτουργούν με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον και τις προγραμματικές θέσεις που παρουσιάζουν προεκλογικά στον λαό. Δυστυχώς, όμως, με γνώμονα την κομματική πειθαρχία, πολλές φορές αναγκάζουν τους βουλευτές να σιωπούν για λάθη της ηγεσίας τους ή της κυβέρνησης αλλά και για την ύπαρξη και την εξέλιξη οικονομικών σκανδάλων. Διαχρονικά κάποιοι, που έχουν ισχυρή προσωπικότητα, έχουν το θάρρος να εκφράζουν δημόσια τη διαφωνία τους και οι λίγοι, που έχουν το θάρρος να λειτουργούν με γνώμονα τη συνείδησή τους, μερικές φορές φτάνουν στο σημείο όχι μόνο να παρακάμπτουν την κομματική πειθαρχία αλλά και να υποχρεώνουν το κόμμα τους να ενεργήσει σωστά.
Ενδεικτικά αναφέρομαι στη υπόθεση Κοσκωτά, που είχε συνταράξει τη χώρα πριν από δεκαετίες. Παρά τις καταγγελίες των ΜΜΕ τότε για την εξέλιξη του σκανδάλου, όλα τα πολιτικά κόμματα σιωπούσαν και έτσι εξελίχθηκε το σκάνδαλο και πήρε τις διαστάσεις που πήρε. Ένας μόνο βουλευτής, ο Γ. Σούρλας της Ν.Δ., που ήταν αντιπολίτευση τότε, λειτουργώντας με οδηγό τη συνείδησή του στις 13/1/1988 κατέθεσε ερώτηση στη Βουλή ζητώντας έρευνα της υπόθεσης Κοσκωτά.
Το γραφείο Τύπου του κόμματός του με ανακοίνωσή του ανέφερε ότι ο βουλευτής αυτός ενήργησε με δική του πρωτοβουλία, χωρίς συνεννόηση με τα όργανα του κόμματος, ενώ κάποια εφημερίδα τότε ζήτησε την πειθαρχική του δίωξη από την ηγεσία της Ν.Δ.
Όπως λεπτομερώς αποκαλύπτει ο Γιώργος Σούρλας στο βιβλίο του «Ήθος στην πολιτική – νοθευμένη δημοκρατία» (εκδ. Παπαζήση, σελ.163-174), το καλοκαίρι του 1988 κατατέθηκε τροπολογία από τον Α. Κουτσόγιωργα που προστάτευε τον Κοσκωτά. Από τον κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο της Ν.Δ. δόθηκε εντολή στους βουλευτές της Ν.Δ. να ψηφιστεί η τροπολογία Κουτσόγιωργα, αλλά λόγω της έντονης αντίδρασης του Γ. Σούρλα, αποφασίστηκε τελικά να μην ψηφιστεί.
Κλείνοντας επισημαίνω ότι η κομματική πειθαρχία έχει νόημα, ως υποχρέωση τήρησης των προγραμματικών θέσεων που το πολιτικό κόμμα παρουσίασε στον λαό προεκλογικά, αλλά είναι αδιανόητη η κομματική πειθαρχία σε θέσεις αντίθετες με τις προγραμματικές θέσεις για τις οποίες ψηφίστηκε το κόμμα από τον ελληνικό λαό. Αναντίρρητα, φθείρεται ο θεσμός όταν λόγω -κακώς εννοούμενης- κομματικής πειθαρχίας αναγκάζονται οι βουλευτές να ψηφίζουν, χωρίς καν να ερωτηθούν, τροπολογίες ή νομοσχέδια αντίθετα με όσα αναγγέλθηκαν προεκλογικά στον ελληνικό λαό.
* Δικηγόρος, πρώην πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης