Αναρωτιόμουν πριν τις αυτοδιοικητικές εκλογές, τι θα έπρεπε να έχει συμβεί στην Αθήνα για να μη θεωρείται φαβορί για επανεκλογή ο Κώστας Μπακογιάννης. Αν έβαζε λαμαρίνες και ΜΑΤ στην Ερμού; Αν επέκτεινε τον Μεγάλο Περίπατο στη Σταδίου, διπλασιάζοντας το κόστος; Πού θα ήταν το όριο για τον δεξιό ψηφοφόρο ώστε να μην τον ψηφίσει οπαδικά; Πού μπαίνει γενικά το όριο για να σε τιμωρήσουν οι ψηφοφόροι;
Τελικά φάνηκε τουλάχιστον ότι αφενός αυτό το όριο υπάρχει, κάτι που δεν ήταν αυτονόητο, αφετέρου ότι ο απερχόμενος δήμαρχος Αθηναίων το ξεπέρασε. Θέλει ιδιαίτερο ταλέντο αυτό στις μέρες μας. Με την αποχή σε πρωτοφανή επίπεδα, γεγονός που βοηθάει αν έχεις κομματικό στρατό, με πρωτοφανή θρίαμβο της ΝΔ πριν τρεις μήνες, με άγνωστο στο ευρύ κοινό αντίπαλο, με το 99% των ΜΜΕ μαζί του, ο Μπακογιάννης πραγματικά κατάφερε να ηττηθεί. Έπαιζε τέσσερα χρόνια μόνος του, κυρίως με την Αθήνα, κι έχασε. Στον πρώτο γύρο, έχασε 30.000 ψήφους σε σχέση με το 2019 και στον δεύτερο, μία εβδομάδα μετά, άλλες 7.500 χιλιάδες. Απέναντί του βρέθηκε, στις ασφυκτικές συνθήκες της αποχής, η κρίσιμη μάζα ψηφοφόρων που βρήκε τον δρόμο προς την κάλπη και στήριξε έναν υποψήφιο, ο οποίος με τη σειρά του κατάφερε να πετύχει αυτήν την απαραίτητη συσπείρωση. Ας μην προσπεράσουμε το τελευταίο σημείο. O Χάρης Δούκας άδραξε την ευκαιρία που είχε μπροστά του (βλ. ντιμπέιτ) και κατάφερε τελικά να κεφαλαιοποιήσει αυτήν την αγανάκτηση του προοδευτικού κόσμου. Υπετριπλασίασε τις ψήφους του, ανεβαίνοντας από τις σχεδόν 20 χιλιάδες στις 64 χιλιάδες. Δεν πήρε μόνο τις ψήφους του Κώστα Ζαχαριάδη, αλλά είναι ξεκάθαρο ότι στηρίχθηκε και από τους ψηφοφόρους του Κ. Παπαδάκη και από αυτούς του Ν. Σοφιανού, παρά τη γραμμή του ΚΚΕ περί άκυρου-αποχής. Στο χέρι του νέου δημάρχου, από 1/1/2024, θα είναι πλέον να αποφύγει το «είναι ίδιοι» να ξεπεράσει το «τουλάχιστον δεν είναι ο Μπακογιάννης» και να φτάσει στο «ένας καλός δήμαρχος». Επίσης, ο κ. Δούκας απέφυγε το άνοιγμα στην ακροδεξιά, αρνούμενος να συρθεί από τον Μπακογιάννη στη συζήτηση για τις κάμερες στην Αθήνα ή τους δήθεν «βίαιους» διαδηλωτές στον Λόφο του Στρέφη. Ήταν ο Μπακογιάννης αυτός που έφτασε να «επιτίθεται» στον αντίπαλό του για σχέσεις με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και, με τη συνδρομή του Χατζηνικολάου, να στοχοποιεί την Ιωάννα Κούρτοβικ.
Στη Θεσσαλία ο επί 12 χρόνια Περιφερειάρχης, Αγοραστός, έχασε 50 χιλιάδες ψήφους σε μία εβδομάδα, το ένα τρίτο των ψήφων του, με την αποχή να αναβαίνει απότο 42% στο 61%, εν μέσω κυβερνητικών εκβιασμών που έφτασαν στο να συνδέουν την επανεκλογή του με την ταχύτητα των αποζημιώσεων των πλημμυροπαθών. Ο νικητής, Δημήτρης Κουρέτας, πήρε λιγότερες ψήφους από αυτές του Αγοραστού στον πρώτο γύρο. Ένα ακόμα ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι στη Θεσσαλία, οι δημοτικές εκλογές σε Λάρισα, Βόλο, Τρίκαλα και Καρδίτσα κρίθηκαν από την πρώτη Κυριακή, με τους δεξιούς υποψηφίους να παίρνουν πάνω από 50%. Επομένως, ο ίδιος κόσμος, που στήριξε την πρώτη Κυριακή αυστηρά κομματικά τον κ.Αγοραστό, δεν ήθελε να τον στηρίξει ενεργητικά σε μία ακόμα, προσωποκεντρική αυτήν τη φορά, αναμέτρηση. Υπήρξε πάλι, αυτό το όριο.
Στην Πάτρα, την ώρα που οι αποτυχημένοι αποδοκιμάζονταν, ένας πολύ επιτυχημένος δήμαρχος, ο Κώστας Πελετίδης, το παράδειγμα του οποίου οδήγησε και στην αύξηση των ποσοστών της «Λαϊκής Συσπείρωσης» πανελλαδικά και σε 5 ακόμα νίκες του ΚΚΕ σε δήμους, εξασφάλισε τρίτη θητεία. Στο Χαλανδρι οι συνεχείς απειλές του Υπουργού Εργασίας, Άδωνι Γεωργιάδη, που έφτασε στο σημείο να πει ότι «θα κάνουμε δύσκολη τη ζωή του δημάρχου» και είναι ακόμα στη θέση του, έπεσαν στο κενό. Ο Σίμος Ρούσσος αύξησε σημαντικά τις ψήφους του, την ώρα που η αντίπαλός του, κ.Αγαπητού, που χειροκροτούσε τις απειλές του Υπουργού, δεν κατάφερε να πάρει ούτε καν το άθροισμα των δικών της ψήφων στον πρώτο γύρο και αυτών του Χάρη Ρώμα. Στη Θεσσαλονίκη ο Στέλιος Αγγελούδης πήρε 67% και ο απερχόμενος δήμαρχος, Κωνσταντίνος Ζέρβας έχασε και αυτός ψήφους σε σχέση με τον πρώτο γύρο. Ήταν το πιο προβλέψιμο αποτέλεσμα. Ο κ.Ζέρβας δεν είχε το «όνομα» του Μπακογιάννη, αλλά έδειξε σε όλη τη θητεία του να έχει περισσότερη «χάρη» στην κάκιστη θητεία. Αν γίνονταν εκλογές στην πόλη μόνο μεταξύ του απερχόμενου δημαρχου και μιας άδειας καρέκλας, μπορεί να εκλεγόταν η καρέκλα.
Τι συμπέρασμα προκύπτει από αυτά; Το γεγονός ότι υπάρχει μια ενεργητική, έντονη αποδοκιμασία της κυβέρνησης και των επιλογών της, από την απόλυτη πλειοψηφία των πολιτών που εμφανίστηκε να ψηφίσει. Αποδοκιμασία που, με τους κατάλληλους υποψηφίους φυσικά (ο Κώστας Ζαχαριάδης, αν περνούσε στον δεύτερο γύρο, δεν θα κέρδιζε), εκφράστηκε και υπερέβη τις κομματικές γραμμές. Δηλαδή, η Νέα Δημοκρατία έχει τα δύο εκατομμύρια που την ψήφισαν πριν από τρεις μήνες (το «41 τακατό») και ένα πολύ μεγάλο μέρος των υπολοίπων δεν θέλει να τη βλέπει ούτε ζωγραφιστή. Γι αυτό, όπου καταλήξαμε στο ερώτημα «ο Νεοδημοκράτης ή ο άλλος» οι πολίτες κινητοποιήθηκαν, τηρουμένων των αναλογιών της συμμετοχής, για να πουν «ο άλλος».
Η ΝΔ έχει δίκιο να μιλάει για «αντισυσπείρωση» και έχει δίκιο, όπως έκανε ο Κυριάκος Μητσοτάκης το βράδυ της Κυριακής, να θυμίζει τον θρίαμβο στις εθνικές εκλογές. Εκεί εξάλλου, όπως και στον πρώτο γύρο των αυτοδιοικητικών, ισχύουν οι κλασικοί κανόνες. Εκεί δεν κατεβαίνουν δύο κόμματα. Εκεί δεν χρειάζεται 50% για σχηματισμό κυβέρνησης. Εκεί η κυβέρνηση αποφασίζεται μόνο με τις θετικές ψήφους υπέρ της και όχι με το αν οι αρνητικές πλειοψηφούν. Άρα, αρκεί ένα «μπετοναρισμένο» κοινό, 2 εκατ., μερίδα του οποίου θα ψηφίζει έστω και με μισή καρδιά, «γιατί οι άλλοι θα ήταν χειρότεροι», υπό ασφυκτική προπαγάνδα. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη από την αρχή προσπαθεί να ικανοποιήσει έστω λίγο μόνο αυτούς, δεν λογοδοτεί στους υπόλοιπους. Και άσε τους άλλους να βρίζουν όσο τους καταστρέφεις τις ζωές. Εκεί επίσης, δεν αρκεί ο αρνητικός λόγος για τα πεπραγμένα του Μητσοτακισμού. Χρειάζεται θετικό πρόταγμα, θέσεις, συνέπεια, ρεύμα για να βγάλεις τους πολίτες από τα σπίτια τους και να τους φέρεις στα παραβάν.
Η μεγάλη εικόνα δηλαδή, παραμένει, μέχρι τις Ευρωκλογές, το αποτέλεσμα των εθνικών εκλογών και του πρώτου γύρου των αυτοδιοικητικών. Η αντιπολίτευση ακόμα ψάχνεται και διαγκωνίζεται. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα επικαλεστεί το ότι παραμένει δεύτερο κόμμα. Το ΠΑΣΟΚ θα ανταπαντήσει ότι μετά τις «νίκες του» και βάσει της τάσης, αναβαθμίζεται σε δεύτερο πόλο. Οποιοσδήποτε «γάμος» των δύο κομμάτων θα αποδειχθεί σχεδόν αδύνατος, καθώς και οι δύο πλευρές φαντασιώνονται ότι, με κάποιον μαγικό τρόπο, θα απορροφήσουν τον «σύμμαχό» τους. Άνοδο πάντως, σε αριθμούς ψηφοφόρων στις μεγάλες μάχες στην αυτοδιοίκηση δεν είδε η Κεντροαριστερά, όταν συμμετείχαν όλοι. Είδε το ΚΚΕ, ειδικά στην Αττική με τους Πρωτούλη, Σοφιανό, που έφτασαν πάρα πολύ κοντά και στον 2ο γύρο. Και με 5 νέους δημάρχους στην Επικράτεια. Άνοδο είδε επίσης η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, που, όπου εμφανίστηκε ενωμένη με προγραμματικό λόγο και ριζοσπαστικές λύσεις (βλ.Αθήνα με τον Κ.Παπαδάκη, Θεσσαλονίκη με την «Πόλη Ανάποδα»), παρά τον αποκλεισμό της από τα ΜΜΕ πολλαπλασίασε σε ποσοστά την απήχησή της, φτάνοντας στο 5 και 6%. Δεν έχουμε exit polls, αλλά στην Αθήνα προκύπτει ότι ένα σημαντικό μέρος, ίσως και το ένα τρίτο, των ψηφοφόρων του Χ.Δούκα στον δεύτερο γύρο προήλθε από τους Σοφιανό (18.002 στον πρώτο γύρο) – Παπαδάκη (8.516). Είναι κάτι που νέος δήμαρχος οφείλει να λάβει υπόψιν.
Εμεις από την πλευρά μας, που ενδιαφερόμαστε για την πολιτική, οφείλουμε να λάβουμε πολύ σοβαρά υπόψιν την αποχή. Η αποχή δεν είναι κακιά όταν δεν «βολεύει» το αποτέλεσμα και επουσιώδης όταν «βολεύει». Η αποχή, καθημερινή και εκλογική, είναι αυτή που μεγενθύνει τη δύναμη των κομματικών στρατών και μετατρέπει κάθε ήττα τους σε τεράστια έκπληξη. Και για αυτό το τμήμα των πολιτών η καταγγελία δεν αρκεί. Τα ξέρουνε, τα πιστεύουνε, αν τα έβλεπαν όλα καλά θα ψήφιζαν ΝΔ. Όταν πίστευαν ότι κάτι κρινόταν, όταν πίστευαν ότι οι ζωές τους θα γίνουν καλύτερες, ήταν εκεί. Η μεγαλύτερη αποχή της μεταπολίστευσης σε εθνικές εκλογές ήταν τον Ιούνιο του 2023. Το προηγούμενο ρεκόρ ήταν τον Σεπτέμβριο του 2015, μετά την ψήφιση του τρίτου μνημονίου.
Κι αν ενδιαφερόμαστε για το δεύτερο στοιχειώδες, την αντιπροσώπευση των ψηφοφόρων, οφείλουμε να πούμε ότι άμεσα αποδείχθηκε πόσο αντιδημοκρατικός είναι ο νόμος Βορίδη για την τοπική αυτοδιοίκηση, όπως γράφαμε στο TPP από τις ημέρες τις ψήφισής του. Τα παραδείγματα της Αθήνας και της Θεσσαλίας είναι ενδεικτικά. Μπακογιάννης και Αγοραστός έφτασαν κοντά στην εκλογή τους από την πρώτη Κυριακή, καθώς ο τότε υπουργός Εσωτερικών έριξε το όριο στο 43%. Πόσο δημοκρατικό θα ήταν να έχουν εκλεγεί ενώ η πλειοψηφία θα τασσόταν ενεργά εναντίον τους; Ο καθηγητής Πολιτειολογίας Δ. Χριστόπουλος έγραψε ένα σχετικό άρθρο για το θέμα στο news247.gr. Βλέποντας τις τόσες ανατροπές κατά των υποψηφίων της ΝΔ, μπορούμε να αναρωτηθούμε τι θα συνέβαινε εκεί που οι υποψήφιοι εκλέχθηκαν με ποσοστό από 43 μέχρι 49%. Το είπε και ο Κυριάκος Μητσοτάκης: «Προφανώς το βήμα αυτό για πολλούς υποψήφιους που στηρίχθηκαν από τη Νέα Δημοκρατία, από το 41% στο 51%, δεν ήταν ιδιαίτερα εύκολο».
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Ρόδου, που βρεθηκε στις κάλπες ελάχιστους μήνες μετά την καταστροφική πυρκαγιά του καλοκαιριού: Ο απερχόμενος πλέον δήμαρχος, Α.Καμπουράκης, υποστηριζόμενος από τη ΝΔ, πήρε αρχικά 42,74%. Έφτασε μία ανάσα από την άμεση εκλογή. Στον δεύτερο γύρο το ποσοστό και οι ψήφοι του μειώθηκαν και έχασε, 58-42 από τον κ.Κολιάδη. Ένα παράδειγμα από την άλλη πλευρά είναι η Περιφέρεια Αττικής. Ο Νίκος Χαρδαλιάς πήρε 46,74% αφήνοντας δεύτερο τον κ.Ιωακειμίδη με 31 μονάδες διαφορά. Κυριάρχησε μεν, αλλά χωρίς όμως τον Νόμο Βορίδη θα πήγαινε σε επαναληπτικές εκλογές. Μπορεί κανείς πλέον να είναι 100% σίγουρος ότι θα κέρδιζε;
Παράλληλα, μια ματιά στην κατανομή των εδρών στο επόμενο δημοτικό συμβούλιο της Αθήνας δείχνει ξεκάθαρα την ανισσοροπία. 26 έδρες η παράταξη Δούκα (καθώς ο νόμος δίνει τουλάχιστον το 60% των εδρών στον νικητή), μόλις 8 η παράταξη Μπακογιάννη του 41% στον πρώτο γύρο, 3 η παράταξη Ζαχαριάδη που για ελάχιστα δεν πέρασε αυτήν του κ.Δούκα, 2 η «Λαϊκή Συσπείρωση» με επίσης σχεδόν ίδιο ποσοστό, μόλις μία έδρα ο Κ.Παπαδάκης με το 6%. Στην Περιφέρεια Αττικής έμειναν εκτός εκπροσώπησης τρεις παρατάξεις που πέρασαν το 2%. Ο Νόμος Βορίδη είναι που ανέβασε το όριο στο 3%. Στον δήμο Σερρών οι εκλογές κρίθηκαν από την πρώτη Κυριακή για 37 ψήφους (0,1%) και τις δύο παρατάξεις θα χωρίζουν 8 έδρες στο νέο δημοτικό συμβούλιο. Το βασικό επιχείρημα για όλα αυτά, ήταν η «κυβερνησιμότητα», το να μπορεί δηλαδη ο πρώτος να διοικήσει υπερβολικά άνετα και χωρίς πολλή ενοχλητική αντιπολίτευση. Μπορούν να κάνουν κι άλλα για να το πε΄τυχουν αυτό. Να δίνουν μεγαλύτερο μπόνους, ή και να παίρνει ο πρώτος όλες τις έδρες. Εκεί να δείτε «κυβερνησιμότητα». Δημοκρατικό δεν θα ναι.
Για το τέλος, ας επιστρέψουμε στην ήττα του Κώστα Μπακογιάννη. Ήττα ειδικών συνθηκών, αλλά ήττα. Κι ας πάμε πίσω, στα τέλη Ιουνίου του 2023, στον θρίαμβο του Μητσοτάκη, όταν μία σημαντική μερίδα των πολιτών ένιωθε να πνίγεται, οταν «καληνυχτίζαμε τον Κεμάλ». Φανταστείτε να έρχοταν κάποιος χρονοταξιδιώτης από το μέλλον και να σας έλεγε ότι ο Κώστας Μπακογιάννης θα χάσει τη δημαρχία στην Αθήνα. Θα τον πιστεύατε; Καλώς ή κακώς, η Ιστορία δεν εξελίσσεται πάντα γραμμικά.