Το 2020 ο δόκτωρ Σιουλίν Ρουάν, καθηγητής Μηχανικής στο Πανεπιστήμιο Περντιού της Ιντιάνα, έκανε μια εντυπωσιακά καινοτόμο εφεύρεση: μια μπογιά που αντανακλά την ηλιακή θερμότητα βαθιά πίσω στο Διάστημα σε ποσοστό 95%. Λίγους μήνες αργότερα επέστρεψε με τη βελτιωμένη έκδοση. Πλέον η μπογιά του Ρουάν αντανακλά την ηλιακή ενέργεια σε ποσοστό 98%.
Οι επιδόσεις της μπογιάς είναι σχεδόν υπερφυσικές. Μπορούν να μειώσουν τη θερμοκρασία των βαμμένων επιφανειών κατά 4,5 βαθμούς Κελσίου την ημέρα και πάνω από 10 βαθμούς τη νύχτα. Κατεβάζοντας τη θερμοκρασία εντός των κτιρίων και μειώνοντας την ανάγκη για κλιματισμό έως και 40%.
«Οταν την αγγίζεις είναι δροσερή ακόμη και κάτω από τον καυτό ήλιο», είπε ο δρ Ρουάν. «Και σε αντίθεση με τα κλιματιστικά, δεν χρειάζεται ούτε ρεύμα ούτε θερμαίνει τον αέρα», πρόσθεσε με νόημα.
Καθώς η κλιματική κρίση βαθαίνει, επιστήμονες σε όλο τον κόσμο προσπαθούν πυρετωδώς να φτιάξουν ανακλαστικά υλικά, που θα μπορούσαν να δροσίσουν τη Γη. Τα υλικά βασίζονται σε αρχές της Φυσικής και της Θερμοδυναμικής και σχεδιάζονται έτσι ώστε να επιτρέπουν στη θερμική ενέργεια να φεύγει από τη Γη, ακολουθώντας συγκεκριμένα μήκη κύματος και διαμέσου του «ουρανίου ανοίγματος» προς την ατμόσφαιρα, κι από εκεί προς το υπερπέραν.
To βιβλίο Γκίνες βράβευσε την μπογιά το 2021, χαρακτηρίζοντάς την ως «την πιο λευκή μπογιά που έχει φτιαχτεί στην Ιστορία» κι ενώ στην αρχή προοριζόταν για ταράτσες και ρούχα, ο Ρουάν ανακοίνωσε πως θα προσπαθήσει να φτιάξει μια ελαφρύτερη εκδοχή, που θα αντανακλά θερμότητα από οχήματα, ακόμη και διαστημικά σκάφη.
«Σκοπός μας δεν είναι να φτιάξουμε την πιο λευκή μπογιά του κόσμου. Σκοπός μας είναι να βοηθήσουμε στον έλεγχο της κλιματικής αλλαγής, που πάει όλο και χειρότερα. Θέλουμε να δούμε εάν είναι δυνατό να εξοικονομήσουμε ενέργεια δροσίζοντας παράλληλα τον πλανήτη», είχε δηλώσει τότε σε συνέντευξή του.
Η μπογιά θα είναι διαθέσιμη για εμπορική χρήση σε έναν χρόνο και ήδη γίνεται προσπάθεια να βελτιωθεί η αντοχή της και η ανθεκτικότητά της στη βρομιά και τη σκόνη. Ο δρ Ρουάν λέει πως η ομάδα του Περντιού έχει ήδη ξεκινήσει συνεργασία με εταιρεία, την οποία όμως δεν μπορεί ακόμη να κατονομάσει.
Παρά το γεγονός ότι οι άνθρωποι σε θερμές και γραφικές τοποθεσίες, όπως η Σαντορίνη και η Καζαμπλάνκα (που από εκεί αντλεί και το όνομά της) έχουν επί αιώνες χρησιμοποιήσει το λευκό για να δροσίσουν τα σπίτια τους, οι μπογιές που χρησιμοποιούν αντανακλούν κατά μέσον όρο το 80% με 90% της ηλιακής θερμότητας. Αυτό σημαίνει ότι εξακολουθούν να απορροφούν 10% με 20% ακόμη. Η μπογιά του δρος Ρουάν καλύπτει σχεδόν απόλυτα αυτό το έλλειμμα.
Ομως, δεν είναι όλα ρόδινα. Η μπογιά του Περντιού χρησιμοποιεί θειικό βάριο, το οποίο πρέπει να εξορυχθεί, συμβάλλοντας έτσι στο ανθρωπογενές οικολογικό αποτύπωμα. Αν και, όπως μας πληροφόρησε ο δρ Ρουάν, το διοξείδιο του τιτανίου που χρησιμοποιούν οι συμβατικές μπογιές πρέπει κι αυτό να εξορυχθεί.
«Η μπογιά μας σίγουρα δεν είναι μία μακροχρόνια λύση του περιβαλλοντικού προβλήματος. Είναι κάτι που μπορούμε να κάνουμε στο εγγύς μέλλον, όσο προσπαθούμε να θέσουμε το πρόβλημα υπό έλεγχο», επισήμανε ο επιστήμονας.
Αν βάφαμε τη μισή Σαχάρα
Ο δρ Τζέρεμι Μάντεϊ, καθηγητής Μηχανικής ηλεκτρονικών υπολογιστών στο Πανεπιστήμιο Ντέιβις της Καλιφόρνιας, κάθισε κι έκανε τους υπολογισμούς. Εάν ένα υλικό σαν την «πιο λευκή μπογιά του κόσμου» του Σιουλίν Ρουάν κάλυπτε το 1% με 2% της επιφάνειας του πλανήτη –έκταση που ισοδυναμεί σχεδόν με τη μισή έρημο Σαχάρα–, ο κόσμος δεν θα απορροφούσε πλέον περισσότερη θερμότητα από όση εκλύει και η θερμοκρασία του πλανήτη θα σταματούσε πλέον να αυξάνεται.
Ο δρ Μάντεϊ σχολιάζει βέβαια πως το να καλύψουμε τη μισή Σαχάρα ή κάποια άλλη –πιθανώς βραχώδη– περιοχή του κόσμου με την μπογιά του Περντιού δεν είναι καλή ιδέα για αρκετούς λόγους.
Πέρα από το πρακτικό κομμάτι, αυτό θα περιείχε κινδύνους για την άγρια ζωή και κινδύνους για τη διαταραχή του μικροκλίματος, καθώς η περιοχή θα γινόταν ξαφνικά πολύ πιο δροσερή. Η διασπορά όμως τέτοιου είδους υλικών σε διάφορα σημεία του πλανήτη θα μπορούσε να έχει πολλά οφέλη, όπως τη μείωση του φαινομένου της αστικής θερμονησίδας, ενώ παράλληλα θα μείωνε σε εντυπωσιακό βαθμό τον παγκόσμιο μέσο όρο θερμοκρασίας, χωρίς μεγάλους οικολογικούς κινδύνους.
Πηγή: kathimerini.gr