Μεγάλο ταξικό χάσμα και πόλωση στην ελληνική κοινωνία αποκαλύπτουν τα στοιχεία των χθεσινών ανακοινώσεων της ΕΛ.ΣΤΑΤ., για την κατάσταση της ποιότητας ζωής και την υγεία Ελλήνων και Ελληνίδων. Παρά τα θολά στοιχεία των παραδοχών, στα οποία βασίστηκε η έρευνα (κατάλληλα για να στηρίξουν την προπαγάνδα φιλοκυβερνητικών μίντια, ότι οι Ελληνες/ίδες ευημερούν και ευτυχούν), οι συνέπειες από τη διαίρεση και πόλωση ανάμεσα σε πολίτες πολύ χαμηλού και χαμηλού από τη μία πλευρά και μεσαίου ή ανώτερου εισοδήματος από την άλλη, είναι και εμφανείς και εύγλωττες. Και αυτό ισχύει, τόσο στο ζήτημα της ποιότητας ζωής, όσο και στο ζήτημα της υγείας. Διαψεύδοντας τους (φιλο)κυβερνητικούς πανηγυρισμούς, ένα ευρύ ταξικό χάσμα ανάμεσα στο κατώτερο και το μεσαίο – ανώτερο εισοδηματικά τμήμα του πληθυσμού υπάρχει και διευρύνεται.
Οι επιλογές που «θολώνουν» τα συμπεράσματα είναι δύο:
- Ο χωρισμός του πληθυσμού σε φτωχούς και μη φτωχούς με βάση το όριο της φτώχειας (60% του διάμεσου μισθού – περίπου 70% του κατώτατου μισθού), που έχει αποτέλεσμα να περιλαμβάνεται ποσοστό του πληθυσμού με χαμηλό έως πολύ χαμηλό εισόδημα στην κατηγορία μη φτωχοί.
- Το γεγονός ότι το ερευνώμενο δείγμα αφορά ηλικίες άνω των 16 ετών, έχει τη συνέπεια ότι ένα τμήμα των νέων άνω των 16 ετών έχει μεν χαμηλό προσωπικό εισόδημα (και άρα δεν είναι ικανοποιημένο από την οικονομική του κατάσταση), αλλά η οικογενειακή του οικονομική κατάσταση είναι ικανοποιητική ή και καλή (οπότε εμφανίζεται ικανοποιημένο από τη ζωή του σε υψηλά ποσοστά).
Ποιότητα ζωής
Ο βαθμός ικανοποίησης από τη ζωή τους και την οικονομική τους κατάσταση έχει μια αντίστροφη κλιμάκωση στις κατηγορίες του φτωχού και του μη φτωχού πληθυσμού: Στον μεν φτωχό πληθυσμό, το μεγαλύτερο ποσοστό συγκεντρώνεται στις θέσεις 1-5 της κλίμακας ικανοποίησης, στον δε μη φτωχό πληθυσμό, στις θέσεις από την 5 έως και τη 10. Τα αξιόλογα ποσοστά χαμηλής ικανοποίησης και στην κατηγορία του μη φτωχού πληθυσμού, οφείλονται στο γεγονός ότι εκεί κατατάσσονται και άτομα με μηνιαίο εισόδημα από το ύψος του 70% του κατώτατου μισθού μέχρι και 1,5 φορά τον κατώτατο μισθό, δηλαδή άτομα πολύ χαμηλού ή και χαμηλού εισοδήματος.
● Εντυπωσιακά είναι τα ποσοστά όλων όσοι δεν ασκούν καμία ψυχαγωγική δραστηριότητα (όπως μουσική/παίξιμο μουσικών οργάνων, τραγούδι, χορός, θέατρο, φωτογραφία, ζωγραφική, χειροτεχνίες, χαρακτική, συγγραφή ποιημάτων κ.λπ.), στο 62,2%, και δεν έχουν καμία συμμετοχή σε επίσημη κοινωνική δραστηριότητα (φιλανθρωπική, πολιτιστική, αθλητική, θρησκευτική), στο 92,6%.
Κατάσταση υγείας
Το 7,4% του συνολικού πληθυσμού δηλώνει ότι έχει κακή ή πολύ κακή υγεία – ένας δείκτης μεγάλης κοινωνικής δυστυχίας. Ένα αξιόλογο ποσοστό 15,4% δηλώνει ότι η κατάσταση της υγείας του είναι μέτρια. Όμως, τα ευρήματα στον τομέα της υγείας δεν εξαντλούνται σε αυτό:
- Το ποσοστό με χρόνιο πρόβλημα ή πάθηση ήταν 24,9% το 2022, αυξημένο κατά 1,2% σε σχέση με το 2019 (23,7%). Αντί για πρόοδος, οπισθοδρόμηση.
- Ακόμη μεγαλύτερη ήταν η οπισθοδρόμηση στον δείκτη «Ανάγκη για ιατρική εξέταση ή θεραπεία που δεν ικανοποιήθηκε»: από 21,3% το 2019, αυξήθηκε σε 24,3% το 2022. Από αυτούς, το 19,9% ανήκει στον φτωχό πληθυσμό και το 12,6% στον μη φτωχό (χαμηλού εισοδήματος).
- Το ταξικό χάσμα και η πόλωση αποκαλύπτονται εδώ ακόμη πιο εύγλωττα από τον δείκτη «Κύριος λόγος για τον οποίο δεν πραγματοποιήθηκε η ανάγκη για ιατρική εξέταση ή θεραπεία», που στο 66,8% των περιπτώσεων η αιτία ήταν η οικονομική αδυναμία!
- Ακόμη μία όψη μεγάλης κοινωνικής δυστυχίας εμφανίζεται με τον δείκτη «Δυσκολία με τη φροντίδα»: το 8% του πληθυσμού (78,1% εξ αυτών, ηλικίας άνω των 65 ετών) αντιμετωπίζει δυσκολία ή μεγάλη δυσκολία να φροντίσει τον εαυτό του (να πλένεται, να ντύνεται κ.λπ.).πο