Ενημερωτικό Portal του Ράδιο Γάμμα 94 FM, Πάτρα
 

Ποιος ήταν ο Γεώργιος Τσολάκογλου

Ο Γεώργιος Τσολάκογλου, Έλληνας στρατηγός που διατέλεσε πρώτος κατοχικός διορισμένος πρωθυπουργός μετά τη συνθηκολόγηση στο Β Παγκόσμιο Πόλεμο και αποκλήθηκε ο «Έλ­ληνας Κουίσλιγκ», γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1886 στο χωριό Ρεντίνα Αγράφων στο νομό Καρδίτσας και πέθανε από λεμφοκυτταρική λευχαιμία, η οποία προσβάλλει κυρίως ενήλικες, το Σάββατο στις 02:30 μετά τα μεσάνυχτα της 22ας Μαΐου 1948, στο Νοσηλευτικό Ίδρυμα του Μετοχικού Ταμείου Στρατού, [Ν.Ι.Μ.Τ.Σ.], στην Αθήνα. Η κηδεία του έγινε την Κυριακή στις 11:30 το πρωί της 23ης Μαΐου στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών σε στενό οικογενειακό κύκλο και τηρήθηκε η διαδικασία ταφής θανατοποινίτη, ενώ τo 1960 τα οστά του μεταφέρθηκαν σε τάφο που διέθεσε ο τότε δήμαρχος Αθηναίων Παυσανίας Κατσώτας.

Ήταν παντρεμένος με την Καίτη Ανδρ. Θεοδώρου-Τσολάκογλου από την Κόρινθο, η οποία επιμελήθηκε και εξέδωσε δέκα χρόνια μετά το θάνατο του, τα Απομνημονεύματα» του και δεν είχαν αποκτήσει απογόνους.

Βιογραφία

Ο Γεώργιος Τσολάκογλου ήταν εγγονός του μέλους της Φιλικής Εταιρείας, Δημήτρη Τσολάκογλου, ο οποίος φιλοξένησε στο κονάκι του τον Αλή Πασά επί τρεις μέρες. Με την κήρυξη της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 ο Τσολάκογλου οργάνωσε ομάδα κλεφτών και διέθεσε την περιουσία του για όπλα, μπαρούτι, μολύβι και άλλα μέσα. Ύστερα από καταδίωξη κατόρθωσε να τον κυκλώσει και να τον συλλάβει ο Χουρσίτ Δράμαλης πασάς και να τον κρεμάσει, μαζί με τους δύο γιους του, στη Λάρισα στις 21 Ιουνίου 1821.

Η τοποθέτηση της προτομής του Δημητρίου Τσολάκογλου στη Ρεντίνα ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων και συζητήσεων. Πατέρας του Γεωργίου Τσολάκογλου ήταν ο Κωνσταντίνος Τσολάκογλου, ενώ ο Γεώργιος είχε αμφιθαλή αδελφό τον επίσης αντιστράτηγο Νικόλαο Σπυρόπουλο. Σπούδασε στη σχολή των Υπαξιωματικών απ’ όπου αποφοίτησε με Άριστα στις 7 Ιουλίου 1912 με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού Πεζικού και τοποθετήθηκε στο 4ο Σύνταγμα Πεζικού στη Λάρισα. Την εποχή του Εθνικού Διχασμού ορίστηκε επιτελάρχης της 1ης Μεραρχίας, ενώ πήρε μέρος στην «Εκστρατεία στην Ουκρανία» καθώς και στην Μικρασιατική Εκστρατεία, στην οποία έλαβε μέρος ως διοικητής του 1/39 Τάγματος Ευζώνων και στην οπισθοχώρηση ως αντισυνταγματάρχης ήταν επιτελάρχης της 4ης Μεραρχίας. Το 1923 προήχθη το βαθμό του αντισυνταγματάρχη και το 1925 έγινε Συνταγματάρχης και ορίστηκε διοικητής της 4ης Μεραρχίας, ενώ στη συνέχεια από το 1935 έως το 1936, ήταν διοικητής της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων.

Συνθηκολόγηση

Το 1940, ο Τσολάκογλου με το βαθμό του Αντιστράτηγου ήταν διοικητής του Γ’ Σώματος Στρατού στη Δυτική Μακεδονία, όπου με επιτυχημένο ελιγμό και παρά τους δισταγμούς των ανωτέρων του, στη μάχη του Μόραβα, μετά την Ιταλική επίθεση, συνέβαλε στη πλήρη νίκη ελληνικού σώματος. Η Γερμανική επίθεση ξεκίνησε στις 6 Απριλίου και στις 9 του ίδιου μήνα ο στρατηγός Κωνσταντίνος Μπακόπουλος παρέδωσε τον στρατό Ανατολικής Μακεδονίας άνευ όρων στους Γερμανούς και οι στρατιώτες θεωρήθηκαν αιχμάλωτοι. Μετά την κατάρρευση του μετώπου και την διείσδυση των Γερμανών προς την Θεσσαλονίκη, με την παράλληλη υποχώρηση του Ελληνικού Στρατού από το μέτωπο της Βορείου Ηπείρου, ο Τσολάκογλου μαζί με άλλους ανώτερους αξιωματικούς ανέλαβαν πρωτοβουλία για συνθηκολόγηση, παρά την αντίθετη διαταγή των ανωτέρων τους. Έτσι, λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 20ης Απριλίου 1941, ανήμερα του Πάσχα, από κοινού και σε συνεννόηση με τους αντιστράτηγο Παναγιώτη Δεμέστιχα, διοικητή Α΄ Σώματος Στρατού, αντιστράτηγο Γεώργιο Μπάκο, διοικητή Β΄ Σώματος Στρατού, και τον [[Αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων|Σπυρίδωνα, Μητροπολίτη Ιωαννίνων, ο Τσολάκογλου κατάργησε πραξικοπηματικά, τον Ιωάννη Πιτσίκα, διοικητή Στρατιάς Ηπείρου. Την 6η πρωϊνή της 20ης Απριλίου 1941 έστειλε τον φίλο του Μπαλή, συνταγματάρχη ήρωα της Βορείου Ηπείρου, τον ταγματάρχη Λαγά και τον επίλαρχο Βλάχο με λευκή σημαία στους Γερμανούς για να προτείνουν συνθηκολόγηση. Ο αρχηγός της Γερμανικής δυνάμεως συνταγματάρχης των S.S. ενημέρωσε τον στρατηγό προϊστάμενο του και εκείνος τον ίδιο τον Αδόλφο Χίτλερ για τα γεγονότα. Με την έγκριση του αρχηγού του Γ’ Ράιχ οι αξιωματικοί των S.S. ξεκίνησαν για να πάνε μαζί με τους δύο Έλληνες αξιωματικούς στο γραφείο του Τσολάκογλου, τον οποίο ο νομομαθής δεκανέας Παναγιώτης Κανελλόπουλος ενημέρωσε για τις συνέπειες.

  • «Παίζετε την στρατιωτική σας τιμή και την ζωή σας με αυτό που κάνετε.»
  • «Και ποιος νοιάζεται; Βρίσκεται σε κίνδυνο τώρα ολόκληρο το έθνος. Η ζωή και η τιμή του καθ’ ενός ατόμου δεν έχει αξία τέτοιες στιγμές». Στη συνέχεια ο Τσολάκογλου ανέλαβε διοικητής της Στρατιάς.

Σύμφωνο συνθηκολογήσεως

Στις 6 το απόγευμα της 20ης Απριλίου, ο Τσολάκογλου υπέγραψε στο Βοτονάσι Μετσόβου, πρωτόκολλο ανακωχής με τον υποστράτηγο Γιόζεφ, Σεπ, Ντήτριχ, [Josef, «Sepp», Dietrich], διοικητή της 1ης Μηχανοκίνητης τεθωρακισμένης Μεραρχίας «Adolf Hitler», των Waffen SS. Ο βασικός όρος του Τσολάκογλου ήταν να μη συλληφθεί αιχμάλωτος ο Ελληνικός στρατός, αλλά αφού αφοπλισθούν οι στρατιώτες να αφεθούν ελεύθεροι να επιστρέψει καθ’ ένας στο σπίτι του, όμως υπήρχαν και άλλοι όροι που τους δέχθηκαν οι Γερμανοί όπως να κρατήσουν οι αξιωματικοί τα διακριτικά του βαθμού τους, τα ξίφη τους και τα περίστροφα τους. Το κείμενο του πρωτοκόλλου, το οποίο άλλαξε προς το χειρότερο λίγο καιρό αργότερα ύστερα από έντονες Ιταλικές πιέσεις προέβλεπε:

«Οι υπογεγραμμένοι στρατηγοί του ανδρείου γερμανικού στρατού και του ανδρείου ελληνικού τοιούτου Ντήτριχ και Τσολάκογλου, αντιπροσωπεύοντες τας αντίστοιχους Στρατιάς, συνελθόντες εις Βοτονάσι σήμερον 20ήν Απριλίου 1941 και ώραν 18ην συνωμολόγησαν τα κάτωθι:
1.Παύουν αι εχθροπραξίαι μεταξύ Ελλάδος και Γερμανίας την 18ην ώραν της σήμερον και μετ’ ολίγας ώρας παύουν αι εχθροπραξίαι μεταξύ Ελλάδος και Ιταλίας μερίμνη του Γερμανού αρχιστρατήγου.
2.Επιτρέπεται η διέλευσις γερμανικού στρατού από της έω της αύριον Δευτέρας 21ης Απριλίου ίνα παραμβληθή μεταξύ ιταλικών και ελληνικών στρατευμάτων και ίνα διευκολυνθώσι τα κάτωθι συμφωνηθέντα: α)Τα ελληνικά στρατεύματα υποχρεούνται ν’ αποσυρθώσι μέχρι των παλαιών ελληνο-αλβανικών συνόρων εις χρονικόν διάστημα 10 ημερών.
β)Αι Στρατιαί Ηπείρου και Μακεδονίας θ’ αποστρατευθώσι, των ανδρών παραδιδόντων τον οπλισμόν των εις αποθήκας ορισθησομένας παρά της Στρατιάς και είτα θα μεταβώσιν εις τας εστίας των.
γ)Οι αξιωματικοί θα φέρωσιν την εξάρτυσιν και τον οπλισμόν των τιμητικώς, μη θεωρούμενοι ως αιχμάλωτοι. Τα του στρατού θα ρυθμισθούν και οι αξιωματικοί θα διοικώνται βάσει των ελληνικών νόμων.
δ)Ο εφοδιασμός γενικώς του στρατού θα συνεχισθή μερίμνη αυτού».

Ο αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος, τότε αρχηγός του Ελληνικού Στρατού, σε τηλεγράφημά του προς το Τμήμα Στρατιάς Ηπείρου, κατάγγειλε την πρωτοβουλία Τσολάκογλου ως αντίθετη προς τα συμφέροντα της πατρίδος, διέταξε την αντικατάσταση του Τσολάκογλου και παράλληλα διέταξε αγώνα «μέχρι εσχάτου ορίου δυνατοτήτων». Στις 21 Απριλίου 1941 ο Τσολάκογλου συνυπέγραψε στη Λάρισα, με τον στρατηγό φον Γκράιφφενμπεργκ, [von Greinffenberg], ως διοικητής της Ελληνικής Στρατιάς Ηπείρου και Μακεδονίας, «υπό το κράτος βίας», πρωτόκολλο παραδόσεως άνευ όρων του Ελληνικού Στρατού στους Γερμανούς, ενώ στις 23 Απριλίου, στην Θεσσαλονίκη υπέγραψε και τρίτο πρωτόκολλο, προκειμένου να ικανοποιηθεί το γόητρο των Ιταλών, με τον Άλφρεντ Γιοντλ, [Alfred Jodl], Γερμανό στρατηγό και τον Αλμπέρτο Φερρέρο, [Alberto Ferrero], Ιταλό στρατηγό. Σύμφωνα με τον Τζον Κήγκαν, [John Keegan], ιστορικό του Β Παγκοσμίου πολέμου, «…ήταν τόσο αποφασισμένος […] να αρνηθεί στους Ιταλούς την ικανοποίηση μίας νίκης που δεν κέρδισαν ώστε […] ξεκίνησε συζητήσεις, χωρίς να έχει τέτοια διαταγή, με τον διοικητή της γερμανικής μεραρχίας… ώστε να κανονίσει η παράδοση να γίνει μόνο στους Γερμανούς». Η παράδοση συμφωνήθηκε και οι διαπραγματεύσεις κρατήθηκαν κρυφές με προσωπική διαταγή του Αδόλφου Χίτλερ, γεγονός που προκάλεσε την παρέμβαση του Μπενίτο Μουσολίνι ώστε στην ανακωχή που υπογράφηκε στις 23 Απριλίου 1941, να περιληφθεί και η Ιταλία.

Την 27η και 28η Απριλίου 1941 έγινε στην κατεχόμενη Αθήνα σύσκεψη στην οποία έλαβαν μέρος Βούλγαροι, Ιταλοί, Τσάμηδες υπό την προεδρία των Γερμανών. Σκοπός και πρόταση Ιταλών, Βουλγάρων και Τσάμηδων ήταν να διαμελισθεί η Ελλάδα και η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη να τεθούν υπό βουλγαρική διοίκηση. Τα Ιόνια νησιά και η Ήπειρος να μετατραπούν σε προτεκτοράτο των Ιταλών τύπου Αλβανίας, ενσωματωμένα στην Αλβανία και η δημιουργία κράτους Τσάμηδων στην Θεσσαλία και Θεσπρωτία [Τσαμουριά]. Στην σύσκεψη παρευρέθηκαν ο στρατηγός Γεώργιος Τσολάκογλου και ο δεκανέας Παναγιώτης Κανελλόπουλος οι οποίοι έπεισαν τους Γερμανούς ότι ήταν προς το συμφέρον τους να μη διαμελιστεί η Ελλάδα αλλά ενιαία να έχει κυβέρνηση που να συνεργάζεται με τους Γερμανούς.

Πρωθυπουργός

Στις 29 Απριλίου 1941 στις 11 το πρωί ο Τσολάκογλου ορκίστηκε πρωθυπουργός στα Παλαιά Ανάκτορα, το κτίριο της Βουλής, χωρίς την παρουσία του Αρχιεπισκόπου Χρύσανθου, που είχε αρνηθεί να τον ορκίσει, από τον αρχιμανδρίτη Νικόλαο Παπαδόπουλο, ιερέα της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου Καρύτση. Παρόντες στην ορκωμοσία του ήταν μόνο οι ανώτατοι διοικητές ανωτάτων διοικητών των δυνάμεων κατοχής και στην κυβέρνηση [10] που σχημάτισε [11] κυβέρνηση στην οποία συμμετείχαν ως αντιπρόεδρος ο γιατρός Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος, ο οποίος τον διαδέχθηκε, και οι αντιστράτηγοι Παναγιώτης Δεμέστιχας και Γεώργιος Μπάκος. Το βράδυ της 29ης Απριλίου μεταδόθηκε από το ραδιοφωνικό σταθμό Αθηνών, και το πρωί της επόμενης ημέρας δημοσιεύθηκε στις Αθηναϊκές εφημερίδες, η προκήρυξη και οι προγραμματικές δηλώσεις της κυβερνήσεως του [12]. Το διάταγμα συγκροτήσεως της κυβερνήσεως δημοσιεύθηκε [13] στις 30 Απριλίου 1941 και την ίδια μέρα ο δημοσιογράφος και Ακαδημαϊκός Σπύρος Μελάς δημοσίευσε επαινετικό άρθρο με τίτλο «Ο στρατηγός», αφιερωμένο στην προσωπικότητα και την προσπάθεια του [14], ενώ ήταν μεταξύ εκείνων που τον επισκέφθηκε στο γραφείο του, όπου τον συνεχάρη για το σχηματισμό της κυβερνήσεως.

Σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής: «Ο πρωθυπουργός κ. Τσολάκογλου εδέχθη χθες τους Πολιτικούς ηγέτας της χώρας, κ.κ. Πάγκαλον, Γονατάν, Οθωναίον, Μάξιμον, Κ. Τσαλδάρην, Γ. Παπανδρέου, Π. Κανελλόπουλον, Β. Δηλιγιάννην, Γ. Πεσματζόγλου, Γ. Μερκούρην, Βελέντζαν και Περ. Ράλλην. Μετά τας συνομιλίας εδόθη εις τον Τύπον η κάτωθι επίσημος ανακοίνωσις: Ο κ. Πρωθυπουργός ήκουσε μετά προσοχής τας γνώμας των ανδρών τούτων, αφού εξέθεσε την κατάστασιν και τας ακολουθητέας κατευθύνσεις της Κυβερνήσεως. Πάντες ανεγνώρισαν ότι η κυβέρνησις Εθνικής Ανάγκης είναι επιβεβλημένον να υποστηριχθή εκ μέρους πάντων των Ελλήνων άνευ επιφυλάξεων και ειλικρινώς» [15]. Σύμφωνα με το Δημοσθένη Κούκουνα, τον εγκυρότερο ιστορικό της Ελλάδος για την περίοδο του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου και την κατάληψη της από τις δυνάμεις του Άξονα, στην αρχή της γερμανικής κατοχής στο τέλος του Απριλίου 1941, ο Γεώργιος Παπανδρέου υπήρξε μυστικοσύμβουλος του [16], καθώς ήταν υπέρμαχος της θεωρίας «να τα έχουμε καλά με τον κατακτητή», ενώ οι ιταλικές εφημερίδες της εποχής είχαν φιλοξενήσει δηλώσεις του υπέρ της μεσογειακής πολιτικής της Ιταλίας υπό τον Μπενίτο Μουσολίνι. Ανάλογη ήταν και η στάση του πολιτικού Βασίλειου Μεϊμαράκη, του γενάρχη της οικογένειας Μεϊμαράκη από το Ηράκλειο της Κρήτης, ο οποίος κατάγγειλε με αποτροπιασμό τις «…ωμότητες» των συμπατριωτών του κατά των Γερμανών αλεξιπτωτιστών στη Μάχη της Κρήτης», ενώ δήλωνε ότι τασσόταν στο πλευρό της κυβέρνησης Τσολάκογλου [17].

Η εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» με δημοσίευμά της στις 8 Μαΐου 1941 χαρακτήριζε την κυβέρνηση ως «…εθνικής ανάγκης», ενώ στη σύσκεψη που έγινε υπό τον πρωθυπουργό Τσολάκογλου συμμετείχαν οι Γεώργιος Παπανδρέου, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Κωνσταντίνος Τσαλδάρης, Στέφανος Στεφανόπουλος, Αλέξανδρος Οθωναίος και Ιωάννης Σοφιανόπουλος. Ο Αδόλφος Χίτλερ και ο Ρίμπεντροπ ήταν «εξαιρετικά ενθουσιασμένοι» για την προσφορά του Τσολάκογλου, [18]. Στην απόφαση του να σχηματίσει κυβέρνηση επηρεάστηκε από την ανησυχία, ότι οι Γερμανοί δεν θα απελευθέρωναν τους αιχμαλώτους, και ότι τελικά η Ελλάδα θα γινόταν ιταλικό προτεκτοράτο. Στις 28 Απριλίου 1941, ο κόμης Τσιάνο σημειώνει στο ημερολόγιο του «Η ιστορία αυτή με τον Τσολάκογλου μ’ αρέσει όλο και λιγώτερο… Ο στρατηγός το κάνει για να σώσει την εθνική ενότητα της Ελλάδας. Εξίσου φανερή είναι η γερμανική αποδοχή αυτών των σκοπών».

Στις 2 Ιουνίου με συντακτική πράξη της κυβερνήσεως ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος αντικαταστάθηκε. Στο Νομοθετικό Διάταγμα 180 «περί του τύπου τής Μεγάλης του Κράτους Σφραγΐδος και των σφραγίδων των Κρατικών Υπηρεσιών, κλπ.» [19] ορίζεται, ότι «..εις τάς σφραγίδας αύτας θα ύπάρχη άπεικόνισις του Φοίνικος περιβαλλόμενου υπό ακτινωτού και πέριξ αυτού ή επιγραφή «Ελληνική Πολιτεία». Ο Τσολάκογλου σε συνεργασία με τον Γεώργιο Μπάκο, τότε υπουργό Εθνικής Άμυνας, τον Ιωάννη Κυριακό, ανώτερο Γενικό Αρχίατρο και το χειρουργό Κωνσταντίνο Μέρμυγκα που ειδικεύθηκε στην Γερμανία στην προσθήκη τεχνητών μελών, φρόντισαν για τη σύσταση με το Ν.Δ. 597/1941, του νοσοκομείου Ν.Ι.Μ.Τ.Σ., [«Νοσηλευτικό Ίδρυμα Μετοχικού Ταμείου Στρατού»]. Αν και οι Γερμανικές αρχές κατοχής απέρριψαν την πρόταση, το Νοσηλευτικό ίδρυμα εγκαταστάθηκε αρχικά, στο κτίριο όπου σήμερα στεγάζεται η Διεύθυνση του. Οι Μπάκος και Κυριακός άρχισαν τα θεμέλια με χρήματα δικά τους, ενώ ο Τσολάκογλου ξεπούλησε την περιουσία του, καθώς κι εκείνη της συζύγου του, για την ολοκλήρωση του. Το Νοσοκομείο άρχισε να λειτουργεί την 21 Ιανουαρίου 1942, με δύναμη 25 κλινών που σε λίγο έγιναν 75, για παθολογικούς και χειρουργικούς ασθενείς. Ο Τσολάκογλου διατήρησε ως νόμισμα τη δραχμή, όμως οι υποτιμήσεις της, οδήγησαν σε αυξήσεις τιμών και σκληρή πείνα. Οι Γερμανικές αρχές κατοχής αρχικά επέρριψαν την ευθύνη στους Ιταλούς, όμως στη συνέχεια εισήγαγαν τη λεγόμενη «μεσογειακή δραχμή, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί. Σύμφωνα με το συγγραφέα Δημοσθένη Κούκουνα, ο οποίος το δημοσιεύει στο βιβλίο του «Η ελληνική οικονομία επί Κατοχής και η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια» στις 16 Οκτωβρίου 1941, με την υπογραφή του παραχώρησε στον επιχειρηματία Γεώργιο Μιχ. Παπακωνσταντίνου, πατέρα του Μιχάλη Παπακωνσταντίνου, μετέπειτα υπουργού των κυβερνήσεων του Κέντρου και του Κωνσταντίνου Καραμανλή, το προνόμιο παραγωγής και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας στην Πτολεμαΐδα.

Τον Νοέμβριο του 1942, ο Τσολάκογλου με τελεσίγραφο του α­ξίωσε από τις αρχές κατοχής, ελευθερία για ανασχηματισμό της κυβερνήσεως, μείωση των εξόδων των στρατευμάτων κατοχής καθώς και τον τερματισμό των «αυ­θαιρεσιών», με επακόλουθο να μεθοδευθεί η αποπομπή του «για λόγους υγείας». Τελικά παραιτήθηκε από τη θέση του πρωθυπουργού στις 2 Δεκεμβρίου 1942, αφού προηγουμένως είχαν οδηγηθεί σε αδιέξοδο οι διαπραγματεύσεις του για την οικονομία της Ελλάδος, το Σεπτέμβριο με τους Γερμανούς στο Βερολίνο και τον Οκτώβριο με τους Ιταλούς στη Ρώμη. Η αποτυχία του προκάλεσε επίσης μπαράζ έγγραφων πιέσεων, από τους Γεώργιο Καφαντάρη, Θεμιστοκλή Σοφούλη, Στυλιανό Γονατά, Δημήτριο Μάξιμο, Θεόδωρο Πάγκαλο και Δημήτριο Ράλλη. Η κυβέρνησή του στις 3 Δεκεμβρίου αντικαταστάθηκε από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Λογοθετόπουλου, ενώ ο Τσολάκογλου αποσύρθηκε προκειμένου ν’ αντιμετωπίσει το χρόνιο νόσημα που τον ταλαιπωρούσε.

Δικαστήριο δοσιλόγων

Με βάση τη Συντακτική Πράξη 1/1944, «Περί επιβολής κυρώσεων κατά των συνεργασθέντων μετά του εχθρού» [20] και την τροπολογία της με τη Συντακτική Πράξη αριθμός 6 της 20ης Ιανουαρίου 1945, ο γνωστός «Νόμος περί δοσιλόγων» [21] [22], που υπογράφηκε από τον Νικόλαο Πλαστήρα και τον υπουργό Δικαιοσύνης Νικόλαο Κολυβά, η οποία αποσκοπούσε στην τιμωρία όσων συνεργάστηκαν με τις αρχές Κατοχής, συνελήφθη και παραπέμφθηκε να δικαστεί από Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων. Εναντίον του απαγγέλθηκε κατηγορία για «…συνθηκολόγησιν εν ανοικτώ πεδίω… πριν η υπ’ αυτόν στρατιωτική δύναμις εκπληρώση πάν ό,τι το στρατιωτικόν καθήκον επιβάλλει…» και διότι «…ἐν ἐπιγνώσει τῆς προσπαθείας τοῦ ἐχθροῦ, ὅπως δί’ ὠρισμένων διαδόσεων καταπείση τόν λαόν περί τοῦ δῆθεν ἠθικοῦ τῆς ἐπιθέσεώς του καί ἐπωφελῶς δί’ ὅλα τά Εὐρωπαϊκά κράτη τοῦ διεξαγομένου παρ’ αὐτοῦ ἀγῶνος τοῦ ἀσφαλοῦς τῆς τελικῆς νίκης του καί τοῦ δῆθεν ἀντιλαϊκοῦ τοῦ ἀγῶνος τῶν Συμμάχων Κρατῶν, διαδίδων κάθ΄ὁποιονδήποτε τρόπον τάς αὐτᾶς ἐξυπηρετοῦσας τήν ἐχθρικήν προπαγάνδαν ἀντιλήψεις….». Μεταξύ των μαρτύρων υπερασπίσεως που προτάθηκαν από τους συνηγόρους του Τσολάκογλου ήταν και ο Υπασπιστής του ο μετέπειτα Στρατηγός Αθανάσιος Χρυσοχόου.

Το δικαστήριο αποτελούσαν οι Χρήστος Καλλέλης Αρεοπαγίτης ως Πρόεδρος, Αντώνιος Χαμάρτος Πρόεδρος Εφετών και οι Εφέτες Κωνσταντίνος Καυκάς, Αθανάσιος Παπαναστασίου, Παναγιώτης Πετρέας και Θεόδωρος Γιανουλόπουλος ως δικαστικά μέλη και οι Μ. Βαλλιάνος και Ευάγγελος Δανόπουλος ιατροί και Θεόδωρος Δασκαρόλης δικηγόρος, ως λαϊκά μέλη, ενώ καθήκοντα Ειδικού Επιτρόπου είχαν ανατεθεί στον Αντεισαγγελέα Εφετών Νικόλαο Παπαδάκη, συνεδρίασε από τις 21 Φεβρουαρίου 1945 [23]. Στην απολογία του στις 16 Απριλίου του ίδιου χρόνου, αναρωτήθηκε [24] «..Πού βρισκόταν τότε οι κατήγοροί μου; Βρίσκω ομοιότητες με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον πολυμήχανο Οδυσσέα. Ο Κολοκοτρώνης είπε: «Αν δεν μπορείς να κινήσεις τον ταύρο από τα κέρατα πιάστον απ’ τα αχαμνά». Τον δίκασαν κι εκείνον σαν προδότη με εντολή πάλι άλλου βασιλιά. Θα χαρακτήριζαν άραγε προδότη τον Οδυσσέα επειδή χάρισε στους Τρώες τον Δούρειο Ίππο αν δεν έπεφτε η Τροία;…».

Ετυμηγορία

Με την απόφαση «..περί επιβολής κυρώσεων κατά των συνεργασθέντων μετά του εχθρού..» του Ειδικού Δικαστηρίου δοσιλόγων, που ανακοινώθηκε από τον πρόεδρο του Χρήστο Καλλέλη στις 10 το πρωί της 31ης Μαΐου, και από όλους τους καταδικασθέντες ήταν ο μόνος που είχε δικαίωμα να ασκήσει ένδικα μέσα σε βάρος της αποφάσεως, κηρύχθηκε ένοχος [25] διότι, όπως αναφέρει το σκεπτικό των δικαστών,

« Ὁ μέν Γ. Τσολάκογλου
ἅ) διά τῆς ἀπό 29 Ἀπριλίου 1941 προκηρύξεώς του πρός τόν Ἑλληνικόν λαόν δημοσιευθείσης εἰς τήν Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως τεύχ. Ἅ φύλλ. 146,
β) δί’ ἡμερησίας διαταγῆς πρός τόν Στρατόν δημοσιευθείσης εἰς τό ἀπό 5/5/41 φύλλον τῆς ἐφημερίδος «Ἑστία»,
γ) εἰς δηλώσεις τοῦ δημοσιευθείσας εἰς τό ἀπό 8/10/41 φύλλον τῆς ἐφημερίδος «Καθημερινή»,
δ) δί’ ἄρθρου του δημοσιευθέντος εἰς τήν ἐφημερίδα «Ἐλεύθερον Βῆμα» τῆς 7/12/41,
ε) διά διαγγέλματός του πρός τόν Ἑλληνικόν λαόν τῆς 25/3/42 δημοσιευθέντος εἰς φύλλον τῆς ἐφημερίδος «Καθημερινή»,
στ) διά ραδιοφωνικοῦ λόγου του δημοσιευθέντος εἰς τό ἀπό 26/3/42 φύλλον τῆς αὐτῆς ἐφημερίδος,
ζ) διά λόγου ἐκφωνηθέντος ἐν Λεβαδεία καί δημοσιευθέντος εἰς τό ἀπό 7/7/42 φύλλον τῆς ἰδίας ἐφημερίδος,
η) δί’ ἑτέρου λόγου του ἐκφωνηθέντος εἰς Λάρισσαν καί δημοσιευθέντος εἰς τό ἀπό 8/7/42 φύλλον τῆς αὐτῆς ἐφημερίδος,
θ) δί’ ἄλλου λόγου του δημοσιευθέντος εἰς τό ἀπό 10/7/42 φύλλον τῆς ἰδίας ἐφημερίδος καί ἐκφωνηθέντος εἰς Βόλον,
ι) διά λόγου του ἐκφωνηθέντος ἐν Τρικκάλοις καί δημοσιευθέντος εἰς τό ἀπό 12/7/42 φύλλον τῆς αὐτῆς ἐφημερίδος,
ἴα) δί’ ἑτέρου λόγου του ἐκφωνηθέντος ἐν Καρδίτση καί Φαρσάλοις καί δημοσιευθέντος εἰς τό ἀπό 14/7/42 φύλλον τῆς αὐτῆς ἐφημερίδος,
ἴβ) διά ραδιοφωνικοῦ λόγου του δημοσιευθέντος εἰς τό ἀπό 4/9/42 φύλλον τῆς ἐφημερίδος «Ἐλεύθερον Βῆμα»,
ἴγ) διά ἀνακοινώσεως του λαβούσης χώραν τήν 5 Μαΐου 1941 πρός τάς πνευματικᾶς ἀρχάς τοῦ Κράτους καί πρός διαφόρους ἐκπροσώπους τοῦ λαοῦ»,

«…ἐγένετο συνειδητόν ὄργανον τοῦ ἐχθροῦ πρός διάδοσιν τῆς προπαγάνδας του, ἐξαίρων τό ἔργον τοῦ κατακτητοῦ καί προκαλῶν τήν ἠττοπάθειαν παρά τῷ Ἑλληνικῶ Λαῶ καί τήν περιφρόνησιν τοῦ Ἐθνικοῦ καί συμμαχικοῦ ἀγῶνος…».

Συνολικώς του επιβλήθηκαν:

η ποινή του θανάτου και της στρατιωτικής καθαιρέσεως για την συνθηκολόγηση,
ισόβια δεσμά και στις στερήσεις που προβλέπονταν από τα άρθρα 21, 23, 24 του Ποινικού Νόμου, για το σχηματισμό κυβερνήσεως και τις διευκολύνσεις,
ισόβια δεσμά και στερήσεις, για την προπαγάνδα,
καθώς και διάφορες άλλες μικρότερες ποινές μετά στρατιωτικής καθαιρέσεως, που συγχωνεύτηκαν με την ποινή του θανάτου.
Το δικαστήριο με την απόφασή του εξέφρασε την ευχή [27], να μετατραπεί με χάρη η ποινή του θανάτου σε ισόβια δεσμά, ενώ με την ίδια απόφαση τον καταδίκασε να καταβάλλει τα τέλη και τα έξοδα της δίκης, για τα οποία κατέστησε αλληλέγγυους τους καταδικασθέντες, και του αφαίρεσε το χρόνο προφυλακίσεως από την προσμετρηθείσα ποινή.

Το τέλος του

Ο Γερμανός ιστορικός Newbacher γράφει στο έργο του για τον Τσολάκογλου: «Εν ώρα δυστυχίας του ελληνικού έθνους ετέθη επικεφαλής του κράτους χωρίς υπολογισμό του προσωπικού κόστους. Χάρις στην διαπραγματευτική του ικανότητα και το θάρρος του επέτυχε να συνάψει την ενδοξότερη κι επωφελή συνθηκολόγηση ολόκληρου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου» και «…Θυσίασε το λιγοστό υπόλοιπο της ζωής του στον βωμό του καθήκοντος». Ο Ιταλός Ανφούνζο έγραψε στον Μπενίτο Μουσουλίνι: «..Είναι φανερό ότι αυτός ο στρατηγός με την κυβέρνησή του μας χάλασε τα σχέδια. Επιδιώκει να διασώσει την ελληνική ενότητα. Πρέπει να τον διαβάλουμε στους Γερμανούς αλλά και στους Έλληνες». Ο Γεώργιος Τσολάκογλου με την συνθηκολόγηση έσωσε τη ζωή 220.000 Ελληνόπαιδων, μεταξύ τους κι εκείνων που είχαν συλληφθεί αιχμάλωτοι μετά την άνευ όρων παράδοση της Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας, από τον Κωνσταντίνο Μπακόπουλο ο οποίος μεταπολεμικά παρασημοφορήθηκε.

Μετά την καταδίκη του ο Τσολάκογλου οδηγήθηκε στις φυλακές Ζελιώτη, στο μέγαρο «Μινιόν». Το Συμβούλιο Χαρίτων με γνωμοδότηση του που ανακοινώθηκε στις 19 Αυγούστου 1945, εισηγήθηκε στην κυβέρνηση τη μετατροπή της ποινής του σε ισόβια κάθειρξη. Δεν μετάνιωσε ποτέ για τις πράξεις του και μέχρι το τέλος της ζωής του πίστευε ότι «Το ίδιο έπρεπε να κάνει κάθε Έλληνας πατριώτης». Σύμφωνα με τον Φαίδωνα Ζάμπογλου, όπως το δημοσίευσε στην εφημερίδα «Ο Χρόνος» η απόφαση του δικαστηρίου δεν ήταν ομόφωνη καθώς μεταξύ αυτών που δίκασαν τους δοσίλογους υπήρξε και ο δικαστής Γ.Π. που αρνήθηκε να υπογράψει τη θανατική του καταδίκη και πρότεινε να ερευνήσουν τις συνθήκες υπό τις οποίες έγινε η συνθηκολόγηση και είπε στο συμβούλιο: «..Προκειμένου να καταδικάσουμε αυτούς σε θάνατο ας βγάλουμε τα περίστροφα μας και ας αυτοκτονήσουμε όλοι εδώ επί τόπου, διότι η ιστορία που θα μας κρίνει είναι αδέκαστος..». Στο ίδιο δημοσίευμα αναφέρεται ότι ήδη από την 28η Οκτωβρίου 1940 ο Τσολάκογλου γνώριζε ότι πάσχει από το λεγόμενο λεύκωμα N.H.L., αλλιώς λεμφοκυτταρική λευχαιμία, λόγος για τον οποίο, την περίοδο 1947-48, νοσηλεύτηκε για περίπου ένα χρόνο ως άπορος στο Ν.Ι.Μ.Ι.Τ.Σ. καθώς του είχαν στερήσει τη σύνταξή του.

Μοιραστείτε το άρθρο
Χωρίς σχόλια

Δυστυχώς, η φόρμα σχολίων είναι ανενεργή αυτή τη στιγμή.