Ενημερωτικό Portal του Ράδιο Γάμμα 94 FM, Πάτρα
 

Ακόμα και με κρατικά κίνητρα οι Αμερικανοί έβαλαν στόχο την αποβιομηχανοποιήση της ΕΕ

Κι όμως, υπάρχει μία «νικήτρια» από την ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη και δεν είναι άλλη από τις… ΗΠΑ που πλέον “βάζουν χέρι” στις βιομηχανίες απογυμνώνοντας την ΕΕ που θα μείνει με τον Σ.Μισε΄λ, την Ούρσουλα και τον Β.Ζελένσκι.

Με τις τιμές ενέργειας να έχουν εκτοξευθεί, οι βιομηχανίες χάλυβα, λιπάσματος και άλλοι παράγοντες που ενισχύουν την οικονομική δραστηριότητα της Γηραιάς Ηπείρου μεταφέρουν τις δραστηριότητές τους στις ΗΠΑ, όπου οι τιμές ενέργειας είναι σταθερότερες και υπάρχει γενναιόδωρη κυβερνητική στήριξη.

Δηλαδή οι ευρωπαίοι αφού επέβαλαν κυρώσεις στην Ρωσία γιατί οι ΗΠΑ ήθελαν τώρα θα το πληρώσουν με τις οικονομίες τους την ίδια στιγμή που η αμερικανική οικονομία θα παίρνει κάθε ενεργή βιομηχανία της Δύσης!

Δεδομένης της μεγάλης αστάθειας στην ενέργεια και στις εφοδιαστικές αλυσίδες, η Ουάσιγκτον ανακοίνωσε δυναμικά κίνητρα για τη μεταποίηση και την πράσινη ενέργεια, με αποτέλεσμα η ζυγαριά να κλίνει υπέρ των ΗΠΑ, ευνοώντας ιδίως τις εταιρείες χημικών, μπαταριών και γενικώς έντονα ενεργοβόρων κλάδων.

Παρά το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πλήττονται από υψηλότατο πληθωρισμό, αντιμετωπίζουν προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες και υπάρχουν ανησυχίες περί επιβράδυνσης, η οικονομία καταγράφει σχετικά ισχυρή ανάκαμψη μετά την πανδημία σε σύγκριση με την Κίνα, η οποία δέχθηκε πλήγματα από τα lockdowns – η δε Ευρώπη έχει αποσταθεροποιηθεί από τον πόλεμο.

Μάλιστα, όπως αναφέρεται σε ρεπορτάζ της αμερικανικής εφημερίδας The Wall Street Journal, οι νέες δαπάνες που προανήγγειλε η Ουάσιγκτον κατέστησαν τη χώρα ελκυστικότερο επενδυτικό προορισμό.

Ενδεικτικά, η Pandora με βάση τη Δανία και η γερμανική Volkswagen ανακοίνωσαν επέκταση στις ΗΠΑ, ενώ η Tesla ανέστειλε τα σχέδια για κατασκευή μπαταριών στη Γερμανία προκειμένου να διερευνήσει εάν εμπίπτει στο πρόγραμμα φοροαπαλλαγών στις ΗΠΑ.

Βέβαια, η Ευρώπη παραμένει ελκυστικός επενδυτικός προορισμός για τη μεταποίηση, όπου απαιτείται υψηλή τεχνογνωσία και όπου απασχολούνται εξειδικευμένοι εργαζόμενοι. Εξάλλου, δεδομένης της συσσωρευμένης ζήτησης από την πανδημία, πολλές επιχειρήσεις έχουν μετακυλίσει το αυξημένο κόστος ενέργειας στους καταναλωτές.

Το ερώτημα είναι πόσο καιρό θα διαρκέσουν οι υψηλότατες τιμές φυσικού αερίου. Εάν η Ευρώπη δεν καταφέρει να αντικαταστήσει το ρωσικό φυσικό αέριο, οι τιμές ενδέχεται να παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα μέχρι τουλάχιστον το 2024 και κατά συνέπεια να αφήσουν μόνιμο αποτύπωμα στον κλάδο της μεταποίησης.

«Πιστεύω ότι θα τα καταφέρουμε για δύο χειμώνες», δήλωσε χαρακτηριστικά στη Wall Street Journal ο Στέφαν Μπόργκας, διευθύνων σύμβουλος της RHI Magnesita, η οποία κατασκευάζει πυρίμαχα προϊόντα και συστήματα.

Εάν όμως η Γηραιά Ηπειρος δεν μπορέσει να βρει φθηνότερο αέριο ή εάν δεν ενισχύσει τις ΑΠΕ, τότε «οι εταιρείες θα αρχίσουν να ψάχνουν αλλού», πρόσθεσε.

Η αυστριακή εταιρεία φτιάχνει υλικά προς χρήση από βιομηχανίες που πρέπει να αντέχουν σε υψηλές θερμοκρασίες, όπως χαλυβουργίες. Ο Μπόργκας είναι ιδιαίτερα αισιόδοξος για τη ζήτηση χάλυβα στις ΗΠΑ, όπου τα κρατικά κίνητρα έχουν επίσης βελτιώσει τις προβλέψεις για την πράσινη ενέργεια.

Τέτοιου είδους επιχειρήσεις, όπως η RHI Magnesita, θεωρούν ότι το υδρογόνο είναι το «κλειδί» για την αντικατάσταση των ορυκτών καυσίμων και για τη μείωση των εκπομπών αέριων ρύπων.

Οι δεσμεύσεις της Ουάσιγκτον για τέτοιου είδους έργα και πρωτοβουλίες αναμένεται να ενισχύσουν την παραγωγή υδρογόνου, προκαλώντας κατά συνεπαγωγή και την πτώση της τιμής του.

Η χαλυβουργία ArcelorMittal με έδρα το Λουξεμβούργο, η οποία ανακοίνωσε πριν από λίγες ημέρες ότι θα μειώσει την παραγωγή σε δύο εργοστάσιά της στη Γερμανία, κατέγραψε καλύτερη επίδοση από το προσδοκώμενο λόγω μιας επένδυσης στο Τέξας.

Στην εγκατάσταση αυτή κατασκευάζεται ένα προϊόν σιδήρου για παραγωγή χάλυβα. Πρόκειται για «μια περιοχή που προσφέρει έντονα ανταγωνιστική ενέργεια και τελικά ανταγωνιστικό υδρογόνο», τόνισε στο πλαίσιο ενημέρωσης ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, Αντίτια Μιτάλ.

Πάντως, οι παραγωγοί ενέργειας στην Ευρώπη ενδέχεται να δυσκολευτούν να παραμείνουν ανταγωνιστικοί έναντι των χαμηλότερων τιμών ενέργειας και των κινήτρων για πράσινες επενδύσεις στις ΗΠΑ, τόνισε χαρακτηριστικά ο Σβέιν Τόρε Χόλσεθερ, διευθύνων σύμβουλος του νορβηγικού ομίλου λιπασμάτων Yara International.
«Ως αποτέλεσμα, κάποιες βιομηχανίες θα μεταφερθούν μόνιμα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού», ανέφερε εν κατακλείδι ο ίδιος.
Μοιραστείτε το άρθρο
Χωρίς σχόλια

Δυστυχώς, η φόρμα σχολίων είναι ανενεργή αυτή τη στιγμή.