Μετωπική επίθεση κατά της κυβέρνησης Μπάιντεν για τις επιλογές της στο ουκρανικό
Στην Γαλλική εφημερίδα Le Figaro αυτόν τον μήνα, ο Henri Guaino, κορυφαίος σύμβουλος του Nicolas Sarkozy όταν ήταν πρόεδρος της Γαλλίας, προειδοποίησε ότι οι ευρωπαϊκές χώρες, υπό την κοντόφθαλμη ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών, «υπνοβατούν» οδηγούμενες σε πόλεμο με τη Ρωσία. Ο κ. Guaino χρησιμοποίησε τον όρο «υπνοβάτης» επειδή ήταν η μεταφορά που χρησιμοποίησε ο ιστορικός Christopher Clark για να περιγράψει τις απαρχές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Φυσικά, ο κ. Guaino κατανοεί ότι η Ρωσία ευθύνεται πιο άμεσα για την παρούσα σύγκρουση στην Ουκρανία. Ήταν η Ρωσία που συγκέντρωσε τα στρατεύματά της στα σύνορα το περασμένο φθινόπωρο και τον χειμώνα και — αφού ζήτησε από το ΝΑΤΟ ορισμένες εγγυήσεις ασφαλείας που σχετίζονται με την Ουκρανία τις οποίες το ΝΑΤΟ απέρριψε — άρχισε τους βομβαρδισμούς και την εισβολή στις 24 Φεβρουαρίου.
Αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες με την πολιτική που ακολούθησαν, βοήθησαν ώστε να μετατραπεί αυτή η τραγική, τοπική και διφορούμενη σύγκρουση σε μια πιθανή παγκόσμια «πυρκαγιά». Με την παρανόηση της λογικής του συγκεκριμένου πολέμου, υποστηρίζει ο κ. Guaino, η Δύση, με επικεφαλής την κυβέρνηση Μπάιντεν, δίνει στη σύγκρουση μια δυναμική που μπορεί να είναι αδύνατο να σταματήσει.
Εχει δίκιο.
Το 2014 οι Ηνωμένες Πολιτείες υποστήριξαν μια εξέγερση – στα τελευταία της στάδια μια βίαιη εξέγερση – κατά της νομίμως εκλεγμένης ουκρανικής κυβέρνησης του Βίκτορ Γιανουκόβιτς, η οποία ήταν φιλορωσική. (Η διαφθορά της κυβέρνησης του κ. Γιανουκόβιτς έχει προβληθεί πολύ από τους υπερασπιστές της εξέγερσης, αλλά η διαφθορά είναι ένα διαχρονικό ουκρανικό πρόβλημα, ακόμη και σήμερα.) Η Ρωσία, με τη σειρά της, προσάρτησε την Κριμαία, ένα ιστορικά ρωσόφωνο τμήμα της Ουκρανίας που από τον 18ο αιώνα ήταν η βάση του ρωσικού στόλου της Μαύρης Θάλασσας.
Μπορεί κανείς να διαφωνήσει για τις ρωσικές αξιώσεις στην Κριμαία, αλλά οι Ρώσοι τις παίρνουν στα σοβαρά. Εκατοντάδες χιλιάδες Ρώσοι και Σοβιετικοί μαχητές έχασαν τη ζωή τους υπερασπίζοντας την πόλη της Σεβαστούπολης της Κριμαίας από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις κατά τη διάρκεια δύο πολιορκιών — μία κατά τον Κριμαϊκό πόλεμο και μία κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα τελευταία χρόνια, ο ρωσικός έλεγχος της Κριμαίας φαινόταν να παρέχει μια σταθερή περιφερειακή διευθέτηση: οι ευρωπαίοι γείτονες της Ρωσίας, τουλάχιστον, είχαν αφήσει την κατάσταση ως έχει, γεγονός που συνιστά έμμεση αποδοχή.
Αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αποδέχθηκαν ποτέ την προσάρτηση της Κριμαίας. Στις 10 Νοεμβρίου 2021, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ουκρανία υπέγραψαν μια «χάρτα στρατηγικής εταιρικής σχέσης» που καλούσε την Ουκρανία να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, καταδίκαζε τη «συνεχιζόμενη ρωσική επιθετικότητα» και επιβεβαίωσε την «ακλόνητη δέσμευση» των ΗΠΑ για την επανένταξη της Κριμαίας στην Ουκρανία.
Αυτή η χάρτα «έπεισε τη Ρωσία ότι πρέπει να επιτεθεί πριν δεχθεί επίθεση», έγραψε ο κ. Guaino. «Είναι η επανάληψη των γεγονότων του 1914 σε όλη τους την τρομακτική διάσταση».
Αυτή είναι μια πιστή αφήγηση του πολέμου που ο πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν ισχυρίστηκε ότι διεξάγει. «Υπήρχαν συνεχείς προμήθειες με τον πιο σύγχρονο στρατιωτικό εξοπλισμό», είπε ο κ. Πούτιν στην ετήσια Παρέλαση της Ημέρας Νίκης της Ρωσίας στις 9 Μαΐου, αναφερόμενος στον ξένο οπλισμό της Ουκρανίας. «Ο κίνδυνος μεγάλωνε κάθε μέρα».
Το αν είχε δίκιο να ανησυχεί για την ασφάλεια της Ρωσίας εξαρτάται από την οπτική του καθενός. Οι δυτικές ειδήσεις τείνουν να υποτιμούν τις ρωσικές ανησυχίες.
Η δύσκολη πορεία του πολέμου στην Ουκρανία μέχρι στιγμής έχει δικαιώσει τη διάγνωση του κ. Πούτιν, αν όχι και τη συμπεριφορά του. Αν και η στρατιωτική βιομηχανία της Ουκρανίας ήταν σημαντική στη Σοβιετική εποχή, μέχρι το 2014 η χώρα δεν είχε σχεδόν καθόλου σύγχρονο στρατό. Οι ολιγάρχες, όχι το κράτος, όπλισαν και χρηματοδότησαν ορισμένες από τις πολιτοφυλακές που στάλθηκαν για να πολεμήσουν τους υποστηριζόμενους από τη Ρωσία αυτονομιστές στα ανατολικά. Οι Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν να εξοπλίζουν και να εκπαιδεύουν τον στρατό της Ουκρανίας, διστακτικά στην αρχή υπό τον Πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα. Ωστόσο, το σύγχρονο υλικό άρχισε να ρέει κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Τραμπ, και σήμερα η χώρα είναι οπλισμένη μέχρι τα δόντια.
Από το 2018, η Ουκρανία έχει λάβει αμερικανικούς αντιαρματικούς πυραύλους Javelin, τσεχικό πυροβολικό και τουρκικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη Bayraktar και άλλα σύγχρονα όπλα από το ΝΑΤΟ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και ο Καναδάς έστειλαν πρόσφατα σύγχρονους εκτοξευτές M777 βρετανικής σχεδίασης που εκτοξεύουν βλήματα Excalibur που καθοδηγούνται από GPS. Ο Πρόεδρος Μπάιντεν μόλις υπέγραψε νόμο για ένα πακέτο στρατιωτικής βοήθειας ύψους 40 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Υπό αυτό το πρίσμα, η ειρωνία για τις επιδόσεις της Ρωσίας στο πεδίο της μάχης είναι άστοχη. Η Ρωσία δεν εμποδίζεται από μια «βαρετή αγροτική χώρα» με το ένα τρίτο του μεγέθους της Ρωσικής ομοσπονδίας. Αντίθετα μάχεται ενάντια στα προηγμένα όπλα, στον εχθρικό κυβερνοχώρο και στις υπηρεσίες πληροφοριών του ΝΑΤΟ.
Και εδώ είναι που ο κ. Guaino έχει δίκιο να κατηγορεί τη Δύση για «υπνοβασία». Οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπαθούν να πείσουν ότι «ο εξοπλισμός των συμμάχων δεν είναι το ίδιο πράγμα με τη συμμετοχή σε μάχη»!
Στην εποχή της πληροφορίας όμως, ο συγκεκριμένος ισχυρισμός δεν μπορεί να πείσει. Οι Ηνωμένες Πολιτείες παρείχαν πληροφορίες που χρησιμοποιήθηκαν για τη δολοφονία Ρώσων στρατηγών. Έδωσε πληροφορίες στόχευσης που βοήθησαν να βυθιστεί το ρωσικό καταδρομικό της Μαύρης Θάλασσας, το Moskva, ένα περιστατικό στο οποίο σκοτώθηκαν περίπου 40 ναυτικοί.
Και οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να παίζουν έναν ακόμη πιο άμεσο ρόλο. Υπάρχουν χιλιάδες ξένοι μαχητές στην Ουκρανία. Ένας εθελοντής μιλώντας στην κρατική τηλεόραση του Καναδά, αποκάλυψε ότι πήγε στην Ουκρανία για να πολεμήσει δίπλα σε «φίλους» που «προέρχονται από τους πεζοναύτες, από τις Ηνωμένες Πολιτείες». Ακριβώς όπως είναι εύκολο να περάσεις το όριο μεταξύ του να είσαι προμηθευτής όπλων και να είσαι μαχητής, είναι εύκολο να περάσεις το όριο από τη διεξαγωγή ενός πολέμου δι’ αντιπροσώπων στη διεξαγωγή ενός κανονικού πολέμου.
Μια χώρα όμως που προσπαθεί να διεξάγει έναν τέτοιο πόλεμο κινδυνεύει να συρθεί από την μερική σε πλήρη εμπλοκή. Ίσως οι Αμερικανοί αξιωματούχοι να δικαιολογούν την εξαγωγή όπλων με τον τρόπο που δικαιολογούν και τον προϋπολογισμό τους: Τα χρήματα ξοδεύονται δίκαια γιατί «αγοράζουν ειρήνη». Ωστόσο, εάν τα ισχυρότερα όπλα αποτύχουν να αποτρέψουν την συνέχιση των εχθροπραξιών, τότε οδηγούν σε μεγαλύτερους πολέμους.
Μια χούφτα ανθρώπων έχασαν τη ζωή τους κατά την κατάληψη της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014. Αλλά τώρα η Ρωσία επέστρεψε σε έναν πόλεμο με ανελέητους βομβαρδισμούς που μοιάζει περισσότερο με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ακόμα κι αν δεν δεχθούμε τον ισχυρισμό του κ. Πούτιν ότι ο οπλισμός της Ουκρανίας από την Αμερική είναι ο λόγος που έγινε ο πόλεμος, είναι σίγουρα ο λόγος που ο πόλεμος έχει πάρει την κινητική, εκρηκτική, θανατηφόρα μορφή που έχει. Ο ρόλος μας σε αυτό δεν είναι παθητικός ή τυχαίος. Δώσαμε λόγο στους Ουκρανούς να πιστεύουν ότι μπορούν να επικρατήσουν σε έναν κλιμακούμενο πόλεμο.
Χιλιάδες Ουκρανοί έχουν πεθάνει, οι οποίοι πιθανότατα θα ζούσαν αν οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν εμπλακεί. Το γεγονός αυτό φυσικά μπορεί να δημιουργήσει στους αμερικανούς υπεύθυνους χάραξης πολιτικής μια αίσθηση ηθικής και πολιτικής υποχρέωσης — να συνεχίσουν να εμπλέκονται, να κλιμακώσουν τη σύγκρουση, να προβούν σε οποιαδήποτε υπερβολή.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αποδείξει ότι όχι απλώς είναι επιρρεπείς σε κλιμάκωση πολέμων, αλλά και διατεθειμένες να προκαλέσουν κλιμάκωση πολεμικών συρράξεων με την εμπλοκή τους. Τον Μάρτιο, ο κ. Μπάιντεν επικαλέστηκε τον Θεό προτού επιμείνει ότι ο κ. Πούτιν «δεν μπορεί να παραμείνει στην εξουσία». Τον Απρίλιο, ο υπουργός Άμυνας Lloyd Austin εξήγησε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδιώκουν «να δουν τη Ρωσία αποδυναμωμένη».
Ο Νόαμ Τσόμσκι προειδοποίησε για τα παράδοξα κίνητρα τέτοιων «ηρωικών δηλώσεων» σε συνέντευξή του τον Απρίλιο. «Μπορεί να αισθάνονται σαν πλαστοπροσωπίες του Ουίνστον Τσόρτσιλ, πράγμα πολύ συναρπαστικό», είπε. «Αλλά οι δηλώσεις τους ουσιαστικά μεταφράζονται ως: Καταστρέψτε την Ουκρανία».
Για παρόμοιους λόγους, η πρόταση του κ. Μπάιντεν να δικαστεί ο κ. Πούτιν για εγκλήματα πολέμου είναι μια πράξη απόλυτης ανευθυνότητας. Η κατηγορία είναι τόσο σοβαρή που, μόλις ισοπεδωθεί, θα αποθρασύνει ακόμα περισσότερο τον Ρώσο ηγέτη. Εξάλλου, ένας ηγέτης που διαπράττει μια θηριωδία δεν είναι λιγότερο εγκληματίας πολέμου από εκείνον που διαπράττει χίλιες. Το αποτέλεσμα, επιδιωκόμενο ή μη από τέτοιες δηλώσεις, είναι να αποκλείεται κάθε προσφυγή σε ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις.
Η κατάσταση στο πεδίο της μάχης στην Ουκρανία έχει εξελιχθεί σε δυσάρεστο στάδιο. Τόσο η Ρωσία όσο και η Ουκρανία έχουν υποστεί μεγάλες απώλειες. Αλλά ο καθένας έχει επίσης κέρδη. Η Ρωσία έχει μια χερσαία γέφυρα προς την Κριμαία και τον έλεγχο ορισμένων από τις πιο εύφορες γεωργικές εκτάσεις και ενεργειακά κοιτάσματα της Ουκρανίας, και τις τελευταίες ημέρες έχει διατηρήσει τη δυναμική του πεδίου της μάχης.
Η Ουκρανία, μετά από μια ισχυρή άμυνα των πόλεων της, μπορεί να περιμένει περαιτέρω υποστήριξη, τεχνογνωσία και οπλισμό του ΝΑΤΟ – ένα ισχυρό κίνητρο για να μην τερματιστεί ο πόλεμος σύντομα.
Αν όμως ο πόλεμος δεν τελειώσει σύντομα, οι κίνδυνοι του θα αυξηθούν. «Οι διαπραγματεύσεις πρέπει να ξεκινήσουν τους επόμενους δύο μήνες», προειδοποίησε ο πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσινγκερ την περασμένη εβδομάδα, «προτού δημιουργηθούν ανατροπές και εντάσεις που δεν θα ξεπεραστούν εύκολα». Κάνοντας έκκληση για επιστροφή στο status quo ante bellum, πρόσθεσε: «Η συνέχιση του πολέμου πέρα από αυτό το σημείο δεν θα αφορά την ελευθερία της Ουκρανίας αλλά έναν νέο πόλεμο εναντίον της ίδιας της Ρωσίας».
Σε σημείο αυτό, ο κ. Κίσινγκερ συμφωνεί με τον κ. Γκουαϊνό. «Το να κάνεις παραχωρήσεις στη Ρωσία θα σήμαινε υποταγή στην επιθετικότητα», προειδοποίησε ο κ. Γκουαϊνό. «Το να μην κάνεις καμμιά, θα σήμαινε υποταγή στην παραφροσύνη».
Οι Ηνωμένες Πολιτείες όμως δεν κάνουν παραχωρήσεις. Έρχονται εκλογές. Έτσι, η κυβέρνηση Μπάιντεν κλείνει τους δρόμους διαπραγμάτευσης και εργάζεται για να εντείνει τον πόλεμο. Η ήττα της Ουκρανίας δεν είναι αποδεκτή επιλογή για τον Μπάιντεν. Με τον καιρό, η συνεχιζόμενη αποστολή φονικών όπλων στο ουκρανικό μέτωπο, συμπεριλαμβανομένης αυτής από την πρόσφατα εγκεκριμένη κατανομή 40 δισεκατομμυρίων δολαρίων, θα μπορούσε να οδηγήσει τον πόλεμο σε διαφορετικό επίπεδο. Ο Πρόεδρος της Ουκρανίας Volodymyr Zelensky μάλιστα προειδοποίησε σε μια πρόσφατη ομιλία του σε φοιτητές ότι «πλησιάζουν οι πιο αιματηρές μέρες του πολέμου».