«Αυτό που είπε από μόνο του δεν με σόκαρε, αλλά προερχόμενο από εκείνον, ναι, σίγουρα… έμεινα άφωνη» είπε η 19χρονη
Αντιδράσεις προκάλεσε το σχόλιο του Έλον Μασκ στην 19χρονη Αμερικανίδα Όντρεϊ Μόρις, η οποία κινδύνευε να απελαθεί από τη χώρα όπου ζούσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της από την ηλικία των 9 ετών.
Η νεαρή έκανε μια ανάρτηση δημοσιοποιώντας το πρόβλημα που αντιμετωπίζει με τη βίζα της και ο Έλον Μασκ σχολίασε «οι γυναίκες που είναι σέξι με βαθμολογία 8 και πάνω πρέπει να εξαιρούνται».
Η Μόρις δήλωσε ότι δεν εξεπλάγην με το σχόλιο του Μασκ. «Από την αρχή, από τη στιγμή που η υπόθεσή μου έγινε δημόσια, όλα είχαν να κάνουν με την εμφάνιση και με το ότι “α, είναι ξανθιά και λευκή!” Οπότε αυτό που είπε από μόνο του δεν με σόκαρε, αλλά προερχόμενο από εκείνον, ναι, σίγουρα… έμεινα άφωνη», είπε στην Daily Beast.
Σύμφωνα με τη δανική εφημερίδα Århus Stiftstidende, η Μόρις έχει ζήσει στο Όρχους, μια πόλη στις ανατολικές ακτές της Δανίας, το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της.
Η εφημερίδα ανέφερε τον περασμένο Ιανουάριο ότι οι δανικές αρχές αποφάσισαν να μην παρατείνουν την άδεια διαμονής της ως εξαρτώμενο μέλος οικογένειας, επειδή δεν ζούσε με τη μητέρα της κατά τη διάρκεια της φοίτησής της στο λύκειο στο Βίμποργκ, περίπου μία ώρα οδικώς βορειοδυτικά του Όρχους. Εκείνη την περίοδο, η αίτησή της για μόνιμη διαμονή βρισκόταν υπό επεξεργασία.
«Θα ήταν πραγματικά ωραίο αν είχε σχολιάσει κάτι όπως: “Ουάου, δείτε πόσα ακαδημαϊκά επιτεύγματα έχει”, ή κάτι τέτοιο. Αυτό θα ήταν υπέροχο. Θα μπορούσε να ήταν τόσο βοηθητικό», είπε η Μόρις αναφερόμενη στον Μασκ. Ωστόσο, πρόσθεσε ότι «αν αυτό έστω τραβήξει την προσοχή κάποιου που νοιάζεται, τότε είμαι εντάξει με το να νιώσω λίγο ντροπή. Δεν πειράζει».
Η Daily Beast ανέφερε ότι χορηγήθηκε τελικά στη Μόρις άδεια διαμονής 10 ετών, αλλά της αρνήθηκαν την υπηκοότητα. Ο Μασκ, ο οποίος είχε μια σύντομη θητεία στον Λευκό Οίκο ως επικεφαλής του Υπουργείου Κυβερνητικής Αποδοτικότητας του Ντόναλντ Τραμπ πριν από τη δημόσια ρήξη του με τον πρόεδρο, έχει εκφράσει ξεκάθαρα τη στάση του κατά της παράνομης μετανάστευσης, δηλώνοντας κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Μπάιντεν ότι η εισροή παράτυπων μεταναστών «συνθλίβει τη χώρα».