Το ακριβό ζαχαροπλαστείο είναι μια υπόθεση που αφορά την άνω μεσαία τάξη και πάνω, εκεί που η εκζήτηση του ουρανίσκου συνδέεται και με την επίδειξη του γαστρονομικού γούστου μεταξύ ομοίων.
Με τα Χριστούγεννα να πλησιάζουν απειλητικά, μπαίνει στο παιχνίδι της καθημερινής υπαρξιακής διερώτησης το ζήτημα της τιμής των μελομακάρονων. Πιο πολύ από την τιμή του ρεύματος (που πλέον, με τις μηνιαίες αναπροσαρμογές, έχει γίνει ένα τετριμμένο θέμα), πιο πολύ από την τιμή του πετρελαίου θέρμανσης (που ήδη έχει παλιώσει από τον Οκτώβρη και που, σε κάθε περίπτωση, αφορά όλο και λιγότερους), η τιμή του μελομακάρονου συνδέει άμεσα την καθημερινότητα των πολιτών με την ευρύτερη οικονομική πραγματικότητα.
Στο μελομακάρονο συνοψίζονται πολλές όψεις της εξαιρετικότητας: δεν είναι ένα προϊόν πρώτης ανάγκης (δεν είναι καν σοκολάτα) και δεν είναι ένα προϊόν που έχει ζήτηση όλο τον χρόνο (χωρίς ωστόσο να είναι και λαγάνα). Μπαίνει ενεργά στο προσκήνιο για λίγο και μας εγκαταλείπει πριν καν λιώσουν τα χιόνια. Ζει λίγο, μας επηρεάζει αντικειμενικά λίγο, αλλά συζητιέται πολύ.
Και όχι άδικα. Ακριβώς το ότι δεν είναι τόσο σημαντικό είναι που έχει εντέλει σημασία. Γιατί πέρα από τους μεγάλους πόνους της καθημερινότητας ενός νοικοκυριού, αυτές οι μικρές, εποχιακές απολαύσεις είναι που δίνουν την ευκαιρία μιας ανάπαυλας, ένα πρόσκαιρο ξένοιασμα. Χωρίς την κραυγαλέα φωτεινότητα ενός χριστουγεννιάτικου δέντρου και χωρίς τις οικονομικές απαιτήσεις ενός φανταχτερού ρεβεγιόν, το μικρό γλυκό δρα πιο πολύ συμβολικά παρά πραγματικά. Δεν χρειάζεται καν να το φάει κανείς, αρκεί να το βλέπει προς προσφορά σε μια πιατέλα. Είναι η υπόσχεση πληρότητας αυτό που προσφέρει και όχι το χόρτασμα.
Οι τιμές των μελομακάρονων παρουσιάζουν αξιοσημείωτη ποικιλία. Μπορεί κανείς να τα βρει έτοιμα και συσκευασμένα στα σουπερμάρκετ, είτε ως επώνυμα προϊόντα είτε ως προϊόντα ετικέτας. Μπορεί να τα βρει με το παραδοσιακό σιρόπιασμα στα αρτοποιεία. Μπορεί να τα βρει και με πιο μοντέρνα εκτελεσμένες συνταγές στα πιο εξεζητημένα ζαχαροπλαστεία. Με ή χωρίς σοκολάτα, σε κανονικό μέγεθος ή σε μπουκίτσες, η επιλογή τους αντανακλά κάτι από το συμβολικό και πολιτισμικό κεφάλαιο που κατέχει ο καταναλωτής τους.
Η διάκριση που εισάγει στον κοινωνικό χώρο η επιλογή του μελομακάρονου είναι εμφανής σε όλους τους τόπους: το σουπερμάρκετ θα το επιλέξει ο άνεργος, η σκληρά εργαζόμενη και πενιχρά αμειβόμενη και ο χαμηλοσυνταξιούχος. Το ακριβό ζαχαροπλαστείο από την άλλη είναι μια υπόθεση που αφορά την άνω μεσαία τάξη και πάνω, εκεί που η εκζήτηση του ουρανίσκου συνδέεται και με την επίδειξη του γαστρονομικού γούστου μεταξύ ομοίων.
Αν όμως θέλει κανείς να δει σε πλήρη εκδίπλωση το πώς η επιλογή του μελομακάρονου διαχωρίζει τον κοινωνικό ιστό, μπορεί να περπατήσει σε μια από τις γειτονιές του κέντρου της Αθήνας, εκεί όπου ο προωθούμενος εξευγενισμός συνυπάρχει ακόμα με τα κατάλοιπα της γειτονιάς του παρελθόντος.
Ανάμεσα στα μοντέρνα αρτοποιεία βρίσκονται οι παραδοσιακοί φούρνοι της γειτονιάς, που μερικές φορές επισκέπτονται και οι τουρίστες για μια εσάνς τοπικότητας. Και πλάι στα μοδάτα ζαχαροπλαστεία με τις υπογραφές υψηλούς κύρους, τα μικρά λίγο-ζαχαροπλαστεία-λίγο-γαλακτοπωλεία-λίγο ψιλικατζίδικα. Έτσι, μια τιμοληψία στον ίδιο δρόμο μπορεί να καταλήξει σε εκπληκτικά διαφορετικά αποτελέσματα, που συνδυάζονται με την ποικιλομορφία της συγκεκριμένης ανθρωπογεωγραφίας.
Δείξε μου το μελομακάρονό σου, λοιπόν, να σου πω ποια είσαι. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο όλοι και όλες, ανεξαρτήτως κόστους, ζάχαρης, θερμίδων, μεγέθους και επικάλυψης, επιζητούν σε αυτό την ευκαιρία να ξεφύγουν για λίγο από την καθημερινότητα. Μέχρι να σβήσουν τα χριστουγεννιάτικα λαμπάκια…