Η ανακάλυψη ρίχνει φως στα αρχαία οικοσυστήματα της νησιωτικής ηπείρου.
Η ανακάλυψη των αρχαιότερων γνωστών απολιθωμένων αβγών κροκόδειλου στην Αυστραλία δίνει στους επιστήμονες νέες γνώσεις για τα ζώα και τα οικοσυστήματα που υπήρχαν πριν πολύ πριν η Αυστραλία αποσπαστεί και γίνει ξεχωριστή νησιωτική ήπειρος. Τα αβγά έχουν ηλικία 55 εκατ. ετών.
Στην αυλή ενός κτηνοτρόφου στη μικρή πόλη Μέργκον στη νοτιοανατολική Κουίνσλαντ, οι ερευνητές έχουν περάσει δεκαετίες σκάβοντας σε αυτό που φαίνεται να είναι ένας συνηθισμένος λάκκος αργίλου. Κρυμμένος μέσα στον πηλό όμως βρίσκεται ένας από τους αρχαιότερους απολιθωματικούς τόπους της Αυστραλίας που προσφέρει μια σπάνια ματιά σε μια εποχή όπου η ήπειρος ήταν ακόμη ενωμένη με την Ανταρκτική και τη Νότια Αμερική.
Μια διεθνής ερευνητική ομάδα με επικεφαλής το Institut Català de Paleontologia Miquel Crusafont και συμμετοχή του Πανεπιστημίου της Νέας Νότιας Ουαλίας στο Σίδνεϋ (UNSW) έχει πλέον αναγνωρίσει τα αρχαιότερα κελύφη αυγών κροκοδείλων που έχουν βρεθεί ποτέ στην Αυστραλία.
Τα νέα περιγραφόμενα θραύσματα, με την ονομασία Wakkaoolithus godthelpi, προέρχονται από ένα εξαφανισμένο είδος κροκόδειλων, τους «μακοσούχινες», που κυριαρχούσε κυριαρχούσαν στα υγροτοπικά ενδιαιτήματα πριν από περίπου πενήντα πέντε εκατομμύρια χρόνια. «Αυτά τα κελύφη αυγών μας έδωσαν μια ματιά στην πιο προσωπική πλευρά του ιστορικού ζωής αυτών των κροκόδειλων. Μπορούμε πλέον να εξετάσουμε όχι μόνο την παράξενη ανατομία αυτών των κροκοδείλων, αλλά και το πώς αναπαράγονταν και προσαρμόζονταν σε μεταβαλλόμενα περιβάλλοντα» αναφέρουν οι ερευνητές.
Από κολυμβητές σε δεντρόβιους κυνηγούς
Σε αντίθεση με τους σύγχρονους κροκόδειλους, οι μακοσούχινες κατείχαν εξαιρετικά ασυνήθιστους οικολογικούς ρόλους. «Είναι μια παράξενη ιδέα. Αλλά μερικοί φαίνεται να ήταν χερσαίοι κυνηγοί στα δάση» λέει ο Μάικλ Άρτσερ, καθηγητής παλαιοντολογίας στο UNSW. Τεκμήρια γι’ αυτό προέρχονται από ένα σύνολο νεότερων απολιθωμάτων μακοσούχινων ηλικίας είκοσι πέντε εκατομμυρίων ετών που βρέθηκαν στην Παγκόσμια Κληρονομιά Ρίβερσλι στον Εθνικό Δρυμό Μπούντζαμουλα στη χώρα των Γουάνι στο βορειοδυτική Κουίνσλαντ.
Ο καθηγητής Άρτσερ εξηγεί ότι υπήρχαν διάφορα είδη μακοσούχινων κροκόδειλων ορισμένα από τα οποία έφταναν τουλάχιστον τα πέντε μέτρα σε μήκος.
«Κάποια φαίνεται επίσης ότι ήταν εν μέρει δεντρόβια, κροκόδειλοι που έπεφταν από τα δέντρα. Ίσως κυνηγούσαν όπως οι λεοπαρδάλεις, πέφτοντας από τα δέντρα πάνω σε ό,τι ανυποψίαστο θεωρούσαν κατάλληλο για δείπνο» αναφέρουν οι ερευνητές στην επιθεώρηση «Journal of Vertebrate Paleontology».
Μια λεπτεπίλεπτη χρονοκάψουλα
Οι ερευνητές σημειώνουν ότι τα κελύφη αυγών συχνά παραβλέπονται στην παλαιοντολογία σπονδυλωτών. «Διατηρούν μικροδομές και γεωχημικά σήματα που μας λένε όχι μόνο ποια ζώα τα γέννησαν, αλλά και πού φώλιαζαν και πώς αναπαράγονταν. Η μελέτη μας δείχνει πόσο ισχυρά μπορεί να είναι αυτά τα θραύσματα. Τα κελύφη αυγών πρέπει να αποτελούν τυπικό και συστηματικό μέρος της παλαιοντολογικής έρευνας, συλλεγμένα, αποθηκευμένα και αναλυμένα μαζί με οστά και δόντια»
Τα κομμάτια των κελυφών από το Μέργκον εξετάστηκαν με οπτικά και ηλεκτρονικά μικροσκόπια. Τα μικροσκοπικά τους χαρακτηριστικά δείχνουν ότι οι κροκόδειλοι γεννούσαν τα αυγά τους κατά μήκος των άκρων μιας λίμνης και ότι οι αναπαραγωγικές τους στρατηγικές προσαρμόζονταν σε μεταβαλλόμενες περιβαλλοντικές συνθήκες. Ο συν-συγγραφέας της μελέτης Δρ. Μάικλ Στάιν προτείνει ότι οι μακοσούχινοι μπορεί σταδιακά να έχασαν μεγάλο μέρος των ενδιαιτημάτων τους καθώς οι ξηρές περιοχές επεκτάθηκαν.
Τελικά ωθήθηκαν σε συρρικνούμενες υδάτινες οδούς, όπου όχι μόνο αντιμετώπισαν νέα είδη κροκοδείλων που έφτασαν στην Αυστραλία αλλά και τη μείωση των μεγάλων θηραμάτων τους. Ο δρ Στάιν λέει ότι η λίμνη του Μέργκον περιβαλλόταν από ένα καταπράσινο δάσος.
«Αυτό το δάσος φιλοξενούσε επίσης τα αρχαιότερα γνωστά ωδικά πτηνά του κόσμου, τους πρώτους βάτραχους και φίδια της Αυστραλίας, ένα ευρύ φάσμα μικρών θηλαστικών με δεσμούς με τη Νότια Αμερική, καθώς και μία από τις αρχαιότερες γνωστές νυχτερίδες του κόσμου» λέει.