Πώς το “healthspan” αναδεικνύεται σε νέα παγκόσμια προτεραιότητα
Η πρόοδος στις βιοϊατρικές επιστήμες και η αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης γίνονται μοχλοί ενός νέου πεδίο επιχειρηματικότητας, που θα μπορούσε να προσθέσει 2 τρισεκατομμύρια δολάρια στο παγκόσμιο ΑΕΠ.
Μιλώντας στο naftemporiki.gr, ο Χριστόφορος Αναγνωστόπουλος, Tech Fellow Partner, Scientific AI της McKinsey και ένας εκ των βασικών συντακτών της πρόσφατης μελέτης του McKinsey Health Institute, εξηγεί πώς οι επιστήμες υγείας μπορούν να παρέμβουν στις διαδικασίες γήρανσης με οφέλη για όλους. Η έννοια του healthspan, των ετών ζωής σε καλή σωματική και ψυχική υγεία, αποκτά, όπως λέει, κεντρική σημασία για τα συστήματα υγείας, τις κυβερνήσεις και τις επιχειρήσεις.
Τι εννοούμε ακριβώς με τον όρο healthspan και γιατί θεωρείται σήμερα πιο σημαντικός δείκτης από το lifespan; Το report μιλά για τη μετάβαση από το lifespan στο healthspan. Τι σημαίνει αυτό πρακτικά για τα συστήματα υγείας και την κοινωνία;
Διανύουμε μια εποχή κατά την οποία ο πληθυσμός γηράσκει ραγδαία. Tο 15% του παγκόσμιου πληθυσμού αναμένεται να είναι άνω των 65 ετών έως το 2040. Εντούτοις, για κάθε επιπλέον έτος ζωής που προστίθεται στο προσδόκιμό μας, το μισό το περνάμε σε επιβαρυμένη κατάσταση υγείας. Ενδεικτικά, στην Ελλάδα ο δείκτης εξάρτησης ηλικιωμένων προσεγγίζει το 40%. Το ζητούμενο πλέον δεν είναι απλώς το να ζούμε περισσότερο, αλλά και να παραμένουμε υγιείς για περισσότερα χρόνια. Αυτή η μετατόπιση είναι και ο πυρήνας του όρου Healthspan (διάρκεια υγείας), που περιγράφει τα χρόνια ζωής ενός ανθρώπου σε καλή φυσική και ψυχική κατάσταση, χωρίς σοβαρές ασθένειες ή αναπηρίες.
Πρακτικά, η μετάβαση από το Lifespan στο Healthspan απαιτεί έναν δομικό μετασχηματισμό των συστημάτων. Πρέπει να μετακινηθούμε από το μοντέλο της θεραπείας (sick care) στο μοντέλο της πρόληψης και της διατήρησης της ευεξίας (health care). Αυτό επιτυγχάνεται μέσω του ανασχεδιασμού των πολιτικών, με έμφαση στην εξατομίκευση, την εντατική αξιοποίηση των δεδομένων, της τεχνολογίας και των ψηφιακών εργαλείων, που τροφοδοτούν την πρόοδο των βιοϊατρικών επιστημών. Ο τελικός στόχος είναι η παράταση της ενεργού και υγιούς ζωής, ωφελώντας ταυτόχρονα τον άνθρωπο, τη βιωσιμότητα του συστήματος υγείας και την ευρύτερη οικονομία.
Πώς μπορεί η «επιστήμη της υγιούς μακροζωίας» να μετατραπεί από ακαδημαϊκή έρευνα σε πραγματική πολιτική ή επιχειρηματική προτεραιότητα;
Η επιστήμη του Healthspan δεν είναι πλέον απλώς ένα ακαδημαϊκό πεδίο. Έχει μετατραπεί σε έναν αναδυόμενο τομέα πολιτικής και οικονομικής στρατηγικής, καθώς συνδέεται άμεσα με την απασχόληση, την παραγωγικότητα και τη βιωσιμότητα των συστημάτων υγείας.
Αυτή τη στιγμή, ασθένειες που σχετίζονται με τη γήρανση, όπως ο καρκίνος, το Alzheimer’s και η αρθρίτιδα, στοιχίζουν 600 εκ. «χαμένα» έτη υγιούς ζωής (DALYS). Σύμφωνα με το McKinsey Health Institute, αν μειώσουμε στο μισό αυτά τα χαμένα έτη υγιούς ζωής, αυτό θα μεταφραστεί σε αύξηση του παγκόσμιου ΑΕΠ κατά $2 τρισ. ετησίως, λόγω της αυξημένης εργασιακής απασχόλησης. Αυτό δεν είναι σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Η ανθρωπότητα έχει τη δυνατότητα να προσθέσει 45 δισ. χρόνια υγιούς ζωής μέσα στην επόμενη δεκαετία, δηλαδή περίπου 6 χρόνια ζωής για τον κάθε άνθρωπο.
Για να μετατραπεί αυτή η επιστημονική υπόσχεση σε πραγματικότητα, απαιτούνται κρίσιμες στρατηγικές μετατοπίσεις, όπως η καθιέρωση νέων ρυθμιστικών πλαισίων για τις θεραπείες, η μείωση του επενδυτικού κινδύνου για την προσέλκυση σταθερών κεφαλαίων (π.χ. μέσω blended finance), η αξιοποίηση της Τεχνητής Νοημοσύνης (AI) για την επιτάχυνση της κλινικής ανάπτυξης και η επίτευξη επιστημονικής συναίνεσης για κοινούς βιοδείκτες για την αξιολόγηση των παρεμβάσεων σε εύλογο χρόνο, δεδομένου της αναμενόμενης μακροπρόθεσμης δράσης τους.
Ποιο ρόλο παίζει σήμερα η τεχνητή νοημοσύνη στη μελέτη της γήρανσης και στην πρόβλεψη της βιολογικής ηλικίας;
Η μελέτη της γήρανσης πλαισιώνεται αυτή τη στιγμή από βασική έρευνα τολμηρών και πρωτοπόρων ερευνητών, από τη μία πλευρά, και από έναν τεράστιο όγκο κλινικής γνώσης γύρω από την γήρανση από την άλλη. Εντούτοις, η Τεχνητή Νοημοσύνη (AI) αναδεικνύεται πλέον ως κρίσιμος επιταχυντής και συνδετικός κρίκος, καθώς η καλύτερη κατανόηση του μηχανισμού της γήρανσης εξαρτάται από την ικανότητα αξιοποίησης τεράστιων, ετερογενών συνόλων δεδομένων, από γονιδιωματικές και πρωτεωμικές αναλύσεις μέχρι ιατρικά ιστορικά και δεδομένα τρόπου ζωής. Τα εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης και μηχανικής μάθησης είναι απαραίτητα για να επιτρέψουν τη χαρτογράφηση πολύπλοκων σχέσεων, βοηθώντας τους επιστήμονες να εντοπίζουν νέους βιοδείκτες, να αναπτύσσουν πιο ακριβή «ρολόγια» βιολογικής ηλικίας και να προβλέπουν την επίδραση παρεμβάσεων στον ρυθμό γήρανσης. Ήδη βλέπουμε εταιρείες βιοτεχνολογίας επικεντρωμένες στο healthspan να δίνουν έμφαση στις υπολογιστικές μεθόδους, όπως η Altos Labs, μία από τις καλύτερα χρηματοδοτημένες εταιρείες βιοτεχνολογίας μέχρι σήμερα, η οποία έχει επενδύσει σημαντικά σε τεχνικές Τεχνητής Νοημοσύνης.
Προς αυτή την κατεύθυνση, απαιτείται καλύτερος διεθνής συντονισμός, ευρύτερη πρόσβαση σε ολοκληρωμένα σύνολα δεδομένων και πιο αποτελεσματική αξιοποίηση προηγμένων αναλυτικών εργαλείων. Συνολικά, λόγω της πολυπλοκότητας των δεδομένων γύρω από το healthspan, η χρήση της AI είναι πιθανό να είναι εντονότερη από ό,τι σε άλλους τομείς, καθιστώντας την θεμέλιο για τη μελλοντική εξέλιξη της επιστήμης της υγιούς μακροζωίας.
Ποιες παρεμβάσεις φαίνονται σήμερα πιο αποτελεσματικές στην επιβράδυνση της βιολογικής γήρανσης;
Είναι ακόμη νωρίς για να έχουμε σαφείς απαντήσεις σε αυτήν την ερώτηση. Υπάρχουν πολλά υποσχόμενες ερευνητικές πρωτοβουλίες στην στοχευμένη επιβράδυνση των μηχανισμών της βιολογικής φθοράς αλλά η επιβεβαίωση της αποτελεσματικότητάς τους μπορεί να πάρει χρόνια. Παραμένουν φυσικά εν ισχύ οι ιατρικές συμβουλές για συνδυασμό υγιεινής διατροφής, τακτικής σωματικής δραστηριότητας, ποιοτικού ύπνου κτλ., καθώς και για αποφυγή κατάχρησης συμπληρωμάτων διατροφής ή παραφαρμάκων άνευ ιατρικής συμβουλής. Η κλινική εμπειρία και η ιατρική συμβουλή παραμένει λοιπόν ο απόλυτος οδηγός, και εξελίσσεται και η ίδια με την χρήση νέων βιοδεικτών και διαγνωστικών μεθόδων. Σε κάθε περίπτωση, είναι κρίσιμο να μην ξεχνάμε πως η γήρανση δεν θεωρείται αυτήν τη στιγμή «ασθένεια», και ως εκ τούτου η οδός προς την αδειοδότηση παρεμβατικών θεραπειών σε υγιείς ανθρώπους για την πρόληψη της γήρανσης είναι σύνθετο ζήτημα τόσο κλινικά όσο και ηθικά. Σε ακριβώς αυτή την κατεύθυνση, η έμφαση στην υγιή μακροζωία είναι βοηθητική, καθώς επικεντρώνεται στην πρόληψη ασθενειών που σχετίζονται με το γήρας (age-related diseases) και όχι στο γήρας αυτό καθ’αυτό. Η επιστημονική υπόθεση εργασίας εντούτοις είναι ότι πολλές από αυτές τις ασθένειες έχουν εν μέρει κοινή αιτιολογία, σχετιζόμενη με τη βιολογική διαδικασία της γήρανσης. Ο εντοπισμός λοιπόν αυτών των μοριακών μηχανισμών που εμπλέκονται από κοινού σε αυτές αποτελεί ερευνητική προτεραιότητα για την δημιουργία νέων φαρμάκων.
Μπορούμε να φανταστούμε στο κοντινό μέλλον ένα “digital twin” κάθε ανθρώπου, που θα επιτρέπει προληπτικές παρεμβάσεις με βάση τα δεδομένα του;
Απέχουμε ακόμη από αυτό το σημείο, αλλά υπάρχει αισιοδοξία. Η πρόοδος στην τεχνητή νοημοσύνη, τα big data και τα multi-omics επιτρέπουν τη δημιουργία μοντέλων που μπορούν να προσομοιώνουν τη βιολογική κατάσταση ενός ατόμου με αρκετή λεπτομέρεια. Ο βαθμός στον οποίο όμως τέτοια μοντέλα μπορούν να προβλέπουν πώς θα ανταποκριθεί σε νέων εδιών παρεμβάσεις, για τις οποίες δεν έχουμε ακόμη κλινικά δεδομένα, είναι μικτός. Απαιτείται μια σταδιακή προσέγγιση αυτού του απώτερου στόχου, μέσω, αρχικά, προσομοίωσης της ανταπόκρισης στο επίπεδο του κυττάρου, μετά του ιστού, του οργάνου, και τέλος του οργανισμού συνολικά. Πολλές νεόφυτες εταιρείες βιοτεχνολογίας δραστηριοποιούνται σε διαφορετικά κομμάτια αυτού του οδικού χάρτη, κάνοντας χρήση μεγάλων νευρωνικών δικτύων που εκπαιδεύονται σε πολυτροπικά δεδομένα (multi-modal foundation models), παρόμοιων με αυτά που τροφοδοτούν τα μεγάλα γλωσσικά μοντέλα, αλλά εκπαιδευμένα στη γλώσσα της βιολογίας (αλληλουχίες ή αλληλεξαρτήσεις γονιδιών και πρωτεϊνών κτλ) αντί για την ανθρώπινη γλώσσα (αλληλουχίες λέξεων). Πρόκεται για έναν δυναμικό και συναρπαστικό χώρο τεχνολογίας.
Ποια είναι η δυναμική του longevity economy; Βλέπουμε ήδη επενδύσεις και εταιρείες να κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση;
Σήμερα, ο τομέας αυτός προσελκύει κυρίως επενδυτές υψηλού ρίσκου, όπως venture capitalists και ιδιώτες υψηλής περιουσίας (HNWIs), οι οποίοι καλύπτουν περίπου το 60% της χρηματοδότησης. Συγκριτικά, σε τομείς όπως η ογκολογία, οι ίδιοι επενδυτές αντιπροσωπεύουν λιγότερο από 15% της χρηματοδότησης. Αυτοί οι επενδυτές διαθέτουν υψηλή ανοχή στο ρίσκο, αλλά ενδέχεται να έχουν περιορισμένη εξειδικευμένη γνώση για να καθοδηγήσουν τη βιοτεχνολογία στο αναπτυξιακό της ταξίδι. Αντίθετα, οι φαρμακευτικές εταιρείες και οι παραδοσιακοί επενδυτές στους τομείς της βιοεπιστήμης συμβάλλουν μόλις στο 40% της χρηματοδότησης, πιθανώς επειδή οι ρυθμιστικές και εμπορικές διαδικασίες και τα θέματα προστασίας πνευματικής ιδιοκτησίας δεν είναι ακόμη σαφή. Σε πιο καθιερωμένους θεραπευτικούς τομείς, όπως η ογκολογία, οι φαρμακευτικές εταιρείες και οι παραδοσιακοί επενδυτές αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 90% των επενδύσεων. Μελλοντικά, διάφορες προσεγγίσεις μπορούν να μειώσουν τον κίνδυνο και να ενθαρρύνουν επενδύσεις. Για παράδειγμα, νέα επενδυτικά μοντέλα – όπως η μικτή χρηματοδότηση από φιλανθρωπικούς φορείς, VC που επικεντρώνονται στο healthspan και HNWIs – μπορούν να συν-επενδύσουν μαζί με καθιερωμένους φορείς, όπως φαρμακευτικές εταιρείες και κορυφαίους επενδυτές.
Ποιο ρόλο μπορούν να διαδραματίσουν η Ευρώπη και η Ελλάδα στην ανάπτυξη αυτής της επιστήμης;
Η Ευρώπη διαθέτει ήδη τα ερευνητικά δίκτυα, τους μηχανισμούς χρηματοδότησης και την ικανότητα να χαράζει ενιαίο κανονιστικό πλαίσιο. Αν λοιπόν αυτά συνδυαστούν με μια συνεκτική στρατηγική γύρω από την επιστήμη του healthspan, μπορούν να λειτουργήσουν ως επιταχυντές τόσο για τη βασική έρευνα όσο και για τη μεταφορά της καινοτομίας στην αγορά και να επιτρέψουν στην Ευρώπη να πρωτοστατήσει στον αναδυόμενο αυτόν χώρο. Εντούτοις ο ανταγωνισμός τόσο από την Αμερική όσο και από την Κίνα είναι μεγάλος. Έχει ενδιαφέρον η πιθανότητα υπάρχουσες θεραπείες να αναδειχθούν ως αποτελεσματικές, στην οποία περίπτωση ανοίγονται νέοι ορίζοντες στον χώρο του γενόσημου φάρμακου, στον οποίο η Ελλάδα διαθέτει ιδιαιτέρως ενισχυμένη φαρμακευτική βιομηχανία. Σε κάθε περίπτωση, η επιστημονική και ερευνητική ισχύς της Ελλάδας είναι υψηλή, και μπορεί συμμετάσχει δυναμικά στο οικοσύστημα με τη φιλοξενία κέντρων αριστείας και την αξιοποίηση της τεχνογνωσίας των ερευνητών της. Αυτό που φαίνεται βέβαιο, είναι πως μέσα στην επόμενη δεκαετία, η παράταση των ετών υγιούς ζωής αναμένεται να εξελιχθεί σε στρατηγική προτεραιότητα, όχι μόνο για τα συστήματα υγείας, αλλά και για την οικονομία και την κοινωνία συνολικά.