Αντιπροσωπευτική αγωγή κατέθεσε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η Ένωση Καταναλωτών ΕΚΠΟΙΖΩ, εναντίον της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος. Η επίμαχη συλλογική αγωγή της ΕΚΠΟΙΖΩ -βρίσκεται σε γνώση του iEidiseis.gr-, αφορά στη μονομερή μετατροπή των λογαριασμών «απλού ταμιευτηρίου/απλού τρεχούμενου», για τους οποίους δεν προβλεπόταν καμία χρέωση, σε «λογαριασμό προνομίων», με χρέωση 0,80 ευρώ.
Πρόκειται για μια μεταβολή που σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην αγωγή, είναι παράνομη, καθώς επιβάλλει μονομερώς νέους όρους και χρεώσεις στους καταναλωτές, χωρίς τη ρητή συγκατάθεσή τους. Μέσω της αγωγής της, η ΕΚΠΟΙΖΩ ζητάει να υποχρεωθεί η Εθνική να σταματήσει αυτή την «παράνομη συμπεριφορά της» και να της επιβληθεί αστική κύρωση ύψους 130.000 ευρώ.
«Εκατοντάδες χιλιάδες καταναλωτές»
Όπως αναφέρεται στην αγωγή που κατατέθηκε στις 4 Νοεμβρίου 2025, «μεταξύ των συμβάσεων κατάθεσης και ανοίγματος λογαριασμού κατάθεσης που έχουν συνάψει εκατοντάδες χιλιάδες καταναλωτές στην εναγόμενη είναι οι καταθετικοί λογαριασμοί που φέρουν τις ονομασίες “Απλό Ταμιευτήριο” και “Απλός Τρεχούμενος”». Δικαιούχοι αυτών των λογαριασμών είναι φυσικά πρόσωπα ή Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου κοινωφελούς ή μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα.
Η επιστολή της Εθνικής
Στα μέσα του Ιουνίου 2025, η Εθνική Τράπεζα απέστειλε επιστολή σε όλους αυτούς τους καταθέτες, ενημερώνοντάς τους για τον νέο «Λογαριασμό Προνομίων». Σύμφωνα με την επιστολή, μέσω αυτού του λογαριασμού, οι πελάτες έχουν μεταξύ άλλων τη δυνατότητα να πραγματοποιούν κάθε μήνα δωρεάν εξερχόμενα και εισερχόμενα εμβάσματα μέσω Digital Banking έως 5.000 ευρώ και να μεταφέρουν δωρεάν έως 500 ευρώ ημερησίως μέσω IRIS Payments.
Βάσει όσων ανακοινώθηκαν από την Εθνική Τράπεζα, η μηνιαία χρέωση για αυτά τα προνόμια ανέρχεται σε 0,80 ευρώ.
Το σημαντικό είναι όμως ότι στην επιστολή σημειωνόταν πως δεν απαιτούνταν κάποια ενέργεια των καταναλωτών προκειμένου να αποκτήσουν Λογαριασμό Προνομίων, καθώς στις 28 Αυγούστου 2025, «οι λογαριασμοί Απλό Ταμιευτήριο Απλός Τρεχούμενους στους οποίους είστε δικαιούχος θα μετατραπούν αυτόματα στο νέο λογαριασμό Προνομίων, διατηρώντας τον ίδιο αριθμό λογαριασμού».
Εφόσον κάποιος δεν επιθυμούσε αυτή την αναβάθμιση, μπορούσε να το δηλώσει μόλις μέχρι τις 28 Αυγούστου 2025 «μέσω του Digital Στην ενότητα Λογαριασμοί ή μέσω του Contact Center της Εθνικής Τράπεζας…».
«Μετέφερε μονομερώς με τη σιωπή»
Όπως όμως σημειώνεται στην αγωγή της ΕΚΠΟΙΖΩ, αυτή η συμπεριφορά της τράπεζας «να μεταφέρει μονομερώς, χωρίς δηλαδή να απαιτήσει τη συγκατάθεση των κατόχων των ανωτέρω λογαριασμών, με μόνη δηλαδή τη σιωπή και την αδράνειά τους στην ανωτέρω επιστολή της, σε άλλο είδος καταθετικού λογαριασμού που συνεπάγεται μηνιαία επιβάρυνση για τους καταναλωτές, ανεξαρτήτως δηλαδή της χρήσης άλλων υπηρεσιών, προκάλεσε τις σφοδρές αντιδράσεις και διαμαρτυρίες του καταναλωτικού κοινού».
Είναι ενδεικτικό, ότι η ΕΚΠΟΙΖΩ «ευθύς ως έλαβε τις διαμαρτυρίες καταναλωτών, αναγνωρίζοντας τη βασιμότητα αυτών», απέστειλε επιστολή στο υπουργείο Ανάπτυξης και την Τράπεζα της Ελλάδος με κοινοποίηση και στην Ελληνική Ένωση Τραπεζών.
«Παράνομη λογική»
Σε αυτή την επιστολή, η ΕΚΠΟΙΖΩ σημείωνε μεταξύ άλλων, πως η λογική που ακολουθεί η τράπεζα, «εκτός από παράνομη, αναμένεται να επιβαρύνει χιλιάδες καταναλωτές, ιδίως όσους ανήκουν σε ευπαθείς κοινωνικές ομάδες, που δε θα έχουν τη δυνατότητα να δηλώσουν την εναντίωσή τους».
Άλλωστε, η συγκεκριμένη πολιτική της τράπεζας, ελέγχεται «και ως παραπλανητική αθέμιτη εμπορική πρακτική, δεδομένου ότι τα δήθεν προνόμια αφορούν σε υπηρεσίες που κάποιες από αυτές παρέχονται ήδη δωρεάν από 20/01/2025, οπότε τέθηκαν σε ισχύ οι νέες τραπεζικές χρεώσεις σύμφωνα με το άρθρο 48 του Ν. 5167/2025, όπως: οι πληρωμές μέσω πάγιων εντολών».
«Συμφέρει μια πολύ μικρή μειοψηφία»
Μάλιστα, σύμφωνα με την ίδια επιστολή, «είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν τα συγκεκριμένα προνόμια πράγματι αντισταθμίζουν τη μηνιαία χρέωση. Ιδιαίτερη αδιαφάνεια καλύπτει λ.χ. τα δήθεν δωρεάν εξερχόμενα και τα εισερχόμενα εμβάσματα μέσω digital – banking μέχρι 5.000 ευρώ, χωρίς να διευκρινίζεται αν περιλαμβάνουν τις συνήθεις στην πρακτική μεταφορές πίστωσης που πλέον έχουν ούτως ή άλλως από πολύ μικρή έως μηδενική χρέωση ή μόνα τα πιο δαπανηρά εμβάσματα, ενώ ταυτόχρονα τίθενται όροι και περιορισμοί (πολιτική ορθής χρήσης) για τους οποίους ουδεμία αναφορά κάνει στην επιστολή της προς τους δικαιούχους».
Είναι επομένως εμφανές σύμφωνα με την ΕΚΠΟΙΖΩ, ότι «ούτε οι διατυπώσεις διαφάνειας τηρήθηκαν, ούτε εν τέλει προκύπτει ότι οι επιπλέον “υπηρεσίες” που καλύπτονται με τη μηνιαία χρέωση δικαιολογούν το κόστος αυτό ή συμφέρουν περισσότερους από μια πολύ μικρή μειοψηφία των καταναλωτών, κυρίως όσων ακούν πολλές και υψηλού κόστους συναλλαγές».
Η απάντηση
Σύμφωνα με την αγωγή, η Εθνική Τράπεζα απάντησε στην επίμαχη επιστολή, όπου «περιοριζόταν να εκθέσει τα “προνόμια” που έχουν οι καταναλωτές από τη μεταφορά τους στον “Λογαριασμό Προνομίων”, επαναλαμβάνοντας κατά βάση το κείμενο της επιστολής, δίχως να δίνει καμία απάντηση ως προς τον όρο της σύμβασης ή το νόμο που στηρίχθηκε για να επιδείξει την ανωτέρω συμπεριφορά της, ήτοι τη μονομερή μετατροπή των συμβάσεων, όπως δεν δίνει και καμία απάντηση στις αιτιάσεις που διατυπώνονται στην αναφορά – καταγγελία μας για το αθέμιτο και παραπλανητικό περιεχόμενο της επιστολής της».
Η προηγούμενη συλλογική αγωγή
Στην αγωγή επισημαίνεται επίσης πως στο έντυπο της Εθνικής Τράπεζας «Όροι Σύμβασης Κατάθεσης και Ανοίγματος Λογαριασμού Κατάθεσης», και στα ειδικότερα τρία τμήματά του, «δεν συναντάται κανένας γενικός όρος συναλλαγών που να ρυθμίζει τη δυνατότητα μονομερούς τροποποίησης των όρων της καταθετικής σύμβασης, δηλαδή τόσο στους γενικούς όρους που διέπουν το σύνολο των εν λόγω συμβάσεων όσο και στους γενικούς όρους που αφορούν τις ειδικότερες συμβάσεις κατάθεσης και ανοίγματος λογαριασμού κατάθεσης, πολύ δε περισσότερο τη δυνατότητα μετατροπής των υφιστάμενων συμβάσεων σε άλλο είδος σύμβασης».
Ο λόγος που συμβαίνει αυτό, «συνδέεται προφανώς και με την έκβαση προηγούμενης συλλογικής αγωγής που είχε ασκηθεί από την ένωσή μας (σ.σ. ΕΚΠΟΙΖΩ) κατά της εναγόμενης, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 961/2007 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Εκουσία Δικαιοδοσία) που έκρινε καταχρηστικό τον γενικό όρο που της παρείχε τη δυνατότητα να τροποποιεί μονομερώς τους όρους των συμβάσεων καταθέσεων και απαγόρευσε τη χρήση του».
«Δεν υφίσταται κανένας όρος»
Περαιτέρω, στην αγωγή αναφέρεται πως στους γενικούς όρους που διέπουν τις συμβάσεις κατάθεσης και ανοίγματος λογαριασμού κατάθεσης «Απλού Ταμιευτηρίου» και «Απλού Τρεχούμενου», δεν υφίσταται κανένας όρος που να επιτρέπει στην τράπεζα «να προβαίνει στην τροποποίηση των όρων της σύμβασης, πολύ δε περισσότερο μάλιστα να μετατρέπει ή να μεταφέρει τους καταναλωτές που έχουν τη συγκεκριμένη σύμβαση σε μια άλλη σύμβαση, η οποία μάλιστα προβλέπει σταθερή μηνιαία χρέωση ανεξαρτήτως της τυχόν χρήσης που θα κάνουν οι καταναλωτές αυτοί».
Αυτό άλλωστε προκύπτει και από το γεγονός ότι «η εναγόμενη στην απάντηση που έδωσε προς την ένωσή μας… ουδόλως επικαλείται ότι προέβη στην εν λόγω μονομερή μεταβολή και ουσιαστικά αντικατάσταση των συμβάσεων κατάθεσης και λογαριασμού κατάθεσης των καταναλωτών, για τις οποίες δεν προβλέπονταν καμία χρέωση, σε μια σύμβαση για την οποία προβλέπεται μηνιαία χρέωση, στηριζόμενη στην χρήση ενός όρου που να της δίνει την εν λόγω δυνατότητα».
«Απαιτείται η δήλωση του καταναλωτή»
Παρόλα αυτά, σύμφωνα με την αγωγή, «αποτελεί μια βασική αρχή του ιδιωτικού δικαίου ότι η σιωπή δεν έχει δικαιοπρακτικό περιεχόμενο και δεν μπορεί να αποτελεί δήλωση αποδοχής».
Επομένως, η συμπεριφορά της τράπεζας «να τεκμαίρει την αποδοχή της πρότασής της από τον καταναλωτή από τη σιωπή του μέχρι την παρέλευση της προθεσμίας που του θέτει, παραβιάζει τις αρχές της αυτονομίας της ιδιωτικής βουλήσεως και της ελευθερίας των συμβάσεων σε βάρος των καταναλωτών, και ειδικότερα της διάταξη της 361 του Αστικού Κώδικα (ΑΚ), σε συνδυασμό ιδίως με τις διατάξεις των 167,189 και 192 ΑΚ, οι οποίες απαιτούν για την τροποποίηση της σύμβασης να περιέλθει στην τράπεζα η δήλωση του καταναλωτή για την αποδοχή της πρότασης της τράπεζας για τροποποίηση της σύμβασης, η δε σιωπή του καταναλωτή δεν επιτρέπεται με βάση τις διατάξεις αυτές να εκληφθεί ως έκφραση δικαιοπρακτικής βούλησης για τροποποίηση της σύμβασης».
Παραβίαση νόμου
Παράλληλα, σύμφωνα με την αγωγή, η συμπεριφορά της τράπεζας, παραβιάζει και της παρ.1 του άρθρου 2 του νόμου 2251/1994, σύμφωνα με την οποία «όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι συναλλαγών), δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή, εάν κατά την κατάρτιση της σύμβασης τους αγνοούσε ανυπαιτίως, όπως, ιδίως, όταν ο προμηθευτής δεν του υπέδειξε την ύπαρξή τους ή του στέρησε τη δυνατότητα να λάβει πραγματική γνώση του περιεχομένου της».
«Μεθόδευση»
Επίσης, αυτή η συμπεριφορά της τράπεζας, «έχει ως αποτέλεσμα να επιβάλλονται στους καταναλωτές που διατηρούν λογαριασμούς καταθέσεων έξοδα κατά παράβαση των διατάξεων του ΑΚ. Ειδικότερα, οι συμβάσεις καταθέσεων που συνάπτουν οι καταναλωτές με τις τράπεζες έχουν το νομικό χαρακτήρα της ανώμαλης παρακαταθήκης (830 ΑΚ) και εφαρμόζονται σε αυτές οι διατάξεις για τη σύμβαση δανείου (806 ε. ΑΚ). Ο χαρακτήρας αυτής της κατάθεσης είναι σύμφωνος με τη δυνατότητα χρήσης που έχει η τράπεζα επί των χρημάτων που κατατίθενται σε αυτή. Στην ανώμαλη παρακαταθήκη δεν τίθεται θέμα πληρωμής στο θεματοφύλακα (Τράπεζα) ούτε αμοιβής (ΑΚ 822), ούτε δαπανών φυλάξεων ούτε αποζημιώσεως (ΑΚ 826)…».
Επομένως, «η παραπάνω μεθόδευση της εναγόμενης για να εισπράττει αμοιβή ή έξοδα για τους καταθετικούς λογαριασμούς των καταναλωτών προσκρούει στις διατάξεις για την ανώμαλη παρακαταθήκη και δανείου του Αστικού Κώδικα».
«Δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες»
Κάτι που επίσης σημειώνεται στην αγωγή, είναι ότι «κανένας δεν υποχρεούται με βάση τις αρχές της καλής πίστης και την ασφάλεια των συναλλαγών να δηλώσει την αντίθεσή του σε μια μονομερή πρόταση, προκειμένου να μην εκληφθεί αυτό ως αποδοχή της. Πολύ δε περισσότερο όταν μια τέτοια συμπεριφορά δεν βρίσκει έρεισμα σε μια συμφωνία των συμβαλλομένων που να ορίζει τις προϋποθέσεις και τα όρια που θα μπορούσε να κινηθεί μια τυχόν τροποποίηση της συμβατικής σχέσης».
Στην προκειμένη περίπτωση, η τράπεζα «δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες για ασφαλή παροχή των υπηρεσιών της, ζημιώνει υπαίτια τους καταναλωτές που δεν επιθυμούν τη μετατροπή των συμβάσεών τους με τις απαράδεκτες μηνιαίες χρεώσεις που τους επιβάλλει», κατά παραβίαση των υποχρεώσεων που απορρέουν μεταξύ άλλων από τις 288,281,914 ΑΚ και τις παρ. 1 και 4 του άρθρου 8 ν. 2251/1994.
«Να υποχρεωθεί να σταματήσει»
Ως αποτέλεσμα, στην αγωγή σημειώνεται πως η Εθνική Τράπεζα «θα πρέπει να υποχρεωθεί», να σταματήσει «να επιβάλει την παραπάνω μηνιαία χρέωση στους καταναλωτές που διατηρούσαν σε αυτή τις συμβάσεις κατάθεσης και λογαριασμού “Απλό Ταμιευρήριο” ή “Απλός Τρεχούμενος» που παραμένουν, άλλωστε, σε ισχύ και μετά την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας καθώς ουδέποτε παρείχαν τη συγκατάθεσή τους για την παραπάνω “αναβάθμιση”».
Επίσης, δεδομένου του μεγέθους και του κύκλου εργασιών της Εθνικής Τράπεζας, αλλά και «την ένταση που προσλαμβάνει η προσβολή της έννομης τάξης από την επιβολή των παράνομων επιβαρύνσεων στους ανωτέρω λογαριασμούς καταθέσεων των καταναλωτών και την προσβλητική προς αυτούς συμπεριφορά της εναγόμενης, με την αυθαίρετη υποκατάσταση της δικαιοπρακτικής τους βούλησης και τη μετατροπή των λογαριασμών αυτών σε λογαριασμό που συνεπάγεται χρεώσεις δίχως να το έχουν επιλέξει, και το μέγεθος της ζημίας της οποία υφίσταται το καταναλωτικό κοινό, η αντίστοιχη στο νόμο προβλεπόμενη αποζημίωση ως αστική κύρωση της εναγόμενης για την παραπάνω συμπεριφορά αποτιμάται με μετριοπαθείς υπολογισμούς σε 130.000 ευρώ. Γι’ αυτό και η εναγόμενη θα πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλλει στην ένωσή μας για την αιτία αυτή το ποσό αυτό».
Η εκδίκαση της αγωγής έχει οριστεί για τις 3 Δεκεμβρίου 2025. Η ΕΚΠΟΙΖΩ επιφυλάσσεται και για αποζημιωτική αντιπροσωπευτική αγωγή, «σε περίπτωση που η τράπεζα δεν επιστρέψει τις αδικαιολόγητες χρεώσεις στους καταναλωτές».