Η συζήτηση γύρω από την Τεχνητή Νοημοσύνη (AI) και τις επιπτώσεις της στην αγορά εργασίας έχει αναζωπυρωθεί με ένταση, καθώς ολοένα και περισσότερες μεγάλες εταιρείες επικαλούνται την τεχνολογία ως βασικό λόγο για περικοπές προσωπικού ή πάγωμα προσλήψεων. Η γερμανική Deutsche Lufthansa AG ανακοίνωσε ότι σχεδιάζει να καταργήσει 4.000 διοικητικές θέσεις έως το 2030, επικαλούμενη «την αυξημένη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης». Η ολλανδική τράπεζα ING Groep προειδοποίησε για σχεδόν 1.000 θέσεις εργασίας που κινδυνεύουν εξαιτίας ψηφιοποίησης, AI και αλλαγών στη συμπεριφορά των πελατών. Στη Νότια Κορέα, η εταιρεία βιντεοπαιχνιδιών Krafton Inc. πάγωσε τις προσλήψεις της για να επικεντρωθεί σε νέο μοντέλο ανάπτυξης με έμφαση στο AI.
Η τάση αυτή δεν περιορίζεται στην Ευρώπη: σύμφωνα με στοιχεία της αμερικανικής εταιρείας Challenger, Gray & Christmas, Inc., από τις αρχές του έτους έχουν ανακοινωθεί περίπου 48.414 περικοπές θέσεων εργασίας στις ΗΠΑ που συνδέονται με την τεχνητή νοημοσύνη — από αυτές, 31.039 αναφέρθηκαν τον Οκτώβριο. Η δημοσιογραφική ερμηνεία είναι ότι η AI πλέον παίζει ενεργό ρόλο στις εταιρικές επικοινωνίες ως αιτία μείωσης του προσωπικού.
Ωστόσο, στην πράξη, η εικόνα είναι πιο σύνθετη. Η τεχνητή νοημοσύνη όντως αλλάζει εργαλεία και διαδικασίες — αυτοματοποίηση, ανάλυση δεδομένων σε πραγματικό χρόνο, «έξυπνα» συστήματα υποστήριξης αποφάσεων — ωστόσο δεν αποτελεί από μόνη της τον «ένοχο» για τις μαζικές απολύσεις. Ειδικοί της αγοράς εργασίας επισημαίνουν ότι, σε πολλές περιπτώσεις, η αναφορά στο AI λειτουργεί ως ένα «εύκολο άλλοθι». Ο George Denlinger της εταιρείας Robert Half αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «πολλές εταιρείες κατηγορούν την τεχνητή νοημοσύνη, παρόλο που δεν είναι ο μόνος λόγος για τον οποίο γίνονται απολύσεις».
Οι λόγοι που συνήθως «συνυπάρχουν» με την τεχνητή νοημοσύνη περιλαμβάνουν:
- Υπερβολική επέκταση προσωπικού κατά τη μεταπανδημική περίοδο, ιδιαίτερα στον τομέα της τεχνολογίας.
- Παγκόσμιες προκλήσεις όπως δασμοί, εμπορικές εντάσεις, γεωπολιτικό ρίσκο και μειωμένη καταναλωτική εμπιστοσύνη.
- Επιχειρησιακές αλλαγές που περιλαμβάνουν αναδιάρθρωση, συγχωνεύσεις ή εκδίωξη κοστών.
- Τεχνολογικές επενδύσεις που δεν αποδίδουν άμεσα και απαιτούν κεφάλαια — με συνέπεια πιεσμένα αποτελέσματα και αναπροσαρμογή κόστους.
Στην επικοινωνία τους προς επενδυτές και το ευρύ κοινό, οι εταιρείες παρουσιάζουν την τεχνητή νοημοσύνη ως μοχλό αποδοτικότητας, μείωσης κόστους και προσαρμογής στο μέλλον της εργασίας. Η μείωση ή η σταθεροποίηση του εργατικού δυναμικού προβάλλεται ως στρατηγική επιλογή για «οικονομία που βασίζεται όλο και περισσότερο στην AI». Ωστόσο το φαινόμενο του λεγόμενου «AI-washing» (όπως το αποκαλούν αναλυτές) εγείρει ερωτήματα: χρησιμοποιείται η τεχνητή νοημοσύνη ως εικονική δικαιολογία ή αποτελεί πραγματικό στοιχείο ανασχεδιασμού της εργασίας;
Η αλήθεια είναι ότι η τεχνητή νοημοσύνη δεν είναι ούτε «τέρας» που καταστρέφει μαζικά θέσεις εργασίας ούτε αυτόματα σωτήρας που θα δημιουργήσει αμέσως χιλιάδες νέες. Αντίθετα:
- Μετασχηματίζει ρόλους, εργαλεία και απαιτήσεις δεξιοτήτων.
- Καταργεί ή μετατρέπει ορισμένες θέσεις, ταυτόχρονα όμως δημιουργεί νέες ευκαιρίες σε ανάλυση δεδομένων, AI-υπηρεσίες και υποστήριξη τεχνολογιών.
- Οι αλλαγές γίνονται συνήθως σταδιακά, όχι με ραγδαίες απολύσεις σε μεγάλη κλίμακα.
- Όταν οι απολύσεις συμβαίνουν σήμερα, σπάνια συνδέονται αποκλειστικά με το AI — συνυπάρχουν πολλαπλοί παράγοντες.
Καθώς η τεχνητή νοημοσύνη ενσωματώνεται πιο βαθιά σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, τα επόμενα χρόνια θα κριθούν από το πώς οι κυβερνήσεις, οι επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι θα προσαρμοστούν. Οι εταιρείες πιθανότατα θα συνεχίσουν να «φορτώνουν» στο AI τις αναγκαίες αλλαγές, επιδιώκοντας να δείξουν ότι προχωρούν χωρίς να υποβαθμίζουν απλώς το κόστος προσωπικού. Ταυτόχρονα, θα χρειαστεί σχεδιασμός για «εργασία του μέλλοντος», δεξιότητες, επανεκπαίδευση και πολιτικές κοινωνικής απορρόφησης των αλλαγών. Η τεχνητή νοημοσύνη δεν είναι η μοναδική λύση — αλλά ο πιο βολικός λόγος που θα ακούγεται συχνά.