Διανύουμε μια σκοτεινή περίοδο. Η ακροδεξιά ανέρχεται σχεδόν παντού επιφέροντας σαρωτικές αλλαγές σε βάρος της δημοκρατίας και των κοινωνικών δικαιωμάτων. Για να κατανοήσουμε τη φύση της πρέπει πρωτίστως να εντοπίσουμε τη βασική αιτία ανόδου του ακροδεξιού κύματος. Αυτή είναι η ίδια η οικονομική κρίση, η ανάγκη και η ευκαιρία που δίνεται σε τμήμα τουλάχιστον της κυρίαρχης τάξης, στο πιο επιθετικό, αρπακτικό τμήμα του κεφαλαίου, να αναδιανείμει βίαια τον πλούτο σε όφελός της. Θύματα αυτής της βίαιης αναδιανομής είναι κύρια οι λαϊκές τάξεις, τρίτες, πιο αδύναμες, χώρες αλλά ενίοτε και τμήματα της ολιγαρχίας.
Του Δημήτρη Καλτσώνη *
Η άνοδος της ακροδεξιάς οφείλεται πρωτίστως στην πολύπλευρη στήριξη, χρηματοδότηση, επικοινωνιακή προβολή από κέντρα της οικονομικής ολιγαρχίας. Χωρίς αυτή ο Τραμπ δεν θα είχε επικρατήσει στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα ούτε θα είχε παρουσιαστεί ως λύση στα προβλήματα των φτωχότερων λαϊκών στρωμάτων. Αντίστοιχα συνέβη με τον Μιλέι και τον Μπολσονάρο σε Αργεντινή και Βραζιλία, με το AfD στη Γερμανία, με το Vox στην Ισπανία, με την προώθηση όλου του ακροδεξιού φάσματος στη Γαλλία. Ο Μιλέι στην Αργεντινή εμφανίστηκε το 2018 (πριν εκλεγεί) σε 300 εκπομπές στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο, δηλαδή ήταν καθημερινά στα βασικά μέσα ενημέρωσης. Μετατράπηκε έτσι από ένα άσημο πρόσωπο σε υποψήφιο πρόεδρο και κατόπιν σε πρόεδρο της Αργεντινής. Εξαιτίας αυτής της στήριξης, η ακροδεξιά αποκτά ευρύτερη αποδοχή σε τμήμα του εκλογικού σώματος.
Συμπληρωματικός παράγοντας που συμβάλλει στην απήχηση της ακροδεξιάς σε λαϊκά στρώματα είναι η απουσία πειστικών, γνήσιων εναλλακτικών λύσεων. Η παραδοσιακή δεξιά ενσωματώνει πρόσωπα και στοιχεία της πολιτικής της ακροδεξιάς ενώ η κεντροαριστερά έχει ταυτιστεί σε μεγάλο βαθμό με την ατζέντα του νεοφιλελευθερισμού εγκλωβισμένη στο πλαίσιο της κυρίαρχης αντιλαϊκής πολιτικής, μίγμα νεοφιλελευθερισμού και στρατιωτικού νεοκεϋνσιανισμού. Στην καλύτερη περίπτωση προτείνουν ανώδυνες μικροβελτιώσεις, γεγονός που απογοητεύει και απομακρύνει τις λαϊκές τάξεις. Από την άλλη, απουσιάζει μια ριζοσπαστική εναλλακτική πρόταση. Οι πρόσφατες ενδιάμεσες εκλογές στην Αργεντινή το αποδεικνύουν.
Ακροδεξιά και δημοκρατία
Η άνοδος της ακροδεξιάς επιταχύνει τη συντηρητικοποίηση του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος και τη ραγδαία συρρίκνωση της δημοκρατίας.
Πρώτο, η ακροδεξιά διακυβέρνηση εντείνει το φαινόμενο της παραβίασης των όποιων νομοθετικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων και ελευθεριών. Το φαινόμενο αυτό χαρακτηρίζει τη διακυβέρνηση και των άλλων συστημικών κομμάτων αλλά με την ακροδεξιά παίρνει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις.
Παράδειγμα είναι η διακυβέρνηση Τραμπ. Η παραβίαση του Συντάγματος, είτε άμεσα είτε μέσω αυθαίρετης ερμηνείας των διατάξεών του, η παραβίαση δικαστικών αποφάσεων είναι πλέον καθημερινή πρακτική, παρότι παραβιάσεις του Συντάγματος σε μικρότερη έκταση σημειώνονταν και παλαιότερα. Αντίστοιχα η ακροδεξιά κυβέρνηση Μιλέι στην Αργεντινή κυβερνά σε μεγάλο βαθμό με προεδρικά διατάγματα παραβιάζοντας το Σύνταγμα της χώρας και παρακάμπτοντας το Κογκρέσο.
Εντείνονται ακόμη περισσότερο τα φαινόμενα της παράνομης αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας. Οι πρακτικές αυτές φτάνουν και ξεπερνούν τα όρια της βαρβαρότητας. Ταυτόχρονα, το προϋπάρχον φαινόμενο του ατιμώρητου κρατικο-εταιρικού εγκλήματος λαμβάνει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις.
Δεύτερο, περιορίζονται νομοθετικά τα δικαιώματα και οι ελευθερίες. Ειδικότερα ο περιορισμός των συναθροίσεων, της απεργίας, της ελευθερίας του τύπου, ο περιορισμός της ελευθερίας έκφρασης, η παρακολούθηση των επικοινωνιών των πολιτών αποτελούν βασικές στοχεύσεις της ακροδεξιάς παράλληλα με την αύξηση των αρμοδιοτήτων και εξουσιών της αστυνομίας.
Νομοθετήματα και πρακτικές περιορισμού της ελευθερίας των συναθροίσεων αλλά και της έκφρασης έχουν ήδη υιοθετηθεί στις ΗΠΑ του Τραμπ. Χαρακτηριστικά είναι επίσης τα νομοθετήματα που έχει ψηφίσει η ακροδεξιά κυβέρνηση Όρμπαν στην Ουγγαρία. Με τους νόμους αυτούς εξασφαλίζεται ακόμη μεγαλύτερος έλεγχος της κυβέρνησης επί των μέσων ενημέρωσης και ακόμη ασφυκτικότερος έλεγχος επί της Δικαιοσύνης. Παρόμοια είναι η προσπάθεια της Μελόνι στην Ιταλία να προωθήσει προς ψήφιση νόμο που περιορίζει την αυτοτέλεια των δικαστών.
Τρίτο, με την ακροδεξιά διακυβέρνηση σημειώνεται ακόμη μεγαλύτερη ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας ή και εξωθεσμικών κέντρων σε βάρος του Κοινοβουλίου. Ούτε αυτό το στοιχείο είναι απολύτως καινούργιο γνώρισμα της αστικής δημοκρατίας. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι η ακροδεξιά το οδηγεί σε πιο ακραίες μορφές. Αυτό γίνεται είτε νόμιμα και σύμφωνα με τις υπάρχουσες συνταγματικές διατάξεις είτε κατά παραβίασή τους.
Για παράδειγμα στη λογική αυτή βρίσκεται η πρόθεση της κυβέρνησης Μελόνι να αναθεωρήσει το Σύνταγμα εισάγοντας ημιπροεδρικό σύστημα για τη διακυβέρνηση της χώρας. Αντίστοιχη είναι η πρόθεση του Τραμπ να παραβιάσει την 22η Τροποποίηση του Αμερικανικού Συντάγματος που προστέθηκε το 1951 και απαγορεύει στο ίδιο πρόσωπο να θέσει υποψηφιότητα για την προεδρία τρίτη φορά.
Οικονομία και κοινωνία
Η στροφή προς τη δραστική συρρίκνωση της δημοκρατίας υπηρετεί στην πραγματικότητα έναν άλλο, πιο ουσιαστικό στόχο. Επιχειρεί να περιορίσει τα μέσα αντίδρασης του λαού στις σκληρές αντιλαϊκές πολιτικές.
Τα κόμματα της ακροδεξιάς στην κυβέρνηση ακολουθούν την ίδια πολιτική κατεύθυνση, το ίδιο στρατηγικό πλαίσιο, που υπήρχε ως τώρα. Ωστόσο οι στόχοι και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούν είναι πιο δραστικοί, πιο ακραίοι, πιο σαρωτικοί. Η ακροδεξιά, παρότι ψευδώς εμφανίζεται ως αντισυστημική δύναμη, αποδεικνύεται στην πράξη το πιο ακραίο όπλο για τη σάρωση, την πλήρη κατεδάφιση, των κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων.
Η πολιτική Τραμπ μειώνει τη φορολογία των επιχειρήσεων, προτάσσει τις χιλιάδες απολύσεις προσωπικού από το δημόσιο τομέα, τη μείωση των παρεχόμενων κοινωνικών δαπανών, την “ελάφρυνση” του κράτους. Απολύσεις γίνονται και στον ιδιωτικό τομέα ως αποτέλεσμα της δασμολογικής πολιτικής Τραμπ. Η πολιτική του αυξάνει την ανεργία, ασκεί πτωτικές πιέσεις στους μισθούς και στον ιδιωτικό τομέα. Η ακρίβεια στα είδη λαϊκής ανάγκης εκτινάχθηκε και ταυτόχρονα τα όποια κοινωνικά δικαιώματα υπήρχαν στις ΗΠΑ τίθενται στο στόχαστρο. Σήμερα το 65% των πολιτών στις ΗΠΑ καταναλώνουν το σύνολο του μηνιαίου εισοδήματός τους σε βασικά έξοδα. Το ποσοστό αυτό ήταν 31% το 1997. Το πλουσιότερο 1% κατέχει πλέον περισσότερο πλούτο από το φτωχότερο 93%. Ο πραγματικός μισθός είναι σήμερα χαμηλότερος από ό,τι πριν 52 χρόνια.
Αντίστοιχα σαρωτική είναι η πολιτική του Μιλέι στην Αργεντινή με απολύσεις εργαζομένων, μείωση μισθών και συντάξεων, κάταργηση διάφορων επιδομάτων, εκτίναξη της ακρίβειας με αποτέλεσμα την καταβύθιση του εισοδήματος της εργατικής τάξης αλλά και των μεσαίων στρωμάτων. Σύμφωνα με έκθεση του Κέντρου Οικονομικής Πολιτικής της Αργεντινής (CEPA) περισσότερες από 261.000 θέσεις εργασίας χάθηκαν μόνο στο διάστημα από τον Νοέμβριο του 2023 έως τον Αύγουστο του 2024 ενώ η αγοραστική δύναμη των μισθών μόνο στο διάστημα αυτό μειώθηκε κατά μέσο όρο κατά 9,6%. Τα όποια κοινωνικά δικαιώματα περικόπτονται. Εμβληματική είναι από την άποψη αυτή η κατάργηση του Υπουργείου Παιδείας.
Στη Γερμανία η ακροδεξιά δεν ψήφισε υπέρ της κατάργησης της συνταγματικής διάταξης που καθιέρωνε τον περιβόητο “κόφτη” χρέους. Αυτό και μόνο είναι έμπρακτη απόδειξη ότι η AfD τάσσεται ξεκάθαρα υπέρ της διατήρησης και ενίσχυσης των σκληρών πολιτικών λιτότητας και περικοπής των κοινωνικών δαπανών και δικαιωμάτων. Στη Γαλλία επίσης η ακροδεξιά αρνήθηκε να υπερψηφίσει έστω και μια ελάχιστη φορολογική επιβάρυνση των υπερπλουσίων.
Αντίστοιχα η κυβέρνηση Όρμπαν στην Ουγγαρία μείωσε ακόμη περισσότερο τη φορολογία για τις επιχειρήσεις. Έχει το χαμηλότερο φορολογικό συντελεστή για τις επιχειρήσεις σε όλη την Ευρώπη. Περιόρισε τις κοινωνικές δαπάνες και τα δικαιώματα αυξάνοντας τις κοινωνικές ανισότητες. Χρησιμοποιεί προπαγανδιστικά ακόμη και αντινεοφιλελεύθερες κορώνες προκειμένου στη συνέχεια να εφαρμόσει αμιγώς θατσερικές πολιτικές. Παρότι η κυβέρνηση Όρμπαν επέκρινε, πριν εκλεγεί, τα μέτρα λιτότητας των προκατόχων της σοσιαλδημοκρατών, οι δικές της πολιτικές διατήρησαν την ίδια γραμμή πλεύσης. Απάλειψε από το Σύνταγμα της Ουγγαρίας τα κοινωνικά δικαιώματα.
Όλες οι ακροδεξιές κυβερνήσεις στηρίζουν την εκτίναξη των εξοπλιστικών προγραμμάτων, που επιφέρουν νέα αβάσταχτα βάρη στους λαούς. Στηρίζουν τη γενοκτονική κυβέρνηση του Ισραήλ. Προετοιμάζουν νέες πολεμικές συγκρούσεις για την ανακατανομή των σφαιρών επιρροής.
Κατάλυση της δημοκρατίας;
Η κυριαρχία της ακροδεξιάς δεν αποκλείει δυο ενδεχόμενα ακόμη πιο αρνητικά: Α. Την πλήρη κατάργηση της δημοκρατίας ή β. τη δημιουργία συνθηκών που θα αποκλείουν την κυβερνητική αλλαγή, όπως δείχνει το παράδειγμα Ερντογάν. Ανησυχητικά σημάδια υπάρχουν στις ΗΠΑ με την στρατιωτικοποίηση στο εσωτερικό, την προσπάθεια άλωσης του κρατικού μηχανισμού, την εξαγγελία Τραμπ ότι θα διεκδικήσει τρίτη θητεία παρά τη συνταγματική απαγόρευση και την αμφισβήτηση της καθολικής ψηφοφορίας.
Η όξυνση της οικονομικής κρίσης, μαζί και των ανταγωνισμών για τις σφαίρες επιρροής οδηγούν στη στρατιωτικοποίηση και πιθανά σε κλιμάκωση των πολέμων. Σε τέτοιες συνθήκες, προκειμένου να αντιμετωπιστούν προληπτικά λαϊκές αντιδράσεις ακόμη και εξεγέρσεις (τις οποίες προβλέπει το ΔΝΤ, η CIA και άλλοι οργανισμοί), η ανοιχτή ή συγκαλυμμένη κατάλυση της δημοκρατίας δεν μπορεί να αποκλειστεί, ακόμη και εκεί που η δημοκρατία θεωρείται εμπεδωμένη. Η ακροδεξιά μπορεί να μετασχηματιστεί σε ανοιχτό φασισμό ή να του ανοίξει το δρόμο.
Ποια διέξοδος;
Η άνοδος της ακροδεξιάς είναι οργανικό στοιχείο της καπιταλιστικής κρίσης, της κρίσης της δημοκρατίας, της προσπάθειας εξάλειψης όλων των εργασιακών και κοινωνικών κατακτήσεων του 20ού αιώνα. Αποτελεί το δραστικότερο, αλλά όχι το μοναδικό, εργαλείο για το σκοπό αυτό.
Γι’ αυτό η πολιτική αντιπαράθεση με αυτήν δεν μπορεί να εγκλωβιστεί στη διεκδίκηση απλώς κάποιων επιμέρους δημοκρατικών δικαιωμάτων ενώ στα βασικά ζητήματα της οικονομικής πολιτικής θα υπάρχει συμφωνία επί του στρατηγικού πλαισίου, δηλαδή επί των πολιτικών λιτότητας, εξοπλισμών κλπ.
Το κρίσιμο ζήτημα για την ήττα της ακροδεξιάς είναι η άρθρωση μιας πραγματικής εναλλακτικής πρότασης. Μια τέτοια διέξοδος δεν μπορεί παρά να αμφισβητεί έμπρακτα και να υπερβαίνει τα όρια της κυρίαρχης πολιτικής και του νεοφιλεύθερου παραδείγματος. Θα πρέπει να αντιστρατεύεται την εξουσία της οικονομικής ολιγαρχίας, άρα να διεκδικεί τη ριζική αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου σε όφελος των εργαζόμενων τάξεων και μια νέου τύπου δημοκρατία. Αλλιώς δεν θα είναι εναλλακτική πρόταση και δεν θα μπορεί να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα των λαϊκών τάξεων ούτε να προσελκύσει το ενδιαφέρον τους. Θα ανατροφοδοτεί την απογοήτευση και την επιρροή της ακροδεξιάς.
* Δημήτρης Καλτσώνης, Καθηγητής Θεωρίας Κράτους και Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο